Ο Αισχύλος της Επιδαύρου

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Εφέτος τον Ιούνιο στο θέατρο της Επιδαύρου παρουσιάστηκε με ιδιαίτερη επιτυχία η φημισμένη τραγική τριλογία του Αισχύλου «Ορέστεια» σε ρέουσα και δόκιμη μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη από τρεις ταλαντούχες σκηνοθέτιδες (Ιώ Βουλγαράκη, Λίλλυ Μελεμέ και Γεωργία Μαυραγάνη), καθεμιά από τις οποίες είχε αναλάβει να συντονίσει σκηνοθετικά και δραματουργικά τη θεατρική παραγωγή ενός έργου. Αξίζει να τονίσουμε ότι στην αρχαιότητα αυτή η αισχύλεια τριλογική σύνθεση συμπληρωνόταν σε σκηνική τετραλογία από σατυρικό δράμα υπό τον τίτλο «Πρωτεύς», το οποίο λόγω ποικίλων αντίξοων συγκυριών αναφορικά με τη χειρόγραφη παράδοση του αττικού δράματος δεν διασώθηκε, αν και ορισμένοι ερευνητές παραμένουν απτόητοι και επιχειρούν κατά καιρούς εικοτολογικές ανασυνθέσεις, αλλά μάλλον εις μάτην. Πρέπει να αισθανόμαστε πάντως εξαιρετικά τυχεροί που έχουμε στη διάθεσή μας αυτό το απαράμιλλο αριστούργημα θεατρικής τέχνης και τεχνικής, άνευ υπερβολής ένα τραγικό σύνθεμα που αποτελεί τη μήτρα του αρχαίου ελληνικού θεάτρου και ειδικότερα το εκμαγείο μέσα στο οποίο προτυπώθηκαν πολλά μεταγενέστερα έργα του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, διότι η «Ορέστεια» με τρόπο εμφαντικό και συγκεφαλαιωτικό προσθίγει ένα ευρύτατο φάσμα φλεγόντων ηθικών, πολιτικών, κοινωνικών και θρησκευτικών ζητημάτων.
Θα αναρωτηθεί κάποιος και ίσως δικαίως γιατί κατά τη σύγχρονη εποχή οφείλουμε να εγκύψουμε στο απαιτητικό αυτό κείμενο και, εάν δοθεί η δυνατότητα, να παρακολουθήσουμε πολύωρες παραστάσεις τραγικών έργων, τα οποία παρουσιάστηκαν ενώπιον αρχαίου κοινού κατά τη διάρκεια πάνδημων εορτών προς τιμήν του θεού Διονύσου στην Αθήνα του πέμπτου αιώνα π.Χ. Κι όμως η πολυτάραχη και επεισοδιακή ιστορία της οικογένειας του Ορέστη, γιου του βασιλιά των Μυκηνών Αγαμέμνονα, λειτουργεί ως πολυδύναμο σύμβολο της άοκνης προσπάθειας των Αθηναίων εκείνης της ιδιαζόντως θαυμαστής και εξόχως δημιουργικής περιόδου να ενισχύσουν το δημοκρατικό τους πολίτευμα μέσα από την εγκαθίδρυση άτρωτων θεσμικών οργάνων και ατράνταχτων καταστατικών κανόνων. Πυρηνικός άξονας αυτού του δυσκολότατου εγχειρήματος είναι βεβαίως η εμπέδωση του κράτους δικαίου, με άλλα λόγια η θεμελίωση αδέκαστης δικαστικής εξουσίας, η οποία αναλαμβάνει τη βαρύτατη ευθύνη να παρεμποδίσει και ακολούθως να ακυρώσει κάθε ανεπίτρεπτη απόπειρα αυτοδικίας και κάθε δολερή προσπάθεια ανατροπής του πολιτεύματος. Ολοι έχουμε συναίσθηση, ως πολίτες της δικής μας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, του πόσο δυσχερής και επίμοχθη μπορεί να αποβεί η διαδικασία εκδημοκρατισμού της κοινωνίαςˑ ο Αισχύλος είχε βαθιά συνείδηση του γεγονότος ότι η ενδυνάμωση και η αναβάθμιση μιας λαοκυβέρνητης πολιτείας ερείδονται σε ανεπίληπτες δικαιικές ετυμηγορίες και γνωμοδοτήσεις, κατ’ ουσίαν στην αναντίρρητη επιταγή ότι οι δικάζοντες πρέπει οπωσδήποτε να διακρίνονται από ακαταπτόητη ορθοφροσύνη και ακατάβλητη εντιμότητα.
Η επίνοια του Αισχύλου, που καθιστά την τραγική τριλογία του διαχρονική μελέτη της ήπιας και νηφάλιας δημοκρατικής διακυβέρνησης, έγκειται στο γεγονός ότι ο μύθος που επέλεξε να δραματοποιήσει εμφανίζει μια οικογένεια να συγκλονίζεται από αλλεπάλληλα φρικιαστικά φονικά, απότοκα χολερικής πικρίας και ασίγαστου μίσους, αλλά στο βάθος της θεατρικής του σύλληψης κυκλοφορεί η κυρίαρχη ιδέα ότι ο βασιλικός οίκος των Ατρειδών λειτουργεί σαν αλληγορική μικρογραφία του ευρύτερου ανθρώπινου κόσμου της αθηναϊκής εποχής αλλά κατ’ επέκτασιν και κάθε εποχής. Με τον τρόπο αυτόν ο δραματουργός όχι μόνον ενεργοποιεί πολυάριθμα θεματολογικά μοτίβα σχετικά με τους περίπλοκους συγγενικούς δεσμούς αίματος και γενικότερα τις δεσμευτικές ηθικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τον στενό κύκλο των όμαιμων σχέσεων, αλλά συνάμα διεγείρει τα αντανακλαστικά του κοινού, το οποίο, όπως και σε άλλα ποιητικά συνθέματα της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου, καλείται να εντοπίσει τις αναλογικές ομοιότητες μεταξύ ενός συγκεκριμένου μυθολογικού προτύπου και του δικού του οικογενειακού περιβάλλοντος. Εν αντιθέσει προς την αττική κωμωδία, η οποία συχνότατα επικρίνει με ιδιαίτερη δριμύτητα τα κακώς κείμενα στην πολιτική και κοινωνική κονίστρα, η αθηναϊκή τραγική ποίηση σχολιάζει την επικαιρότητα με άκρως συγκεκαλυμμένο και υποδηλωτικό τρόποˑ μάλιστα, όπως ακριβώς συμβαίνει και σε πολυάριθμα φιλοσοφικά κείμενα, κυρίως στα διαλογικά έργα του Πλάτωνος, η χρήση του μυθολογικού παραδείγματος στο αττικό θέατρο λειτουργεί ως υπαινικτική προσομοίωση και γλαφυρή παρέμφαση θεμελιωδών εμπειριών και προβληματισμών του Αθηναίου πολίτη.
Ειδικότερα, μέσα από τρεις αναβαθμούς καθηλωτικής αγωνίας και συνταρακτικής περιπέτειας ο Αισχύλος πρώτα στην προγραμματική τραγωδία «Αγαμέμνων» παρουσιάζει επί σκηνής τη φρικώδη δολοφονία του Αγαμέμνονα από τη σύζυγό του Κλυταιμνήστρα και τον αδίστακτο εραστή της Αίγισθο εντός του βασιλικού ανακτόρουˑ αμέσως μετά στην κορυφωτική τραγωδία «Χοηφόροι» εξεικονίζει την αποτρόπαιη σφαγή της Κλυταιμνήστρας από τον ίδιο της τον γιο, τον Ορέστη, ο οποίος ως ανελέητος εκδικητής ανταποδίδει στα ίσα τον ατιμωτικό θάνατο του πατέρα τουˑ και τέλος στην επιλογική τραγωδία «Ευμενίδες» δραματοποιεί την εκδίκαση της μητροκτονίας στο νεότευκτο δικαστήριο του Αρείου Πάγου στην Αθήνα και την αθωωτική απόφαση των ανεπώνυμων ενόρκων υπό την εποπτεία της προστάτιδας θεάς Αθηνάς. Αξιοσημείωτο είναι ότι τόσο στις «Χοηφόρους» όσο και στις «Ευμενίδες» οι τρομακτικές καταχθόνιες θεότητες, οι αδυσώπητες Ερινύες, καταδιώκουν τον Ορέστη για ένα φονικό που διέπραξε ύστερα και από επιτακτική προτροπή του θεού Απόλλωνα.
Πρόδηλο είναι ότι στην ομόθεμη τριλογία «Ορέστεια» συμβαίνει το εξής ασύλληπτο: το δίκαιο αντιμάχεται το δίκαιοˑ ωστόσο, αυτή η εκπλήσσουσα αντιπαράθεση αποτελεί τωόντι την πεμπτουσία της ίδιας της τραγικής πράξης. Μολονότι η δολοφονία του Αγαμέμνονα συγκλονίζει με την ωμότητά της, η Κλυταιμνήστρα δεν διστάζει να παραθέσει στεγανά επιχειρήματα που δικαιολογούν, έως ένα βαθμό τουλάχιστον, τις ύπουλες μηχανορραφίες της. Η θυσία της πολυφίλητης κόρης της Ιφιγένειας στην Αυλίδα, για να υπηρετηθούν αμφιλεγόμενες πολεμικές σκοπιμότητες, καθώς επίσης η θριαμβική έλευση του συζύγου της στις Μυκήνες μαζί με την αιχμάλωτη παλλακίδα του Κασσάνδρα προκαλούν απύθμενη οργή και δηλητηριάζουν την ατμόσφαιρα. Η ανέλπιστη επιστροφή του Ορέστη στο Αργος σηματοδοτεί την εφαρμογή του άτεγκτου νόμου της αντεκδίκησηςˑ όμως η τελική λύση στο διαφαινόμενο ηθικό αδιέξοδο θα δοθεί στην Αθήνα με τη σκόπιμη καθίδρυση ειδικού δικαστηρίου και τη συνακόλουθη διεξαγωγή ένορκης δίκης. Η οριακά αθωωτική έκβαση για τον δράστη, που δεν στερείται κι αυτός καταπειστικής υπεράσπισης, δεν υποβαθμίζει τη σοβαρότητα της ανατριχιαστικής πράξης του, αλλά στο πλαίσιο της αναδυόμενης δημοκρατικής πολιτείας ο καταστροφικός κύκλος του αίματος και της βίας πρέπει οπωσδήποτε να διακοπεί, προκειμένου το κοινωνικό σύνολο να προοδεύσει ανεμπόδιστο από ανεξέλεγκτες καταστάσεις φιλέκδικου πάθους, δίχως την ίδια στιγμή να απεμπολήσει το αναφαίρετο δικαίωμά του να επιβάλλει ποινές και κυρώσεις.
Ασφαλώς, κάθε λύση που εκπορεύεται από ανθρώπους – καίτοι η θεϊκή επενέργεια είναι εύδηλη παντού στην τριλογία – δεν παύει να είναι ατελής, όμως οι εξευμενισμένες Ερινύες, που εγκαθίστανται εκθύμως στην Αθήνα ως ευεργετικοί δαίμονες, αποτελούν καθησυχαστική εγγύηση ότι σε όλες τις εποχές η δημοκρατική επιείκεια δεν θα εξαδυνατίσει ουδ’ επ’ ελάχιστον την αυστηρότητα από την οποία πρέπει να διακρίνεται κάθε τιμωριτική καταδίκη κακοποιών και αδικοπραγούντων. Πράγματι, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι καταδικασμένος σε βέβαιο αφανισμό είναι ακριβώς εκείνος ο πολιτισμός που αφελώς προτιμά να κατανοεί παρά να κρίνει και να αποφασίζει. Είναι αλήθεια λοιπόν ότι ο θερινός Αισχύλος της Επιδαύρου κατόρθωσε να ανακαλέσει στη μνήμη όλα αυτά τα τόσο σημαντικά, και μάλιστα με σύμπνοια ήθους μεταξύ της παραστασιακής εικόνας και του ποιητικού κειμένου.
Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος
είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

