Πριν από δύο χρόνια το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος είχε ενσπείρει πανικό στην Ευρωπαϊκή Ενωση, που φοβόταν ότι είναι η αρχή για να ξηλωθεί όλο το οικοδόμημα. Οχι πλέον όμως: Ο πανικός έχει μετοικήσει βορείως της Μάγχης, με τη βρετανική κυβέρνηση να εκλιπαρεί εναλλάξ τους βουλευτές της να μην την ανατρέψουν άμεσα, τους υπουργούς της να μείνουν λίγο ακόμα, τη Μέρκελ να πει μια καλή κουβέντα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και την Κομισιόν να δεχθεί μερικές βολικές υποσημειώσεις στο συμφωνημένο σχέδιο εξόδου. Ο Τσόρτσιλ θα στριφογυρίζει πολλές φορές στον τάφο του, ενώ ο Ντε Γκωλ θα του ανεμίζει τη ρομφαία ως ο αρχάγγελος που εκδιώκει τους πρωτόπλαστους.

Διαψεύδοντας τους πρόθυμους επικριτές της, η Ευρωπαϊκή Ενωση επέδειξε άριστο συντονισμό και εντυπωσιακή ομοψυχία, με αποτέλεσμα να επιβάλει τους όρους της και να επικρατήσει κατά κράτος στις διαπραγματεύσεις εξόδου. Αντίθετα, η βρετανική πλευρά κινήθηκε με την υπεροψία της παλιάς κοσμοκράτειρας, αλλά χωρίς αίσθηση του σημερινού συσχετισμού δυνάμεων, και σε καμία στιγμή δεν κατάφερε να κάμψει την ευρωπαϊκή στάση. Με τον τρόπο αυτόν η ΕΕ όχι μόνο περιόρισε τις επιπτώσεις της βρετανικής αποχώρησης στο ελάχιστο δυνατό, αλλά επίσης διεμήνυσε και το κόστος που θα έχουν τυχόν παρόμοιες εμπνεύσεις άλλων κρατών. Είναι ενδιαφέρον ότι ακόμα και οι πιο φανατικοί ευρω-σκεπτικιστές, από τη Λεπέν ως τον Σαλβίνι και από τον Ορμπαν έως τα διάφορα αριστερά γκρουπούσκουλα που αρχικά πανηγύρισαν με την απόφαση του Brexit, τώρα δεν λένε κουβέντα αν θα τολμήσουν να το προτείνουν και για τις δικές τους χώρες.

Μετά τη σαρωτική νίκη της στο Brexit, η ΕΕ θα μπορούσε πλέον να αφοσιωθεί στους δύο πυλώνες ενοποίησης: Πρώτον, στην οικονομική διακυβέρνηση της ευρωζώνης με το Δημοσιονομικό Σύμφωνο που επίμονα προωθεί η Γερμανία και, δεύτερον, στην πολιτική και γεωπολιτική ολοκλήρωση που επιδιώκει η Γαλλία, ιδίως τώρα που μετά τη βρετανική αποχώρηση είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη στρατιωτική ισχύ και πλέον η μοναδική με πυρηνικό οπλοστάσιο στην Ενωση.

Ομως και οι δύο χώρες βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα κύμα διαμαρτυρίας των μικρομεσαίων στρωμάτων που είτε στρέφονται εναντίον της μετανάστευσης όπως στη Γερμανία, είτε στα μέτρα που πλήττουν το βιοτικό τους επίπεδο όπως στη Γαλλία, είτε και ενάντια και στα δύο όπως στην Ιταλία.

1. Οικονομική ολοκλήρωση και αμοιβαιοποίηση κινδύνων

Ας ξεκινήσουμε με την οικονομία. Η οδυνηρή εμπειρία των μνημονίων λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης που επιβλήθηκαν μετά την κρίση του 2010 σε χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας κάνει την κοινή γνώμη των πιο ευάλωτων χωρών να θεωρούν τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες ως εργαλεία διαρκούς επιβολής μιας γερμανικής κηδεμονίας και όχι σαν απαραίτητες προϋποθέσεις για την ευρωστία της οικονομίας τους και τη διαφύλαξη του δικού τους εισοδήματος.

Η μαγική λέξη που λείπει από τον σχεδιασμό της οικονομικής ολοκλήρωσης και προκαλεί τις φοβίες των πολιτών είναι η αμοιβαιοποίηση οφέλους και βαρών. Η εφαρμογή ενιαίων δημοσιονομικών κανόνων δεν θα κάνει ποτέ συμπαθή στον ευρωπαϊκό Νότο την ιδέα της οικονομικής ολοκλήρωση της ευρωζώνης, εκτός αν συμπεριλάβει μηχανισμούς ασφάλειας των τραπεζικών καταθέσεων, ώστε να μην απειλούνται οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών, και ανάληψης μέρους του δημόσιου χρέους κάθε χώρας σε περιπτώσεις κρίσεων, ώστε να μην κινδυνεύουν οι εργαζόμενοι από νέα εκτεταμένη λιτότητα και μειώσεις μισθών.

Οι μηχανισμοί αμοιβαιοποίησης δεν έχουν ως προϋπόθεση τη δημιουργία μιας δημοσιονομικής ένωσης με κοινή φορολογία και ενιαίο προϋπολογισμό, πράγμα που είναι και θα παραμείνει ανέφικτο σε συνθήκες χωριστής κρατικής υπόστασης των μελών της ευρωζώνης. Μπορούν να είναι κεντρικοί θεσμοί, όπως η ΕΚΤ, που χρηματοδοτούνται αναλογικά από τα κράτη-μέλη και ενεργοποιούνται σε περίπτωση ανάγκης, έτσι ώστε να μετριάζουν το κόστος σε μια πληττόμενη χώρα. Εννοείται ότι η ύπαρξή τους θα συνοδεύεται από πλαίσιο κανόνων και εποπτείας – πάλι όπως γίνεται με την ΕΚΤ -, ώστε η καταφυγή σε αυτούς να μη γίνεται εξαιτίας ανεύθυνης εσωτερικής πολιτικής ενός κράτους, αλλά όταν δοκιμάζεται από μια ισχυρή εξωτερική απειλή.

2. Πολιτική ολοκλήρωση και μετανάστευση

Οι αντιθέσεις στην πολιτική ολοκλήρωση πηγάζουν από τον φόβο απώλειας της εθνικής ή τοπικής ταυτότητας και την αντικατάστασή της από ένα νέο πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης που ταιριάζει στις απρόσωπες και χωρίς ιστορικό βάθος απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης. Η έξαρση της μετανάστευσης την τελευταία πενταετία καθώς και η ταχεία διάδοση των κινημάτων δικαιωματισμού σε όλες τις χώρες τροφοδότησαν έντονα αυτούς τους φόβους και γέννησαν δυναμικές πολιτικές αντιδράσεις, κυρίως στον συντηρητικό χώρο της παραδοσιακής Δεξιάς, αλλά και στην Κεντροαριστερά, όπως συμβαίνει στη Σουηδία, στο Βέλγιο και στη Γερμανία.

Η ρύθμιση των μεταναστευτικών ροών είναι τη στιγμή αυτή το πιο ακανθώδες και διχαστικό θέμα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Είναι προφανές ότι η Ενωση ούτε τα σύνορά της πρέπει να σφραγίσει, όπως απαιτούν οι ξενοφοβικές ομάδες, αλλά ούτε και να τα αφήσει διάπλατα και ανεξέλεγκτα, όπως θα επιθυμούσαν διάφορα κινήματα, χωρίς συνήθως να έχουν όμως και καμιά ευθύνη για τη διαχείριση της κατάστασης που προκύπτει.

Η Ευρωπαϊκή Ενωση πρέπει να διαμορφώσει μια διπλή μεταναστευτική πολιτική: μια μεταβατικού χαρακτήρα για να ανταποκριθεί στις ανθρωπιστικές κρίσεις που προκύπτουν συχνά εξαιτίας και της δικής της ανάμειξης (όπως για παράδειγμα στη Συρία) και η οποία θα είναι στοχευμένη τόσο στη διάρκειά της όσο και στα κράτη-αποστολείς. Κριτήριο θα είναι η ασφάλεια των δοκιμαζόμενων πολιτών, η γρήγορη ειρήνευση των εμπόλεμων περιοχών και η οικονομική τους ανασυγκρότηση με διεθνή κεφάλαια για να γίνει εφικτή η επιστροφή των προσφύγων. Χρειάζεται επίσης και μια άλλη πολιτική μόνιμου χαρακτήρα που δέχεται μετανάστες με βάση τις δημογραφικές, οικονομικές και παραγωγικές προοπτικές της κάθε χώρας. Η διάρκειά της είναι μόνιμη και κριτήριο εφαρμογής της είναι η ταχύτερη κοινωνική ενσωμάτωση και ισοπολιτεία των μεταναστών, χωρίς θύλακες διακρίσεων και εκμετάλλευσης.

Υπάρχει και σε αυτόν τον τομέα η μαγική λέξη της αμοιβαιοποίησης οφέλους και βαρών: Η εφαρμογή της προστασίας προσφύγων και υποδοχής μεταναστών οφείλει να είναι ενιαία με ποσοστώσεις για όλα τα κράτη-μέλη και θα έχει έναν κεντρικό μηχανισμό εποπτείας και χρηματοδότησης. Μόνο έτσι μπορεί να υπερνικηθεί η φοβία για τις ανεξέλεγκτες ροές που επικρατεί στις χώρες εισόδου του ευρωπαϊκού Νότου, αλλά και να ηττηθεί η αντίδραση των χωρών του ευρωπαϊκού Βορρά που θέλουν να μείνουν μεταναστευτικά απροσπέλαστες σε βάρος των άλλων.

Τελικά, η επικράτηση της ΕΕ στις διαπραγματεύσεις του Brexit μόνο έτσι θα μπορέσει να δικαιωθεί μακροπρόθεσμα. Αποδεικνύοντας ότι τις δυσκολίες του κοινού νομίσματος και τις πιέσεις του μεταναστευτικού κύματος δεν τις γλιτώνεις εγκαταλείποντας το πλοίο, αλλά υπερνικώντας τις προκλήσεις με ιστορική διορατικότητα, εσωτερική αλληλεγγύη και περισσότερη αμοιβαιότητα. Δεν έλειψαν εντελώς όλα αυτά από την Ευρωπαϊκή Ενωση τις προηγούμενες δεκαετίες, απλώς τώρα πρέπει να δείξει ότι μπορεί να τα πετύχει όλα μαζί σε χρόνο-ρεκόρ, πριν από τις ερχόμενες ευρωεκλογές.

Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο.