Η πρόσφατη υπόθεση με την καθαρίστρια που πλαστογράφησε το απολυτήριο του Δημοτικού και καταδικάστηκε σε 10 χρόνια φυλακή συγκλόνισε το πανελλήνιο. Η γενική κατακραυγή για μια άδικη και σκληρή απόφαση οδήγησε τη Δικαιοσύνη να αποφασίσει την απαλλαγή της. Ο δικαστής όμως, όταν εξέτασε πρωτοδίκως την υπόθεσή της, δεν είχε άλλη επιλογή εκτός από την καταδίκη της καθαρίστριας. Δίκασε βάσει του νόμου 1608 περί καταχραστών του Δημοσίου που προβλέπει την εξοντωτική αυτή ποινή ως την ελάχιστη.

Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, η Ελληνική Εταιρεία Ποινικού Δικαίου, η Ενωση Ελλήνων Ποινικολόγων και η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων ενώνουν τις φωνές τους και ζητούν άμεση κατάργηση του νόμου 1608 και εκσυγχρονισμό του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Ολοι συμφωνούν πως ήρθε πλέον η ώρα να αρθεί ο νόμος 1608. Νόμος που ψηφίστηκε στα τέλη του 1950. Η τότε κυβέρνηση νομοθέτησε ότι η διασπάθιση του δημόσιου χρήματος τιμωρείται με ισόβια, εξισώνοντάς της με τον φόνο.

Τα χρόνια πέρασαν και όσο μεγάλωνε το Δημόσιο, τόσο περισσότεροι έχαναν το δίκιο τους στον Ν. 1608. Παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο δεν καταπολεμήθηκε η διαφθορά, αλλά εκατοντάδες πολίτες κινδύνευαν να κατηγορηθούν για απιστία στο Δημόσιο απλά και μόνο γιατί έτυχε να βρεθούν στο διοικητικό συμβούλιο ενός ΝΠΔΔ. Δεν είναι τυχαίο ότι το διοικητικό συμβούλιο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, όταν συνειδητοποίησε ότι κινδύνευε να κατηγορηθεί υπό την απειλή ακόμα και ισοβίων, παραιτήθηκε σχεδόν ολόκληρο, και ιδιαίτερα οι ξένοι.

Αφού όμως όλα αυτά τα χρόνια όλοι συμφωνούσαν ότι ο νόμος είναι αναχρονιστικός, γιατί  δεν άλλαζε; Διότι όλοι φοβούνταν το πολιτικό κόστος. Οταν δεν φροντίζεις να δημιουργήσεις τους κατάλληλους εκείνους ελεγκτικούς μηχανισμούς για να πατάξεις τη διαφθορά, γιατί να πειράξεις έναν νόμο που τύποις και μόνο την τιμωρεί; Οταν η πολιτική ζωή ελέγχεται από το λαϊκό αίσθημα και τα πρωτοσέλιδα, ποιος πολιτικός θα έπαιρνε την ευθύνη να εκλογικεύσει ποινές για τους κατηγορουμένους για διασπάθιση του δημοσίου χρήματος;

Μέχρι που ήρθε στην επικαιρότητα η καταδίκη της καθαρίστριας για να ανοίξει πάλι η συζήτηση. Η συζήτηση για να αλλάξει επιτέλους ο νόμος που «ταιριάζει» μόνο σε ένα εκδικητικό κράτος δικαίου.