O Αριστοτέλης μελετά την τέχνη του δημόσιου λόγου
Η φιλοσοφική σκέψη του μεγάλου διανοητή αναδεικνύει την κριτική λειτουργία του λόγου και τη συνειδητοποίηση των γνωστικών του ορίων
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Η αρχαία ελληνική σκέψη δείχνει αμέριστη εμπιστοσύνη στον λόγο: στην ανθρώπινη λογική και στη γλωσσική της ανάπτυξη και αποτύπωση. Ο αρχαιοελληνικός στοχασμός απομακρύνθηκε σταδιακά (ποτέ όμως απόλυτα) από τη συμβολική γλώσσα του μύθου και συγκρότησε μια λογικά αρθρωμένη εικόνα του κόσμου· παράλληλα, ο λόγος υποστήριξε τις γνωστικές κατακτήσεις της κοινωνίας αλλά και τη θεσμική οργάνωση της καθημερινής ζωής. Και ο Αριστοτέλης είναι αναμφισβήτητα ο ανυπέρβλητος δάσκαλος του ορθού λόγου, της συστηματικής ανάπτυξης των συλλογισμών, της λογικής δόμησης της γνώσης, της διαύγασης κάθε πλευράς των σχέσεων του ανθρώπου με τον κόσμο και την κοινωνία. Συγχρόνως, η φιλοσοφική του σκέψη αναδεικνύει την κριτική λειτουργία του λόγου και τη συνειδητοποίηση των γνωστικών του ορίων.
Με αυτό το πνεύμα ο Αριστοτέλης εκτείνει την έρευνά του σε εύρος αξιοθαύμαστο. Ασχολείται με θέματα φυσικής, κοσμολογίας, μετεωρολογίας, ανθρωπολογίας και ψυχολογίας, ζωολογίας και φυτολογίας. Ως αληθινός εραστής της σοφίας πιστεύει ότι κάθε φυσικό φαινόμενο, όσο μικρό και ασήμαντο κι αν φαίνεται, δικαιούται την επιστημονική προσέγγιση που θα το αναδείξει οπωσδήποτε θαυμαστό και ωραίο. Ετσι, τόσο η φύση όσο και η κοινωνία κερδίζουν αμέριστο το ενδιαφέρον της ερευνητικής του ματιάς, και ο ίδιος ο λόγος, σε ποικίλες εκφάνσεις του, γίνεται αντικείμενο έρευνας. Η έξοχη αριστοτελική Ρητορική μελετά ειδικότερα τον δημόσιο λόγο.
Προνομιακό, βεβαίως, πεδίο ανάπτυξης του δημόσιου λόγου υπήρξε η αρχαία Αθήνα, εκεί που άνθησε η άμεση δημοκρατία, το πολίτευμα του λόγου. Και το ισχυρότερο εργαλείο πολιτικής σύγκρουσης και σύνθεσης στο πλαίσιο της δημοκρατίας υπήρξε η ρητορεία.
Ο Αριστοτέλης δεν είναι ο πρώτος μελετητής της ρητορείας· είχαν προηγηθεί ως δάσκαλοί της οι σοφιστές. Αυτό, όμως, που διακρίνει τη δική του μελέτη της τέχνης του λόγου είναι ο επιστημονικός της χαρακτήρας, η προσπάθεια του φιλοσόφου όχι απλώς να κατασκευάσει ένα συμβουλευτικό εγχειρίδιο για επίδοξους πολιτικούς, αλλά να προσδιορίσει – με σπάνια διεισδυτικότητα – γενικότερες αρχές βάσει των οποίων ερμηνεύονται επιμέρους εκφάνσεις της ρητορικής τέχνης.
Για τον Αριστοτέλη μια ρητορική που στοχεύει αποκλειστικά στη χειραγώγηση της ψυχής του δέκτη της είναι απορριπτέα. Ο ίδιος προτείνει μια μέθοδο που πείθει κυρίως μέσω λογικών αποδείξεων. Ετσι, η ρητορική τέχνη ορίζεται ως η ικανότητα να βρίσκει σε κάθε θέμα ο ομιλητής τα μέσα με τα οποία θα γίνει πειστικός, θα κερδίσει δηλαδή τους ακροατές του με τα κατάλληλα και αποδεικτικά επιχειρήματα.
Στο Α’ Βιβλίο της Ρητορικής περιγράφονται τα δομικά στοιχεία ενός δημόσιου λόγου: ο ομιλητής, το θέμα του και το ακροατήριο. Με αυτό το δεδομένο διακρίνονται τρία είδη ρητορικών λόγων: ο συμβουλευτικός (εκφωνείται σε πολιτικές συνελεύσεις), ο δικανικός (παράγεται στα δικαστήρια) και ο επιδεικτικός λόγος (λαμπρύνει δημόσιες τελετές).
Ενα μεγάλο μέρος του Β’ Βιβλίου αφιερώνεται στη μελέτη των παθῶν της ανθρώπινης ψυχής. Τα πάθη (ὀργή, φόβος, ἔλεος, φθόνος, χαρά, λύπη, φιλία, μῖσος κ.ά.) επηρεάζουν τις αποφάσεις του δέκτη ενός ρητορικού λόγου. Γι’ αυτό και ο Σταγειρίτης ασχολείται διεξοδικά με αυτά. Διερευνά τι είναι το καθένα, ποια τα χαρακτηριστικά του, ποια τα αίτια που το προκαλούν και πώς αυτό εγκαθίσταται στην ψυχή. Γνωρίζει άριστα ότι τα πάθη των δικαστών μπορούν να αντιστρέψουν την κρίση τους. O κριτής που αγαπάει τον κρινόμενο θα θεωρήσει ότι αυτός δεν έχει διαπράξει αδίκημα ή ότι αυτό είναι μικρό· ο κριτής που μισεί τον κρινόμενο, τα αντίθετα! Ομοίως, ο αισιόδοξος θα πιστέψει ότι το ευχάριστο που αναμένει, θα πραγματοποιηθεί, και μάλιστα θα είναι πράγματι καλό για τον ίδιο· ο αδιάφορος ή απαισιόδοξος, τα αντίθετα!
Ο Αριστοτέλης έχει απόλυτη συναίσθηση του γεγονότος ότι η πειθώ αφορά στον όλο άνθρωπο. Αυτός, όταν αποδέχεται ή απορρίπτει μια θέση, δεν λειτουργεί μόνο συλλογιστικά αλλά ενεργοποιεί πλειάδα συμπλεκόμενων λειτουργιών, όπως η συναισθηματική του φόρτιση και οι προδιαθέσεις απέναντι στα ενεχόμενα πρόσωπα. Ο φιλόσοφος, λοιπόν, προσεγγίζει το πρόβλημα της διαμόρφωσης των κρίσεων τοποθετώντας το ρεαλιστικά στο πεδίο των ανθρωπίνων σχέσεων, στο κοινωνικό περιβάλλον. Σίγουρα, πρόκειται για μια επιλογή που απέχει πολύ από τη νοησιαρχία, την παντοκρατορία της λογικής ως μοναδικής οδού κατάκτησης της αλήθειας.
Είναι ξεκάθαρο, ακόμη, ότι η αριστοτελική, καταφανώς ορθολογική μελέτη των παθῶν γίνεται σε πλαίσιο ανθρωπολογικό, εντός του οποίου τα πάθη δεν ορίζονται ως γνωρίσματα της εκάστοτε ατομικής ψυχής, αλλά ως τρόποι διαπροσωπικών σχέσεων. Ετσι τα πάθη δεν μελετώνται ως επιστημονικά αντικείμενα που υποτίθεται ότι προσφέρονται σε μια ουδέτερη έρευνα ενός αμέτοχου παρατηρητή. Τα πάθη αφενός θεωρούνται επιφαινόμενα ενός συγκεκριμένου κοινωνικού περιβάλλοντος, το οποίο όμως συνεχώς μεταβάλλεται και απόλυτα αντιστέκεται σε μια ολιστική περιγραφή· αφετέρου ερευνώνται από έναν παρατηρητή που εμπλέκεται στο επιστημονικό του αντικείμενο. Εφόσον τα πάθη εντάσσονται στο πεδίο των ανθρωπίνων σχέσεων, είναι βέβαιο ότι στη λειτουργία τους θα υπεισέλθουν παράγοντες όπως το απρόβλεπτο, το δυνατό, το πιθανό.
Πρόκειται ασφαλώς για μια αποφατική ορθολογική προσέγγιση· από τη μία αποκλείει κάθε μυθική, μυστικιστική ή ανορθολογική ερμηνεία· από την άλλη απορρίπτει τη θεώρηση των παθῶν ως δεδομένων, σταθερών οντοτήτων και διατηρεί σαφείς αποστάσεις από μια στατική, ρασιοναλιστική κατάληψη.
Στο Β’ Βιβλίο της Ρητορικής εντάσσεται και η μελέτη των ἠθῶν, δηλαδή των χαρακτήρων ορισμένων ανθρώπινων ομάδων: των νέων, των ηλικιωμένων, των ωρίμων, των πλουσίων, των ισχυρών, των καλότυχων. Στις ενότητες αυτές αναδεικνύεται ο Αριστοτέλης ως παρατηρητικός κοινωνιολόγος, ως φιλόσοφος με βαθιά ανθρωπογνωσία. Ειδικότερα η περιγραφή του ήθους των νέων έχει γίνει αντικείμενο θαυμασμού για τη διαχρονική ανθεκτικότητά της.
Η Ρητορική ολοκληρώνεται (Γ’ Βιβλίο) με εκτεταμένη αναφορά σε υφολογικά και γλωσσικά ζητήματα, η πρωτοτυπία της οποίας είναι εντυπωσιακή. Εξετάζονται, ανάμεσα σε άλλα, οι ιδιότητες του ύφους στον σωστό πεζό λόγο, η ψυχρότητα του ύφους, η τεχνική της παρομοίωσης, αλλά και θέματα ορθής χρήσης της γλώσσας και ρυθμού του λόγου.
Είμαστε ευτυχείς που διαθέτουμε σήμερα την άριστη μετάφραση της Ρητορικής από τον Δ. Λυπουρλή: τον δάσκαλο της αριστοτελικής φιλοσοφίας που χάθηκε πρόσφατα αλλά μας κληροδότησε σε ζωντανό νεοελληνικό λόγο τη σοφία ενός άλλου μεγάλου δασκάλου, του φιλοσόφου από τα Στάγειρα.
Ο κ. Βασίλειος Μπετσάκος είναι μεταφραστής και μελετητής του Αριστοτέλη, διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο

