Γιάννης Μαρίνος

Κωνσταντίνος Καραμανλής, Ανδρέας Παπανδρέου, Χαρίλαος Φλωράκης. Εκμυστηρεύσεις τριών μεγάλων

Εκδόσεις Πατάκη, 2018

σελ. 328, τιμή 14,40 ευρώ

Πυκνώνει τα τελευταία χρόνια μια ροή κειμένων με χαρακτήρα αναμνήσεων, απομνημονευμάτων ή αυτοβιογραφίας από πρόσωπα που είχαν διακριτή παρουσία στα πεπραγμένα του δημόσιου βίου κατά την πρώτη φάση της Μεταπολίτευσης. Συνδέεται ενδεχομένως με τον αναστοχασμό για τη δεκαετία του ’80 που έρχεται στην τωρινή γενιά των 40 και κάτι ή με την τάση αντιπαραβολής στον δημόσιο λόγο της Ελλάδας της κρίσης με την Ελλάδα της (περίπου) αφθονίας και της στρεβλής ανάπτυξης. Πρόχειρα μπορεί να φέρει κανείς στον νου του τέτοια βιβλία των Παρασκευά Αυγερινού, Γιάννη Βαρβιτσιώτη, Κώστα Σημίτη, Πάνου Λουκάκου, τώρα και του Γιάννη Μαρίνου. Το έργο του έγκριτου δημοσιογράφου (επί 33 χρόνια διευθυντή του εμβληματικού «Οικονομικού Ταχυδρόμου») μάλιστα, θέτοντας στο επίκεντρό του την προσωπική του γνωριμία και τις ανταλλαγές απόψεων με τους Κωνσταντίνο Καραμανλή, Ανδρέα Παπανδρέου, Χαρίλαο Φλωράκη, εστιάζει τη ματιά του σε τρεις πρωταγωνιστές της Μεταπολίτευσης.

Ο Γιάννης Μαρίνος αντλεί το υλικό του από τις συνεντεύξεις και τις συναντήσεις του με τους πολιτικούς αρχηγούς, επομένως σε όλη την έκταση του κειμένου υποκρύπτεται ένας διάλογος της δημόσιας με την ιδιωτική εικόνα των προσώπων. Ο αυστηρός και λιτός, κατά κανόνα, πολιτικός λόγος του Κωνσταντίνου Καραμανλή μπορεί να αντιπαραβληθεί με το χιούμορ του στις κοινωνικές συναναστροφές («αν είχα θυμώσει, δεν θα το νομίζατε, θα το ξέρατε» απαντά στον συγγραφέα, όταν εκείνος τού λέει ότι πιθανώς του προξένησε θυμό μια γνώμη του), η πιστή υπεράσπιση της κομμουνιστικής ορθοδοξίας από τον Χαρίλαου Φλωράκη δίνει τη θέση της σε έναν χαμογελαστό και ευπροσήγορο άνθρωπο που συζητεί άνετα με τον «πιο αμείλικτο ιδεολογικό του αντίπαλο», όπως αποκαλούσε μεταξύ σοβαρού και αστείου τον δημοσιογράφο.

Η κοινή συνισταμένη

Το πιο ενδιαφέρον ίσως νήμα που συνδέει τις τρεις προσωπικότητες, όπως τις βλέπει ο Γιάννης Μαρίνος, είναι η ικανότητά τους να ακούν τον συνομιλητή, ακόμα και όταν εκείνος ήταν φορέας της αντίθετης άποψης. Και στις τρεις περιπτώσεις, είτε την ίδια στιγμή είτε εκ των υστέρων, ο δημοσιογράφος επισημαίνει περιστάσεις που οι παρατηρήσεις του εισακούστηκαν – όχι προφανώς έως το σημείο οι ηγέτες να μεταβάλουν την πολιτική τους, αλλά σε βαθμό ώστε να αποδειχθεί η ευθυκρισία τους. Το στοιχείο αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον επειδή συνδέεται με μία ακόμη πτυχή του χαρακτήρα τους που επιβεβαιώνει ο Μαρίνος: την απουσία μονολιθικότητας. Ανεξάρτητα από την εικόνα που καλλιεργούσε ο φιλικός ή κομματικός Τύπος, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Χαρίλαος Φλωράκης αναγνώριζαν κατ’ ιδίαν προβλήματα, παθογένειες ή υστερήσεις. Ο Καραμανλής, για παράδειγμα, υπογράμμιζε την ανάγκη ενός αέναου διαλόγου με την Τουρκία: «Είμαστε υποχρεωμένοι να συνεχίζουμε τον διάλογο, έστω κι αν αυτός δεν οδηγεί σε λύσεις. Γιατί, αν τερματισθεί ο διάλογος χωρίς να έχουν επιλυθεί οι διαφορές μας, τότε η μόνη άλλη λύση είναι ο πόλεμος και οι ολέθριες συνέπειές του. […] Ο πόλεμος δεν συμφέρει σήμερα καμία από τις δύο χώρες. Οπως άλλωστε δεν συμφέρει και το ΝΑΤΟ και κυρίως τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και οι τελευταίες έχουν κάθε δυνατότητα να τον αποτρέψουν». Με τη σειρά του, ο Ανδρέας Παπανδρέου δήλωνε ότι εκτιμούσε την επιτυχημένη οικονομική πολιτική της κεντροδεξιάς κυβέρνησης του πρωθυπουργού της Πορτογαλίας Ανιμπάλ Καβάκο Σίλβα, την οποία ο ίδιος λυπόταν που δεν μπορούσε να ακολουθήσει γιατί «ο Καβάκο Σίλβα είναι δεξιός, […] ενώ εγώ είμαι σοσιαλιστής». Ο Χαρίλαος Φλωράκης, από τη δική του πλευρά, δεν δίσταζε να καταδικάσει σφοδρά τις απεργίες των προνομιούχων των ΔΕΚΟ που έβλαπταν κατά την άποψή του τον απλό λαό και τους μικρομεσαίους και να πει ότι σε περίπτωση δικής του πρωθυπουργίας «θα απαγόρευα τις απεργίες για ένα εξάμηνο ώσπου να ομαλοποιηθεί η κατάσταση». Το γιατί δεν έπρατταν πάντα δημόσια σύμφωνα με τον ιδιωτικό λόγο τους (όταν δεν το επέβαλλαν τουλάχιστον οι ιδιαιτερότητες της πολιτικής), ο Γιάννης Μαρίνος το αποδίδει σε ιδεοληψίες ή ιδεολογικές δουλείες που συρρίκνωναν τον έμπρακτο πραγματισμό τους.

Μικρές ψηφίδες

Σε ένα σύντομο βιβλίο ο συγγραφέας κατορθώνει να αποδώσει τελικά πολλές μικρές πινελιές καίριας σημασίας για την εικόνα των τριών ηγετών. Σημαντικότερη ίσως η κοινή παρατήρηση των γραμματέων τόσο του Κωνσταντίνου Καραμανλή όσο και του Ανδρέα Παπανδρέου («ο Πρόεδρος δεν κάνει ποτέ λάθη»), η οποία υπενθυμίζει το ανεπανάληπτο επίπεδο εμπιστοσύνης του στενού τους περίγυρου, αλλά και ενός πολύ ευρύτερου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας, στη χαρισματική τους ηγεσία. Ωστόσο, και η έμφυτη ευγένεια του Ανδρέα Παπανδρέου, η έντονα ανταγωνιστική φύση του Κωνσταντίνου Καραμανλή («δεν μου αρέσει να χάνω» εξηγεί στον Μαρίνο όταν εκείνος τον ρωτά γιατί παίζει μόνος του γκολφ), η διάθεση του Χαρίλαου Φλωράκη να ξεφύγει από την αυστηρή δημόσια παρουσία του, όπως προκύπτουν από τις σελίδες αυτές, αποτελούν ψηφίδες που μπορεί να μη φιλοτεχνούν πλήρη πορτρέτα, οπωσδήποτε όμως συμπληρώνουν τις ήδη γνωστές προσωπογραφίες τους με άγνωστες ή ξεχασμένες λεπτομέρειες οι οποίες αναδεικνύουν την ανθρώπινη πλευρά τους.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι πολιτικοί και ο δημοσιογράφος λείπουν από το βιβλίο. Ο ίδιος σημειώνει ότι στις συζητήσεις του με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή επεδίωκε, δημοσιογραφικά, να του αποσπάσει πληροφορίες και απόψεις. Ο Χαρίλαος Φλωράκης διαμαρτύρεται κάποτε στον εκδότη του «Βήματος», Χρήστο Λαμπράκη, γιατί ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος», του οποίου προΐσταται ο Γιάννης Μαρίνος, δίνει βήμα σε ένα παλαιό στέλεχος του ΚΚΕ το οποίο πλέον θεωρείται «συκοφάντης του κόμματος». Με τον Ανδρέα Παπανδρέου υπάρχει μια δημόσια ανταλλαγή πυρών: ο τότε πρωθυπουργός, αμφισβητώντας στοιχεία που παραθέτει, τον αποκαλεί σε συνέντευξή του «κομματικοποιημένο», εκείνος ανταπαντά με τεκμηριωμένο άρθρο στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο». Με κοφτερό, όπως πάντα, ύφος, που όμως δεν είναι οξύ, πάγιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των κειμένων του, το βιβλίο του Γιάννη Μαρίνου συνιστά πολύτιμη μαρτυρία για την επανεκτίμηση τριών μεγάλων ηγετών της Μεταπολίτευσης.