«Ο Αμπιγέρ», μια παράσταση-ορόσημο
Τότε που υπήρχε καλό θέατρο και οι ηθοποιοί ήξεραν ορθοφωνία και δεν στριμώχνονταν, μήτε ωθούνταν για… άμιλλες πονηρές
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Η νοσταλγία είναι πλεονέκτημα της ώριμης ηλικίας. Το επίθετο «μεγάλος» έχει τόσο κακοποιηθεί, που έχει χάσει πια τη σημασία του, την αλλοτινή, αν όχι και την πρωταρχική.
Εμείς που κλείνουμε τουλάχιστον έξι δεκαετίες επίγειας ζωής προλάβαμε να δούμε ζωντανά τα «ιερά τέρατα» του Λόγου και της Τέχνης και ανατριχιάσαμε μέχρι τα κατάβαθα της ύπαρξής μας. Ακόμη μας συνέχει, μας διακατέχει και μας εμψυχώνει εκείνος ο πυρετός. Εκ-στασις. Οι παλαιοί διονυσιακοί τεχνίτες ήταν ηρωικοί, ακριβώς όπως ο σαιξπηρικός πρωταγωνιστής αυτού του αθάνατου έργου, που όσο κι αν ξέφτισαν οι απολήξεις του, ακόμα κι αν τρίζουν οι αρμοί, παραμένει εκεί, λειτουργικό και συγκινητικό πάντα, γιατί είναι βασισμένο στη ζωή την ίδια και έτσι θα μιλούσε η Αλήθεια, αν είχε λαλιά.
Τρεις κολοσσιαίοι ηθοποιοί, μεγαθήρια, με στέρεα τεχνική και με ορθοφωνία που φτάνει στις υψηλές απαιτήσεις του λυρικού θεάτρου και δεν περιορίζεται στο «στρογγύλευμα» των φωνηέντων, όπως κάνουν μερικοί σύγχρονοι νεοσσοί, που τα λένε όλα πανομοιότυπα, άσε που μας θυμίζουν αεροσυνοδούς, εκφωνητές ειδήσεων ή και δευτεροκλασάτους πολιτικούς, που μιλάνε όλοι το ίδιο, λες και παρακολούθησαν μαθήματα φωνητικής διά… αλληλογραφίας. Τότε υπήρχε ένας μεγάλος δάσκαλος ορθοφωνίας, ο Νίκος Δ. Παπακωνσταντίνου, αλλά και πολλοί άλλοι άξιοι δάσκαλοι, με ταλέντο, γνώση, καλλιτεχνική μουσική παιδεία και μεταδοτικότητα αντιστρόφως ανάλογη των (ανύπαρκτων ενίοτε) πτυχίων και ακαδημαϊκών περγαμηνών τους.
Είχα τη μεγάλη τύχη να δω τη φίλη μου Ελένη Χατζηαργύρη, τον πάντα αειθαλή και ανυπέρβλητο Νικήτα Τσακίρογλου και τον αλησμόνητο, τον πληθωρικό, τον ηφαιστειακό Δημήτρη Παπαμιχαήλ σε εκείνη την ιστορική παράσταση στο τότε θέατρο Αθήναιον (τώρα θέατρο Τζένη Καρέζη) και είχα μαγευτεί από την ανιδιοτελή μαεστρία εκείνων των τριών ποιητών ήθους και σκηνικής ευγλωττίας. Κουραστήκαμε τα τελευταία χρόνια να βλέπουμε παραστάσεις, δήθεν μετανεωτερικές, που δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε κάτι το ελάχιστον έστω ακόμα και οι πλέον μυημένοι και μυημένες μεταξύ ημών και υμών.
Είναι ευλογία λοιπόν να θυμάσαι και να αναπολείς αλησμόνητες θεατρικές στιγμές, όπου η αισθητική απόλαυση οδηγούσε σε μια φυσική και αναπόδραστη κορύφωση.
Η ευλογία είναι φυσικά διπλή, σαν έχεις τη δυνατότητα τώρα να ξαναζείς, έστω και μέσα από το νοητικό φάσμα μιας ακροτελεύτιας καραντίνας, την ίδια θεατρική «εποχή», έστω και μέσα από ένα κακοφωτισμένο τις περισσότερες φορές βίντεο, θολό, αλλά πατιναρισμένο από τον χρόνο έτσι ώστε να αφήνει τη συνδημιουργική φαντασία του επαρκούς θεατή να μεταπλάσει το μετείκασμα σε εμπειρία ουσιαστική και γόνιμη.
Κινητοποιούσαν το συναίσθημα εκείνοι οι μεγάλοι ηθοποιοί. Και παρά το λεγόμενο «παράδοξο του Diderot», όσο χειρουργικά κι αν επιδίδονταν στην ανατομική των συναισθημάτων, των δικών τους προσλαμβανουσών εμπειριών (σύμφωνα με το σύστημα Στανισλάβσκι), αλλά και του συναισθηματικού πλούτου των δραματικών προσώπων που επέλεγαν να ζωοποιήσουν επί σκηνής, ήξεραν όμως οπωσδήποτε ποια κουμπιά πρέπει να πατήσουν, ποιους κώδικες να εναλλάξουν έτσι ώστε να ενεργοποιήσουν το θυμικό του θεατή μαζί με το νοητικό του. Μπορεί εκείνη η τεχνική να είχε στενή σχέση και να ήταν ίσως παράλληλη απόκλιση του μελοδραματικού θεάτρου (έστω και ως «μελό»), ήταν όμως γερή αρματωσιά, στέρεα.
Εκείνο το χτίσιμο των ρόλων με σταθερά δομικά υλικά, εκείνη η προ-αποδομητική αθωότητα, εκείνος ο περιζήτητος παιδισμός να θεωρούμε το θέατρο παιχνίδι, παίγνιο και όχι ερεβώδη χειρουργική τράπεζα. Οι μεγάλοι ηθοποιοί γνώριζαν πώς να διανθίζουν το ερεβώδες συλλογικό ασυνείδητο με τη χαριτωμένη εκείνη κβαντική απροσδιοριστία του πόθου, που δεν αφήνεται να γίνει κραυγή, αλλά δεν αρκείται και στην ηχητική του καταπιεσμένου ψιθύρου. Το θέατρο εκείνη την εποχή ήταν ανάσες και σιωπές, στιγμές και πόθοι μισοφωτισμένοι ή υπόσκαφοι. Δεν ήταν ακόμη εικόνα και καταιγισμός βάρβαρων ήχων, απόηχος από τα βάθη σπηλαίων προ-παλαιολιθικών.
Στην προπαραλήγουσα του πόθου και με τη βαθιά επίγνωση της χαρμολύπης του περασμένου πόνου, που γίνεται βίωμα και γι’ αυτό όπλο, εφόδιο προκειμένου να αντιμετωπίσουμε την επόμενη πρόκληση κακοτυχίας, που έρχεται και μας βρίσκει (ως ανθρωπότητα) με την περιοδική βεβαιότητα της Κυματικής Φυσικής.
Ο σκηνοθέτης και πάντα ενεργός θεατράνθρωπος Βασίλης Παπαβασιλείου ανέδειξε το θρυλικό έργο Τhe dresser του Ρόναλντ Χάργουντ και έδωσε μια παράσταση-ορόσημο, όχι μόνο για τις μοναδικές και ανεπανάληπτες ερμηνείες των τριών συμπρωταγωνιστών, αλλά και για όλους τους «δεύτερους» ρόλους, που είναι το ίδιο μεγάλοι και σημαντικοί, καθοριστικοί για την εξέλιξη της ρυθμολογίας, αλλά και για το ανεξίτηλο μνημονικό ίχνος τους στη συλλογική μας συνειδητότητα, που χάρη στη σύγχρονη τεχνολογία και στο Διαδίκτυο εμπλουτίζεται, ανανεώνεται και αναθεωρείται διαρκώς με την ανάδραση και την ανατροφοδότηση που απαιτεί κάθε ανοικτό καλλιτεχνικό σύστημα. Δευτεραγωνίστηκαν ο Τίμος Περλέγκας,η Ελένη Κούρκουλα, η Ελευθερία Σπανού και ο Φώτης Θωμαΐδης.
Την ποιητική μετάφραση είχε φιλοτεχνήσει η Μαρλένα Γεωργιάδη, ενώ ο Διονύσης Φωτόπουλος ήταν υπεύθυνος για τα μάλλον ρεαλιστικά σκηνικά που αναδείχθηκαν χάρη στους φωτισμούς του Ανδρέα Μπέλλη. Τη μουσική – ηχητική επιμέλεια ανέλαβε ο Ιάκωβος Δρόσος. Βοηθός σκηνοθέτη: Γιάννης Μπίμης. Βοηθός σκηνογράφου: Λιλή Πεζανού. Φωτογραφίες: Studio Κλεισθένης. Τηλεσκηνοθεσία: Κυριάκος Καλαματιανός. Τρέιλερ παράστασης: Μιχαήλ Μαυρομούστακος. Επικοινωνία και προβολή της παράστασης: Νταίζη Λεμπέση. Παραγωγή: Γιώργος και Νινέττα Λεμπέση.
Για να έχουμε το μέτρο σύγκρισης, καλό είναι να βγουν όλα τα βιντεοσκοπημένα διαμάντια εκείνης της όχι και τόσο μακρινής εποχής και να καταλάβουν επάξια περίοπτη θέση στις ψηφιακές μας προθήκες.
Ο δρ Κωνσταντίνος Μπούρας είναι επισκέπτης καθηγητής Θεατρικής Κριτικής στο ΕΚΠΑ και ποιητής, www.konstantinosbouras.gr.

