Ντιν Μάρτιν: Party animal με σμόκιν
Mε ένα χαμόγελο πλατύ σαν θάλασσα, με ένα βλέμμα πονηρό και συγχρόνως αθώο και με μια φωνή που σου έφερνε λιποθυμία, να ένας καλλιτέχνης που κατέκτησε τον κόσμο σαν να μη συνέβαινε και τίποτε.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Μια φορά κι έναν καιρό ο Τζέρι Λιούις, ο πάλαι ποτέ συνεργάτης του Ντιν Μάρτιν στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο και ένας από τους σημαντικότερους κωμικούς του 20ού αιώνα, είχε πει ότι κατά την προετοιμασία της τηλεοπτικής εκπομπής του με τον Μάρτιν, τη δεκαετία του 1950, είχαν κάνει «μια υπέροχη συμφωνία: ο Ντιν θα έπαιζε γκολφ και εγώ θα δούλευα».
Το ίδιο σύστημα ο Ντιν Μάρτιν ακολουθούσε σε όλα, ακόμα και στη δική του εκπομπή, επίσης στην αμερικανική τηλεόραση, το «The Dean Martin Show» (1965-1974): δεν θα εμφανιζόταν παρά μόνον όταν η κάμερα θα άρχιζε να ρολάρει. Δεν ήταν δική του δουλειά η αγωνία όλων των άλλων. Τελεία και παύλα.
Ο Ντιν Μάρτιν σε κάνει τελικά να αναρωτιέσαι για το αν υπήρξε ποτέ καλλιτέχνης που με τόσο εμφατικό τρόπο έδειχνε ότι ενδιαφερόταν τόσο…λίγο για το γεγονός ότι ήταν ένας τεράστιος σταρ της σόου μπίζνες. Τραγούδι, κινηματογράφος, τηλεοπτικά σόου, εμφανίσεις στο Λας Βέγκας – όλα αυτά ήταν απλώς πράγματα που ο κόσμος θα πλήρωνε αδρά για να δει τον Μάρτιν να τα κάνει. Οταν βέβαια είχε τα κέφια του. Γιατί, για εκείνον, η πρόβα ήταν για τους χαζούς και εξάσκηση σήμαινε ότι νοιαζόσουν. Και όπως είχε πει ο σκηνοθέτης Βινσέντε Μινέλι που συνεργάστηκε με τον Μάρτιν σε μία από τις καλύτερες κινηματογραφικές στιγμές του δεύτερου, την ταινία «To στίγμα του κολασμένου» (Some Came Rrunning, 1958): «Ο Ντιν θα προτιμούσε πρώτα να πεθάνει από το να πιστέψει κανείς ότι νοιάζεται».
Τελικά, ίσως αυτή η αύρα τού «δε βαριέσαι» να έπαιξε ρόλο για το ότι από πάρα πολύ νωρίς το κοινό χάρισε στον Ντιν Μάρτιν μια θέση στην καρδιά του, παρότι στον χώρο της σόου μπίζνες ο τελευταίος είχε μπει με σχετική καθυστέρηση.
Το άλλο μισό του Τζέρι Λιούις
Γεννημένος στο Στούμπενιβιλ του Οχάιο στις 7 Ιουνίου του 1917, ο Ντίνο Πολ Κροτσέτι, γιος ενός κουρέα και μιας νοικοκυράς (ο πατέρας του, Γκαετάνο Αλφόνσο Κροτσέτι, ήταν ιταλός μετανάστης και η μητέρα του, Αντζελα, ιταλικής καταγωγής), παράτησε το σχολείο προτού τελειώσει το λύκειο και άρχισε να περιπλανιέται από δω κι από κει. Ηταν σκληρά χρόνια. Ο Μάρτιν έπαιξε για λίγο μποξ, δούλεψε σε πρατήριο βενζίνης, μοίρασε χαρτιά ως κρουπιέρης και όποτε είχε τη διάθεση τραγουδούσε κιόλας.
Το 1946, στα 29 του, γνωρίστηκε με τον Τζέρι Λιούις που ήταν νεότερός του κατά εννέα χρόνια. Ο Λιούις τον «ερωτεύτηκε» στιγμιαία, όπως θα έλεγε πολλά χρόνια αργότερα σε μια ρετροσπεκτίβα για τους δυο τους. Είδε στον Ντιν Μάρτιν όλα όσα δεν θα ήταν ποτέ ο ίδιος: σεξαπίλ, μάτσο στυλ, μέσα κι έξω γοητεία, μια glam προσωπικότητα απέναντι στον γκαφατζή, αδέξιο και μπουμπούνα Λιούις. Γι’ αυτό άλλωστε έγιναν το τέλειο ντουέτο. Γι’ αυτό έπαιξαν παρέα σε 16(!) ταινίες γυρισμένες σε μια περίοδο μόλις οκτώ ετών: ανάμεσά τους οι «Δυο ναύτες και ένα κορίτσι» (Sailor Βeware, 1952), «Καουμπόηδες για δέσιμο» (Pardners, 1956) και ίσως η καλύτερή τους, «Λόρδοι, λόρδα και φιλότιμο» (Artists and Models, 1955).
Και να ήταν μόνο οι ταινίες. Το ντουέτο έκανε θραύση σε κάθε ζωντανό σόου που εμφανιζόταν αλλά και στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση. Ποτέ δεν έδωσαν δεκάρα για τα προσχήματα, ο Λιούις μπορούσε να γλείψει το πρόσωπο του Μάρτιν κι εκείνος να ρίξει τη στάχτη του τσιγάρου του στο στόμα του Λιούις. Ομως ήταν μια σχέση που τελείωσε άδοξα όταν το 1956 ο Μάρτιν αποφάσισε να κάνει σόλο καριέρα και να σπάσει το ντουέτο. Ακόμα και το γεγονός ότι την έκανε αυτή την καριέρα φάνηκε να εντυπωσιάζει, αφού στην πορεία του με τον Τζέρι Λιούις ο δεύτερος ήταν το μυαλό της συνεργασίας και ο Μάρτιν ο… χαβαλές. Κι όμως. Ο Μάρτιν όχι απλώς βρήκε ρόλους αμέσως, αλλά τους χειριζόταν και όπως ακριβώς ήθελε ο ίδιος.
Αυτοδίδακτος και πλακατζής
To παράδοξο με τον Ντιν Μάρτιν είναι ότι η τόσο μεγάλη διάρκεια που είχε οφειλόταν στο ότι αγκάλιασε τις αντιθέσεις της σοουμπίζ και στη συνέχεια τις… απαξίωσε. Εκανε τα πρώτα βήματά του ως ένας παραδοσιακός ερμηνευτής ελαφρών τραγουδιών ο οποίος είχε μάθει (ενστικτωδώς) τους σωστούς τόνους από τον Μπινγκ Κρόσμπι. Ωστόσο, είχε επίσης μάθει πώς να «πουλάει» τον εαυτό του στη σκηνή – και πάλι ενστικτωδώς, από τον τραγουδιστή Αλ Τζόλσον, τον πρωταγωνιστή της ταινίας «Ο τραγουδιστής της τζαζ» (1927), της πρώτης με ήχο στην ιστορία του κινηματογράφου.
Κάτι στις χειρονομίες του Μάρτιν αλλά και στην όλη εικόνα του πάνω στη σκηνή, έδινε την εντύπωση ότι κατά κάποιον τρόπο παρωδούσε την ίδια την ιδέα του τραγουδιστή. Για παράδειγμα, έκλεινε τα μάτια του σαν να βρίσκεται σε υπερβολική έκσταση, άπλωνε τα χέρια του διάπλατα σε σημείο που νόμιζες ότι «τεντώνεται» και γενικώς, με το όλο παρουσιαστικό του, ήταν σαν να αδιαφορούσε, τελικά, που βρισκόταν πάνω στη σκηνή. Να όμως που όταν άνοιγε το στόμα του για να πει τραγούδια όπως το «Sway», το «You’re Νobody till Somebody Loves You» και – κυρίως – το «I Will», ο κόσμος από κάτω έλιωνε, ιδίως οι γυναίκες. «Hταν ένας ώριμος μοντερνιστής» είχαν γράψει για αυτόν, και η επισήμανση είναι πάρα πολύ σωστή. Αναρχικός, αναχρονιστής και πρωτοπόρος μαζί, ένα party animal που φορούσε σμόκιν. Κυκλοφόρησε και συμμετείχε σε περισσότερα από 100 άλμπουμ και πολλά από τα 600 τραγούδια που είπε, εκτός από το ότι τραγουδιούνται ακόμα και σήμερα, δεν έχουν σταματήσει να χρησιμοποιούνται κατά κόρον στον κινηματογράφο. Το «Κάτω από τη λάμψη του φεγγαριού» (1987) δεν θα ήταν η ίδια ταινία χωρίς το «That’s Amore». Ειδικά αυτό το τραγούδι ήταν τόσο αγαπητό παντού που όταν η ταινία των Μάρτιν – Λιούις «The Caddy» (1953) παίχτηκε στη χώρα μας, η διανομή το «βάφτισε»… «That’s Amore»!
O «Αμερικανός» Bond και το Rat Pack
Ως ηθοποιός ο Μάρτιν επίσης έκανε ό,τι ήθελε. Οι ρόλοι που επέλεγε ήταν κομμένοι και ραμμένοι για εκείνον και μόνο, αλκοολικοί, πλακατζήδες και πλέιμποϊ. Στη δεκαετία του 1960, την τελευταία περίοδο των μεγάλων επιτυχιών, υποδύθηκε τον ειδικό πράκτορα Ματ Χελμ – κάτι σαν απάντηση των Αμερικανών στον Τζέιμς Μποντ – σε μερικές ταινίες που σου έδιναν την αίσθηση ότι γυρίστηκαν για την πλάκα του θέματος. Ουίσκι, τσιγάρο, μπικίνι και πόζα: «Ειδικός Πράκτωρ ΚΖ-2: Επιχείρηση Στριπτίζ» (The Silencers, 1966), «Ειδική αποστολή: Επιχείρηση «Μίνι Κούκλες»» (Murderers’ Row, 1966), «Η ενέδρα (The Ambushers, 1967), «Τα μυστικά όπλα των κατασκόπων» (The Wrecking Crew, 1968). Η καλύτερη ταινία του ίσως είναι το γουέστερν «Ρίο Μπράβο» (1959) του Xάουαρντ Χοκς, καθ’ όλη τη διάρκεια της οποίας κοιτάζει με βουλιμία το μπουκάλι με το ουίσκι λες και θέλει να το καταπιεί όπως είναι. Ενας πολύ παράξενος ρόλος, μία από τις καλύτερες αποτυπώσεις του αλκοολισμού στη μεγάλη οθόνη, σου προκαλεί ταυτοχρόνως ευθυμία αλλά και συμπόνια.
Στην ίδια δεκαετία, μια νέα συνεργασία τον έκανε ακόμα πιο δημοφιλή από όσο ήδη ήταν. Εγινε ένα από τα μέλη της περίφημης παρέας «The Rat Pack», μαζί με τον Φρανκ Σινάτρα, τον Σάμι Ντέιβις Τζούνιορ, τον Πίτερ Λόφορντ, τον Τζόι Μπίσοπ. Ηταν η παρέα της κλασικής αστυνομικής κωμωδίας «Η συμμορία των 11» (Ocean’s 11, 1960), η οποία έγινε γνωστή και στις επόμενες γενιές μέσα από το ριμέικ που ακολούθησε 41 χρόνια αργότερα, με αρκετές συνέχειες. Ενα ενδιαφέρον trivia που υπάρχει σε εκείνη την ταινία και δείχνει πόσο αυτοσαρκαστικός μπορούσε να γίνει ο Μάρτιν είναι η σκηνή στην οποία η Σίρλεϊ Μακ Λέιν τον αποκαλεί Ρίκι Νέλσον. Ο Mάρτιν απαντά «Hμουν κάποτε ο Ρίκι Νέλσον αλλά τώρα είμαι ο Πέρι Κόμο». Στην πραγματικότητα, όταν ο Μάρτιν έκανε τα πρώτα βήματα της καριέρας του στο τραγούδι, οι μουσικοκριτικοί συνήθιζαν να τον αποκαλούν «παρωδία του Πέρι Κόμο». Η φιλία του πάντως με τον Σινάτρα έχει γράψει τη δική της ιστορία. Oταν ο Μάρτιν πέθανε το 1995, ο Σινάτρα είπε: «Ο Ντιν ήταν αδελφός μου, όχι εξ αίματος αλλά από επιλογή μου».
Για τον βιογράφο του Ντιν Μάρτιν, τον Νικ Τόσες, ο Μάρτιν ήταν ένας ηρωικός νιχιλιστής: αντί να δει την ανθρωπότητα περικυκλωμένη από το κενό, προτιμούσε να βρίσκει το κενό μέσα του και αυτό το κενό έγινε, τελικά, το σπίτι του. Οταν μετακόμισε στον αμερικανικό Νότο έχοντας πια απομακρυνθεί από τη σόου μπίζνες, έπαιρνε συχνά το άλογό του και πορευόταν προς ένα μέρος ονόματι Νογκάλες. «Ή πορευόταν προς το πουθενά», όπως έγραψε ο κριτικός κινηματογράφου Ρίτσαρντ Κόρλις όταν ο Μάρτιν πέθανε. «Ισως το πουθενά να ήταν ο προορισμός που είχε επιλέξει».
Σίγουρα πάντως τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Ντιν Μάρτιν δεν τα πέρασε καλά. Ο γιος του, Ντιν Πολ, ένα από τα οκτώ παιδιά του από τρεις διαφορετικούς γάμους, σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα το 1987 και αυτή ήταν η αρχή του τέλους για τον τραγικό πατέρα, o οποίος κλείστηκε στον εαυτό του και απομακρύνθηκε από τους πάντες. Πέθανε μόνος, χριστουγεννιάτικα και σπίτι του, με μια νοσοκόμα στο πλάι του. Ομως ακόμα και εδώ βλέπεις μια αίσθηση του χιούμορ. Το τελευταίο «ποτό» του ήταν ένα ποτήρι νερό…

