Ο Αρχάγγελος της Κρήτης που μάγεψε με τη λύρα του
40 χρόνια από τον θάνατο του Νίκου Ξυλούρη
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Αρχάγγελος της Κρήτης. Μόνο; Πώς μπορείς να διαχωρίσεις το μερικό από το όλο; Πώς μπορείς να απομονώσεις έναν Αρχάγγελο όταν το άνοιγμα των φτερών του είναι τέτοιο που μπορεί να αγκαλιάσει όλη την Ελλάδα;
Εφέτος συμπληρώνονται 40 χρόνια από τον θάνατό του, όταν έχασε τη μάχη με τον καρκίνο σε ηλικία 44 ετών. Το έργο του – δεν ήταν ερμηνευτής αλλά κοινωνός των όσων τραγουδούσε – όχι μόνο δεν πέθανε, αλλά συνεχίζει ακόμη και σήμερα να είναι ενεργό. Τραγουδιέται ακόμη, αναλύεται και αποτελεί παράδειγμα ύφους και ήθους.
Από την παράδοση
στις έντεχνες διαδρομές
Ο Νίκος Ξυλούρης είναι ενδεχομένως η πλέον ιδιαίτερη περίπτωση ερμηνευτή στη μουσική ιστορία του τόπου μας. Ενώ άρχισε την πορεία του και αναδείχτηκε ως πρωταγωνιστής του καθαρά παραδοσιακού τραγουδιού, κατάφερε να διαφοροποιηθεί από τους άλλους συναδέλφους του περνώντας σε λόγιες συνεργασίες και έντεχνες διαδρομές με καθολική αναγνώριση και αποδοχή. Παράλληλα ανακίνησε και διεύρυνε το ενδιαφέρον του κόσμου για το κρητικό τραγούδι, το οποίο με την παρουσία του ξεπέρασε τα στενά γεωγραφικά όρια της Μεγαλονήσου.
Αποτελεί έναν από τους θεμέλιους λίθους του σύγχρονου πολιτισμού μας. Τραγουδά για όσους/όσες μπορούν να ακούν όχι μόνο με τα αφτιά αλλά κυρίως με την ψυχή και την καρδιά.
Με όχημα τη φωνή του και τη λύρα του, μοιάζει σαν να μας ήρθε από την ενετική – μεσαιωνική Κρήτη. Σαν μια συνέχεια του Βιντσέντσου Κορνάρου («Ερωτόκριτος»), του Γεωργίου Χορτάτση («Ερωφίλη»), του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, αλλά και του πολύ μετέπειτα Ιωάννη Κονδυλάκη. Δεν ήταν συγγραφέας, δεν ήταν ζωγράφος, δεν ήταν ποιητής. Ηταν όμως άνθρωπος και αυτή την ανθρωπιά του τη μεταφέρει στην ερμηνεία του. Παράγοντας ουσιαστικά «έργο».
Ο «Ψαρονίκος»
από τα Ανώγεια
Γεννημένος στα Ανώγεια, έδειξε από πολύ μικρός την κλίση του για τη μουσική. Στην αρχή έπαιζε μαντολίνο, αλλά μόλις άκουσε τον Λεωνίδα Κλάδο, έναν φημισμένο λυράρη της εποχής, θέλησε να διδαχθεί από αυτόν τα μυστικά της τέχνης της λύρας. Σε ηλικία 12 ετών, έχοντας σταματήσει το σχολείο, βρέθηκε δίπλα στον λυράρη και δάσκαλό του Λεωνίδα Κλάδο, παίζοντας σε κάθε κοινωνική εκδήλωση όπου η μουσική πρωταγωνιστούσε: πανηγύρια, γάμους, βαφτίσια, γιορτές. Σε ηλικία 16 ετών, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του, εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο, όπου δούλεψε στο κέντρο «Κάστρο». Τον Μάιο του 1958 κλέφτηκε με την Ουρανία Μπελαμπιανάκη. Την ίδια χρονιά, το 1958, ήρθε και η δισκογραφική επιτυχία «Μια μαυροφόρα που περνά» ή «Η Κρητικοπούλα». Επιτυχία εμπορική αλλά και καλλιτεχνική, αφού με τον δίσκο αυτόν άρχισε να διαγράφεται μια τροχιά προς την ευρύτερη αναγνώριση και επιτυχία.
Το 1969 είναι η χρονιά που εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα με την οικογένειά του. Λίγο νωρίτερα, στις αρχές του ίδιου χρόνου, ηχογράφησε την «Ανυφαντού», ένα τραγούδι που συνδυάζει μελωδικά στοιχεία κοντυλιάς (μουσικός αυτοσχεδιασμός) και ρυθμικά στοιχεία σούστας και πηδηχτού, του οποίου όμως η απήχηση ξεπερνά τα στενά όρια της παραδοσιακής δισκογραφίας και της τοπικής παράδοσης… Κάπου εκεί τον άκουσε ο διευθυντής της Columbia, Τάκης Λαμπρόπουλος, ο οποίος του πρότεινε να περάσει από το κρητικό στο έντεχνο λαϊκό τραγούδι. Ακολούθησε η γνωριμία του με τον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο και η μετέπειτα συνεργασία τους – κύκλος τραγουδιών «Χρονικό», οι διασκευές στα κρητικά ριζίτικα, η «Ιθαγένεια», «Ελεύθεροι πολιορκημένοι».
Τα μεταπολιτευτικά χρόνια συνέχισε τις εμφανίσεις του σε μπουάτ της Αθήνας, όπως την «Αρχόντισσα», την «Αποσπερίδα», το «Κύτταρο», αλλά και τη συνεργασία του με τους Σταύρο Ξαρχάκο, Χριστόδουλο Χάλαρη, Δημήτρη Χριστοδούλου κ.ά.
Ο Ψαρονίκος (όπως είναι το παρανόμι του στην Κρήτη), η «ορειχάλκινη και καμπανιστή φωνή», όπως τη χαρακτήρισαν ο εθνομουσικολόγος Φοίβος Ανωγειανάκης και ο μουσικοκριτικός Γιώργος Λεωτσάκος, ο τραβαδούρος που έλκει την καταγωγή του από τη μεσαιωνική και τη βυζαντινή φωνητική παράδοση, κατόρθωσε να μη μιμηθεί κανέναν, να οργώσει ο ίδιος το χωράφι της ζωής του και κυρίως να κρατάει ο ίδιος τα γκέμια.
Μετά τη Μεταπολίτευση, αναφερόμενος στους ανθρώπους της μουσικής βιομηχανίας, έλεγε συχνά: «Εγώ τους ίδιους ανθρώπους έβλεπα να κανονίζουν επί χούντας, τους ίδιους βλέπω και τώρα». Μια ατάκα που περικλείει όλη τη φιλοσοφία του Αρχαγγέλου της Κρήτης.
Στις 22 Ιουνίου του 1973, στο θέατρο Αθήναιον, κάνει πρεμιέρα από τον θίασο Καρέζη – Καζάκου «Το μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Αλληγορικά κείμενα που φωτογράφιζαν τη χούντα, μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου (στίχοι Ι. Καμπανέλλης) και η ερμηνεία των τραγουδιών από τον Νίκο Ξυλούρη έκαναν την παράσταση αιχμή του δόρατος εναντίον της δικτατορίας, αν και πέρασε από τη λογοκρισία.
Η παράσταση παιζόταν καθημερινά, με εκατοντάδες θεατές να την παρακολουθούν υπό… προστασία. Ασφαλίτες βρίσκονταν καθημερινά στην αίθουσα για να δουν πώς αντιδρά ο κόσμος.
Πολυτεχνείο
και Μεταπολίτευση
Στην εξέγερση του Πολυτεχνείου η Τζένη Καρέζη, ο Κώστας Καζάκος και ο Νίκος Ξυλούρης ήταν στο πλευρό των φοιτητών. Αλλωστε το Αθήναιον ήταν απέναντι από το Πολυτεχνείο. Ο δίσκος «Το μεγάλο μας τσίρκο» με όλα τα τραγούδια της παράστασης και ακόμη ένα που προστέθηκε μετά την πτώση της χούντας (το «Προσκύνημα», το οποίο γράφτηκε για τους νεκρούς του Πολυτεχνείου) κυκλοφόρησε το 1974.
Η παρουσία του ήταν ιδιαίτερα ενεργή σε όλον τον αγώνα και η φωνή του έγινε σύμβολο κατά της δικτατορίας. Ο μεγάλος αυτός τραγουδιστής ήταν ενεργός καλλιτέχνης – πολίτης όχι μόνο στη διάρκεια της επταετούς χούντας, αλλά και στη Μεταπολίτευση.
Εχει ερμηνεύσει το «Καπνισμένο τσουκάλι» του Χρήστου Λεοντή – μελοποίηση ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου, γραμμένων κατά την εξορία του στη Λήμνο.
Το ποδόσφαιρο και ο ΟΦΗ
Mια πλευρά του, που ενδεχομένως δεν είναι ιδιαιτέρως γνωστή στις νεότερες γενιές, είναι ότι εκτός από μεγάλος λυράρης και τραγουδιστής ήταν και ένθερμος οπαδός του ΟΦΗ.l Στο στέκι των απανταχού Κρητικών της Αθήνας, στο καφενείο «Μέγας Αλέξανδρος» στην Ομόνοια, πολλοί είναι εκείνοι που τον θυμούνται να συμμετέχει ενεργά στις αθλητικές συζητήσεις.l Η μεγάλη του αγάπη για την ομάδα τον οδήγησε να πρωτοστατήσει στη δημιουργία του μοναδικού τότε συνδέσμου οπαδών του ΟΦΗ στην Ελλάδα, τον Πανελλήνιο ΣΦΟΑ, ώστε όλοι οι Ομιλίτες της Αθήνας να μπορούν να συναντιούνται με αφορμή την κοινή οπαδική τους αγάπη.

