Αστέρια για πάντα
Ο Κλιντ Ιστγουντ γίνεται 90 αλλά εξακολουθεί να παραμένει δραστήριος και παραγωγικός

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Ο αιρετικός «Dirty Clint»
Στις 31 Μαΐου του 2020 ο Κλιντ Ιστγουντ θα γίνει 90 χρόνων και την ίδια χρονιά βλέπουμε στις αίθουσες την 38η ταινία που σκηνοθέτησε, «Richard Jewell». Για μία ακόμη φορά ο σπουδαίος αυτός αμερικανός καλλιτέχνης, ο οποίος έδωσε μάχη για να αποδείξει την ικανότητα του ως σκηνοθέτη (σκηνοθετεί, θυμίζω, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970), βρέθηκε στη δίνη του κυκλώνα. Το «Richard Jewell» πραγματεύεται την αληθινή ιστορία ενός υπεύθυνου ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ατλάντα ο οποίος κατηγορήθηκε ως τρομοκράτης την ώρα που ο ίδιος απέτρεψε μια τρομοκρατική ενέργεια. Από την πλευρά του ο Ιστγουντ δέχθηκε μήνυση επειδή σύμφωνα με την αγωγή σπιλώνει τη μνήμη της δημοσιογράφου της «Atlanta Journal» Κάθι Σκραγκς (στην ταινία την υποδύεται η Ολίβια Γουάιλντ) επειδή τη δείχνει να χρησιμοποιεί το σεξ ως μέσον άντλησης πληροφοριών για το θέμα που καλύπτει.
Ο Ιστγουντ έχει ξαναβρεθεί στο στόχαστρο κατηγοριών, τόσο ως ιδιώτης αλλά και ως καλλιτέχνης. Τον αποκάλεσαν φασίστα όταν έπαιξε τον «Βρώμικο» Χάρι Κάλαχαν (Dirty Harry), τον επιθεωρητή της αστυνομίας του Σαν Φρανσίσκο που ακολουθεί τις δικές του μεθόδους επιβολής της τάξης και πολλά χρόνια αργότερα, το 2004, κατηγορήθηκε ότι προάσπιζε την ευθανασία με την ταινία του «Million Dollar Baby». Αμετανόητος Ρεπουμπλικανός, ο Ιστγουντ έχει δεχθεί δριμύτατη κριτική και για τις πολιτικές απόψεις του (αν και κάποιοι θεωρούν ότι στην ουσία είναι περισσότερο δημοκράτης από πολλούς Δημοκρατικούς), ενώ μέσω του βιβλίου της «The good, the bad and the very ugly» η ηθοποιός Σόντρα Λοκ, κάποτε σύντροφος του Ιστγουντ σε ταινίες αλλά και στη ζωή, μίλησε για αυτόν με τα χειρότερα λόγια.
Το γεγονός είναι ότι ο Κλιντ Ιστγουντ ό,τι και αν κάνει δεν περνά ποτέ αδιάφορος. Αν και ως ηθοποιός ποτέ δεν ξεχώρισε ιδιαίτερα, έχοντας δουλέψει κυρίως πάνω σε έναν συγκεκριμένο τύπο, τον ολιγομίλητο, αποφασιστικό και συνήθως αποτελεσματικό macho, ως σκηνοθέτης απέδειξε ότι είχε πολλά μέσα του για να εκφράσει.
Ξεφεύγοντας από την τηλεόραση στα μέσα της δεκαετίας του 1960 έγινε παγκόσμιος σταρ χάρη στη σπαγγέτι γουέστερν τριλογία τού δολαρίου με σκηνοθέτη τον Σέρτζιο Λεόνε («Για μια χούφτα δολάρια», «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος», «Μονομαχία στο Ελ Πάσο»). Οταν επέστρεψε στην Αμερική καθιερώθηκε ως «Dirty Harry», αλλά συγχρόνως άρχισε να σκηνοθετεί – μόνο που κανείς τότε δεν έδινε σημασία στις ταινίες του. Οι Γάλλοι όμως έδωσαν και έτσι από το 1985 όταν ο «Σιωπηλός καβαλάρης» του συμμετείχε στο φεστιβάλ των Καννών, η άποψη του κόσμου για τον Ιστγουντ άρχισε να αλλάζει. Στη δεκαετία του 1990 κέρδισε το Οσκαρ σκηνοθεσίας για τους «Ασυγχώρητους», ένα από τα ομορφότερα γουέστερν όλων των εποχών (που επίσης χρίστηκε καλύτερη ταινία) και δέκα χρόνια αργότερα γύρισε το «Σκοτεινό ποτάμι», ένα ακόμη αριστούργημα.
Οσο για τον τελευταίο μεγάλο του ρόλο, αυτόν θα τον βρούμε στο «Gran Torino» (του ιδίου), μια ταινία που στην ουσία λέει ότι όλοι μπορούν κάποια στιγμή να αλλάξουν, ποτέ δεν είναι αργά για κανέναν.
Ο πρώτος Μποντ
Την ώρα που ο Ντάνιελ Κρεγκ ετοιμάζεται εφέτος να αποσυρθεί από τον ρόλο του Τζέιμς Μποντ μετά την πέμπτη ταινία του «No time to die» που θα δούμε τον Απρίλιο, ο πρώτος διδάξας στον ρόλο, ο Σκωτσέζος Σον Κόνερι, γίνεται 90 ετών (στις 25/8). Ασχέτως από το αν είναι ή όχι ο καλύτερος 007 όλων των εποχών, αδιαμφισβήτητο γεγονός παραμένει ότι ο Κόνερι ανήκει στους ζωντανούς θρύλουs της 7ης τέχνης. Οι προσπάθειές του να ξεφύγει από τη σκιά του Μποντ άρχισαν από πολύ νωρίς με αντιηρωικούς ρόλους σε ταινίες όπως ο «Λόφος» του Σίντνεϊ Λουμέτ και η «Μάρνι» του Αλφρεντ Χίτσκοκ, τις οποίες γύριζε παράλληλα με τον 007.
Οταν όμως ο Κόνερι εγκατέλειψε οριστικά τον Μποντ στις αρχές της δεκαετίας του 1970 (μετά τα «Διαμάντια είναι παντοτινά»), η καριέρα του κλονίστηκε, γι’ αυτό και επέστρεψε στoν ρόλο το 1983 με το «Ποτέ μην ξαναπείς ποτέ», μια ταινία Μποντ εκτός επίσημης σειράς. Στη δεκαετία του 1980 υποδύθηκε τον πατέρα του Ιντιάνα Τζόουνς (Χάρισον Φορντ) στο «Ο Ιντιάνα Τζόουνς και η τελευταία Σταυροφορία», κέρδισε το Οσκαρ β’ ρόλου για τους «Αδιάφθορους» του Μπράιαν Ντε Πάλμα και αγαπήθηκε από εκατομμύρια κόσμο ως μοναχός ντετέκτιβ στο «Ονομα του Ρόδου» του Ζαν Ζακ Ανό, μια ευρωπαϊκή ταινία με παγκόσμια απήχηση. Από το 2001 έχει εγκαταλείψει το σινεμά και αυτές τις μέρες ο σερ Σον διατηρεί χαμηλό προφίλ, μακριά από το επίκεντρο. Κρίνοντας από την αξία του, περίπου 350 εκατομμύρια δολάρια, μπορεί κανείς να πει ότι απολαμβάνει την επίσημη συνταξιοδότησή του στο έπακρο.
Ο γιος του «Νονού»
Σε αντίθεση με την ψυχραιμία και τη σιγουριά για τον εαυτό του που ο Μάικλ Κορλεόνε εξέπεμπε ως αρχηγός της μαφιόζικης φαμίλιας Κορλεόνε στον «Νονό», ο Αλ Πατσίνο, ο ηθοποιός που τον υποδύθηκε, εκείνη την εποχή «έβραζε» μέσα του. Κανείς εκτός από τον σκηνοθέτη Φράνσις Φορντ Κόπολα δεν τον ήθελε στην ταινία, πόσω μάλλον για αυτόν τον ρόλο (ο Κόπολα είχε δώσει μάχη για να τον κρατήσει). Τελικά τα πράγματα εξελίχθηκαν καλά για τον 80χρονο σήμερα Πατσίνο, που στον «Νονό» πετυχαίνει την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του, έστω και αν το Οσκαρ το κέρδισε πολλά χρόνια αργότερα, έχοντας παίξει έναν τυφλό στρατιωτικό με το ταλέντο να διακρίνει το «Αρωμα γυναίκας». Μαζί με τον επίσης Νεοϋορκέζο Ρόμπερτ Ντε Νίρο (με τον οποίο έπαιξε στον «Ιρλανδό» του Σκορσέζε που είδαμε εφέτος, όπως και στην αριστουργηματική «Ενταση» του Μάικλ Μαν), τον Τζακ Νίκολσον, τον Τζιν Χάκμαν και τον Ντάστιν Χόφμαν, ο Πατσίνο ανήκει στις μεγάλες υποκριτικές δυνάμεις του νέου αμερικανικού κινηματογράφου που άρχιζε να ωριμάζει στη δεκαετία του 1970 δίνοντας βήμα στους αντιήρωες. Ταινίες του όπως οι δύο «Νονοί», ο «Σέρπικο» και η «Σκυλίσια μέρα» είναι διαμάντια εκείνης της δεκαετίας. Στις αρχές της αμέσως επόμενης ο Πατσίνο έπαιξε τον κουβανό κακοποιό Τόνι Μοντάνα, έναν από τους διασημότερους ρόλους της κινηματογραφικής καριέρας του στον υπερτιμημένο «Σημαδεμένο» του Μπράιαν Ντε Πάλμα. Αν και τα eighties ήταν δύσκολα για τον ηθοποιό, που είχε πολλά προβλήματα με το αλκοόλ, η κινηματογραφική καριέρα του από τα τέλη της ίδιας δεκαετίας μέχρι σήμερα είχε αρμονική εξέλιξη παράλληλα με τη δουλειά του στο αγαπημένο του θέατρο, όπου επίσης έχει σκηνοθετήσει, όπως εξάλλου και στο σινεμά («Σαλώμη», «Αναζητώντας τον Ρίτσαρντ»).
Ο απόλυτος σκηνοθέτης και ο βασιλιάς του cool
Εφέτος κλείνουν 40 χρόνια από τον θάνατο δύο εξίσου θρυλικών προσώπων που έχουν αφήσει το στίγμα τους στον παγκόσμιο κινηματογράφο. Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ, που έφυγε από τον κόσμο στα 80 του, το 1980, και ο Στιβ Μακ Κουίν που αν δεν είχε πεθάνει πρόωρα από καρκίνο στα 50 του, θα είχε σήμερα την ίδια ηλικία με τον Ιστγουντ και τον Κόνερι· στις 24 Μαρτίου θα γινόταν 90 χρόνων (γεννήθηκε το 1930). Για τον «Χιτς» τι, αλήθεια, να πρωτοπεί κανείς; Ο σκηνοθέτης που έκανε το σασπένς τέχνη, έχει επηρεάσει τους πάντες και εξακολουθεί να το κάνει 40 χρόνια μετά τον θάνατό του. «Ρεβέκκα», «Σιωπηλός μάρτυρας», «Vertigo», «Ψυχώ», «Πουλιά», οι τίτλοι των ταινιών του μιλούν από μόνοι τους. Και το ότι δεν κέρδισε ποτέ το Οσκαρ σκηνοθεσίας την ώρα που είναι εκείνος που έχει επηρεάσει τους περισσότερους, ο Απόλυτος «σκηνοθέτης αναφοράς», λέει πολλά για τον θεσμό των Οσκαρ.
Ο Μακ Κουίν από την πλευρά του (που επίσης δεν κέρδισε ποτέ το Οσκαρ) έγινε ο βασιλιάς του cool, μια θέση στην οποία εξακολουθεί να βρίσκεται διότι δεν έχει ακόμη βρεθεί αντικαταστάτης του (και ούτε πρόκειται). Ολα πάνω του ήταν ωραία: από το βάδισμα «της πάπιας», μέχρι τον τρόπο που κάπνιζε, από το σίγουρο, δολοφονικό ορισμένες φορές βλέμμα του, μέχρι το crew cut κοντοκουρεμένο ξανθό μαλλί του. Και μπορούσε να σε «πάρει μαζί του» ό,τι και αν έκανε. Αιχμάλωτος πολέμου στη «Μεγάλη απόδραση», πιστολάς στους «Επτά υπέροχους», χαρτοπαίκτης στον «Χαρτοπαίκτη», ακέραιος αστυνομικός στο «Μπούλιτ», εκατομμυριούχος κλέφτης στην «Υπόθεση Τόμας Κράουν», κακοποιός στο «Γκέταγουεϊ», αναβάτης του ροντέο στο «Τζούνιορ Μπόνερ», σύμβολο της ελευθερίας στον «Πεταλούδα». Η απουσία του παραμένει αισθητή.

