Ο αντισυμβατικός σταρ
Ο Ρόμπερτ Πάτινσον έχει καταφέρει να συνδυάσει τους ρόλους σε μπλοκμπάστερ με μια συναρπαστική indie κινηματογραφική καριέρα.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Το πιο πολυαναμενόμενο μπλοκμπάστερ του εφετινού καλοκαιριού, η ταινία «Tenet» του Κρίστοφερ Νόλαν, πέρασε πολλές περιπέτειες εξαιτίας της πανδημίας μέχρι τελικά να αποφασιστεί η έξοδός του στις αίθουσες. Αν δεν έχει υπάρξει κάποια φοβερή ανατροπή της τελευταίας στιγμής στην Ελλάδα θα αρχίσει να προβάλλεται στα σινεμά στις 26 Αυγούστου. Πρωταγωνιστούν σε αυτό ο Ρόμπερτ Πάτινσον και ο Τζον Ντέιβιντ Ουάσιγκτον, μαζί με την ανερχόμενη Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι αλλά και τον αναγνωρισμένο ήδη (και εξαιρετικά συμπαθή) Ααρον Τέιλορ-Τζόνσον. Για τον Πάτινσον τα τελευταία χρόνια έχουν υπάρξει εξόχως παραγωγικά. Πριν από λίγες ημέρες έγινε διαθέσιμη σε μορφή video on demand στις ΗΠΑ η ταινία «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» του Κολομβιανού Σίρο Γκέρα, με ένα εντυπωσιακό καστ που περιλαμβάνει τον Τζόνι Ντεπ και τον βραβευμένο με Οσκαρ Μαρκ Ράιλανς. Το σενάριο του φιλμ είναι βασισμένο στο μυθιστόρημα του φημισμένου συγγραφέα Τζ. Μ. Κουτσί, ο οποίος το επεξεργάστηκε για τη μεταφορά του στον κινηματογράφο. Περιμένουμε επίσης το «The Devil All the Time» του Αντόνιο Κάμπος που θα δούμε στο Netflix το φθινόπωρο, άλλο ένα συναρπαστικό πρότζεκτ στο οποίο εμπλέκεται ο 34χρονος σταρ, που έχει εξελιχθεί σε έναν από τους πιο ενδιαφέροντες ηθοποιούς της γενιάς του με χαμαιλεοντικές ικανότητες και την επιθυμία να απαντά καταφατικά σε κάθε ρόλο-πρόκληση.
Παρότι έγινε διάσημος χάρη σε μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες όπως ο «Χάρι Πότερ και το Κύπελλο της Φωτιάς» (2005) και, φυσικά, η σειρά ταινιών «Λυκόφως» (2008-2012) με παρτενέρ την Κρίστεν Στιούαρτ, ο Πάτινσον γρήγορα γύρισε την πλάτη στις ευκολίες που θα μπορούσε να του προσφέρει η εντυπωσιακή του εμφάνιση και η λατρεία εκατομμυρίων έφηβων θαυμαστριών και άρχισε να κάνει πιο εναλλακτικές και ψαγμένες επαγγελματικές επιλογές. Σε τέτοιον βαθμό που σχεδόν προκάλεσε έκπληξη η απόφασή του να υποδυθεί τον Μπάτμαν στη φιλόδοξη παραγωγή «The Batman» με σκηνοθέτη τον Ματ Ριβς και συμπρωταγωνιστές τον Κόλιν Φάρελ και τη Ζόι Κράβιτς. Κάθε σινεφίλ δεν μπορεί παρά να παρακολουθεί τη διαδρομή του στη μεγάλη οθόνη με μεγάλη περιέργεια. Τα δείγματα γραφής που έχει δώσει μέχρι στιγμής στη «Μαύρη Τρύπα» (2018) της Κλερ Ντενί, στο «Cosmopolis» (2012) του Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ και, κυρίως, στο «Good Time» (2017) των Τζος και Μπένι Σάφντι φανερώνουν έναν ανήσυχο και ταλαντούχο καλλιτέχνη. Ισως θα μπορούσε κάποιος να πει ότι προτιμά τους κόντρα ρόλους, έχει άλλωστε μέχρι τώρα αποδείξει ότι μπορεί να παίξει μια ιδιαιτέρως ευρεία γκάμα ηρώων – και μόνο δύο πρόσφατα παραδείγματα να συγκρίνουμε, τον Γουίνσλοου από τον «Φάρο» (2019) και τον Δελφίνο της Γαλλίας από τον «Βασιλιά» (2019), μιλάμε για δύο χαρακτήρες που απέχουν παρασάγγας μεταξύ τους.
Οι δυσκολίες της φήμης
Ο Ρόμπερτ Ντάγκλας Τόμας Πάτινσον γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 13 Μαΐου του 1986 – το μικρότερο από τα τρία παιδιά της Κλερ, booker σε πρακτορείο μοντέλων, και του Ρίτσαρντ Πάτινσον, εμπόρου αυτοκινήτων και εισαγωγέα ρετρό οχημάτων, πείτε τα και αντίκες. Η πρώτη του καλλιτεχνική αγάπη ήταν η μουσική και άρχισε στα τέσσερά του να μαθαίνει κιθάρα και πιάνο. Φοίτησε σε ιδιωτικό σχολείο και όταν ήταν 12 ετών τον απέβαλαν διότι έκλεβε πορνοπεριοδικά, τα οποία εν συνεχεία πουλούσε στους συμμαθητές του. Η αγάπη του για το σινεμά άρχισε να καλλιεργείται στην εφηβεία του και έχει αναφέρει πολλές φορές ως μεγάλα του είδωλα τον Τζακ Νίκολσον, τον Μάρλον Μπράντο και τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό. Στα 13 του άρχισε να ασχολείται με το θέατρο. Δύο χρόνια αργότερα ένας κυνηγός ταλέντων τον πρόσεξε σε ένα ανέβασμα του έργου «Η μικρή μας πόλη» και του πρότεινε να τον βοηθήσει να γίνει επαγγελματίας ηθοποιός. Μέχρι κάποια φάση της νεότητάς του αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στην υποκριτική και στη μουσική (είχε τότε μια μπάντα με την οποία έγραφε τραγούδια). Το 2008 τον επέλεξαν μεταξύ 3.000 υποψηφίων για τον ρόλο του Εντουαρντ Κάλεν στο «Twilight» (και όλα τα σίκουέλ του) και η ζωή του άλλαξε σε μια νύχτα. Η εξωπραγματικά τεράστια επιτυχία των ταινιών τον έκανε πάμπλουτο και διάσημο. Δυσκολεύτηκε αρχικά να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της φήμης, όμως βρήκε κάποια στιγμή την ισορροπία του. Παραμένει σελέμπριτι αλλά με τους δικούς του όρους. Παίζει συχνά σε φιλμ που δεν απασχολούν το ευρύ κοινό, όντας παράλληλα από το 2013 το πρόσωπο του αρώματος Dior Homme.
Σε πρόσφατη συνέντευξη που έδωσε στο βρετανικό «GQ» είπε πως πολλοί κοντινοί του άνθρωποι κάνουν παράπονα για την απόλυτη έλλειψη αίσθησης του χρόνου που τον διακρίνει. «Εχω συχνά την εντύπωση ότι έχει περάσει μόλις μία εβδομάδα από κάτι που έγινε πριν από δύο χρόνια. Χάνω τον χρόνο. Μου γκρινιάζει πολύς κόσμος για αυτό το χαρακτηριστικό μου» εξήγησε. Οσοι τον γνωρίζουν καλά μιλούν για έναν τύπο με ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία και παράξενο χιούμορ. Πριν από μερικά χρόνια μάλιστα βρισκόταν για γυρίσματα στην Ισπανία και πρόσεξε μια γυναίκα που τον ακολουθούσε παντού για εβδομάδες, ακόμη και περιμένοντάς τον κρυμμένη έξω από το διαμέρισμά του. Επειδή βαριόταν σε ξένη χώρα, αποφάσισε να της μιλήσει και να της προτείνει να πάνε μαζί για φαγητό. Στο δείπνο δεν σταμάτησε στιγμή να της παραπονιέται για τη ζωή του και τον κόσμο γενικότερα. Δεν την ξαναείδε ποτέ ξανά. Οσον αφορά την ερωτική του ζωή, αξίζει να αναφέρουμε ότι είχε έναν τρικυμιώδη δεσμό για κάποια χρόνια με την Κρίστεν Στιούαρτ, με την οποία χώρισαν οριστικά το 2013. Το 2014 ερωτεύτηκε την πολύ ενδιαφέρουσα μουσικό και τραγουδίστρια FKA Twigs. Η σχέση αυτή έληξε το 2017. Εδώ και δύο χρόνια είναι ζευγάρι με τη βρετανίδα ηθοποιό και socialite Σούκι Γουότερχαουζ, πέρασαν μάλιστα μαζί την περίοδο του lockdown και τα σκανδαλοθηρικά έντυπα μιλούν για επικείμενο γάμο. Ισως να τον έχει περιγράψει καλύτερα η Ζιλιέτ Μπινός που έχει δουλέψει μαζί του: «Κάθε φορά που βλέπω τον Ρομπ νιώθω πάντα πολύ κοντά του. Δεν έχει να κάνει με τον καιρό που είχαμε να βρεθούμε. Διακρίνω τη μοναξιά του, την ανάγκη του να μιλήσει, να μοιραστεί τις εμπειρίες του. Η αναζήτησή της αλήθειας δεν σταματάει ποτέ για εκείνον. Και νομίζω πως αυτό εξηγεί την ανάγκη του να δραπετεύει σε τόσους διαφορετικούς κόσμους».

