«Η Αμερική εξέρχεται από τις ενδιάμεσες εκλογές για το Κογκρέσο όπως προσήλθε σε αυτές: μια έντονα πολωμένη χώρα που παραμένει αγκιστρωμένη σε ένα στενό τμήμα του πολιτικού φάσματος, αρκετά δυσαρεστημένη με τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν και απρόθυμη ωστόσο να στραφεί στη διχαστική πολιτική του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, μια πολιτική που εκκινεί από την πικρία». Αυτό σημείωναν οι «New York Times» την επομένη των ενδιάμεσων εκλογών της περασμένης Τρίτης. Η διαπίστωση δεν θα μπορούσε να είναι πιο εύστοχη: τα αποτελέσματα των εκλογών καταδεικνύουν ακριβώς αυτό, ότι ο νικητής είναι η πόλωση – και όχι το «κόκκινο κύμα».

Με βάση τα μέχρι το βράδυ της Παρασκευής εκλογικά αποτελέσματα, οι Ρεπουμπλικανοί, με 211 βουλευτές, έναντι 195 των Δημοκρατικών (επί συνόλου 435 εδρών), φαίνεται ότι ανακτούν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων. Στην απερχόμενη Βουλή, η ισορροπία ήταν 222-213 υπέρ των Δημοκρατικών. Στη Γερουσία, η αναμέτρηση θα κριθεί στο νήμα: επί συνόλου 100 εδρών, οι Δημοκρατικοί εξασφάλισαν 48 έδρες, οι Ρεπουμπλικανοί 49, ενώ αναμένονται τα αποτελέσματα στη Νεβάδα, στην Αριζόνα και στην Τζόρτζια. Μέχρι το βράδυ της Παρασκευής, στη Νεβάδα, με καταμετρημένο το 90% των ψήφων, ο Ρεπουμπλικανός Ανταμ Λάξαλτ προηγείτο με ποσοστό 49% έναντι 48% της Δημοκρατικής Κάθριν Κορτέζ Μάστο. Στην Αριζόνα, με καταμετρημένο το 82% των ψήφων, ο Δημοκρατικός Μαρκ Κέλι προηγείτο με 52% έναντι 46% του Ρεπουμπλικανού Μπλέικ Μάστερς. Στην Τζόρτζια, δεδομένου ότι κανείς εκ των δύο υποψηφίων δεν απέσπασε ποσοστό άνω του 50% θα διεξαχθεί δεύτερος γύρος εκλογών στις 6 Δεκεμβρίου.

Τα προσωρινά αποτελέσματα στη Νεβάδα και στην Αριζόνα αναπτέρωσαν τις ελπίδες των Δημοκρατικών, δεδομένου ότι το κόμμα που θα κερδίσει τις εκλογές και στην Αριζόνα και στη Νεβάδα, εξασφαλίζει αυτομάτως τον έλεγχο της Γερουσίας. Αν ωστόσο οι Ρεπουμπλικανοί ανακτήσουν τον έλεγχο και των δύο σωμάτων του Κογκρέσου, (Βουλής και Γερουσίας) τότε ο Μπάιντεν θα έχει μπροστά του μια δύσκολη διετία.

Το μήνυμα της δυσαρέσκειας

Ο αμερικανός πρόεδρος δήλωσε ότι έλαβε το μήνυμα των εκλογών, το μήνυμα της δυσαρέσκειας των πολιτών, επισημαίνοντας πάντως ότι οι Δημοκρατικοί πέτυχαν πολύ καλύτερες επιδόσεις από ό,τι προέβλεπαν τα ΜΜΕ και οι δημοσκοπήσεις. Είναι γεγονός ότι τις ΗΠΑ «δεν σάρωσε ένα κόκκινο (το χρώμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος) τσουνάμι», όπως ευελπιστούσαν οι Ρεπουμπλικανοί και ο Τραμπ, του οποίου η ανάμειξη στις εκλογές ήταν περισσότερο από έντονη (διέθεσε αρκετά εκατομμύρια δολάρια για να στηρίξει 300 υποψηφίους της επιρροής του).

Γιατί δεν υπήρξε «κόκκινο τσουνάμι»; Διότι πολλοί Ρεπουμπλικανοί υποψήφιοι ήταν ακατάλληλοι και ανεπαρκείς – κάτι που είχε επισημάνει προεκλογικά και ο Μιτς Μίτσελ, επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Μεχμέτ Οζ, τουρκικής καταγωγής και διπλής υπηκοότητας (αμερικανικής και τουρκικής) γιατρός «τηλεαστέρας», ο οποίος ηττήθηκε στην Πενσιλβάνια από τον Δημοκρατικό, αναπληρωτή κυβερνήτη της Πολιτείας, Τζον Φέτερμαν. Η ήττα του Οζ αφορά και την Ελλάδα, καθώς ο εκατομμυριούχος γιατρός δεν έκρυψε τη στενή του σχέση με τον Ταγίπ Ερντογάν. Αντιθέτως ο Φέτερμαν έχει δεσμευθεί ότι θα δώσει μάχη για τη θρησκευτική ελευθερία στην Τουρκία, μάχη που περιλαμβάνει και την αναγνώριση της Ορθοδοξίας, ενώ έπλεξε και το εγκώμιο του Πατριάρχη Βαρθολομαίου.

Οι Δημοκρατικοί «άντεξαν»

Παρά τις προσπάθειές του να αναδείξει πολλούς «δικούς» του υποψηφίους, ο Τραμπ δεν τα κατάφερε. Πολλοί Ρεπουμπλικανοί τον επικρίνουν πλέον δημόσια, θεωρώντας τον υπεύθυνο για την ήττα του κόμματος στις ενδιάμεσες εκλογές του 2018, στις προεδρικές εκλογές του 2020 και την κάτω του αναμενομένου επίδοση στις εφετινές ενδιάμεσες εκλογές. Μετά, μάλιστα, τον θρίαμβο του Ρον ΝτεΣάντις, κυβερνήτη της Φλόριδας που επανεξελέγη με 59,4%, ο οποίος φέρεται ότι θα διεκδικήσει το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών για την προεδρία το 2024, με ατζέντα πιο δεξιά από του Τραμπ, οι σύμβουλοι του πρώην προέδρου τον πιέζουν να μην ανακοινώσει την υποψηφιότητά του για τις εκλογές του 2024, την ερχόμενη εβδομάδα, όπως σκόπευε. Οχι τουλάχιστον μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο στη Γερουσία.

Με δεδομένο το εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό δημοτικότητας του Μπάιντεν (42%) και τον πληθωρισμό στο 8,5%, στο υψηλότερο επίπεδο τεσσαρακονταετίας, οι Δημοκρατικοί «άντεξαν». Το γεγονός εξηγείται, σύμφωνα με τον αμερικανικό Τύπο και τον γαλλικό «Monde», από το ότι η κατάργηση του νόμου για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων σε ομοσπονδιακό επίπεδο, από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, λειτούργησε ως «ηλεκτροσόκ» για πολλούς ψηφοφόρους, πρωτίστως γυναίκες. Επιπλέον, κλείνοντας το μάτι στην αριστερή πτέρυγα του κόμματος και τους νέους, ο Μπάιντεν ανακοίνωσε, τον Σεπτέμβριο, μέτρο για τη διαγραφή των φοιτητικών δανείων, ένα μέτρο που αφορά 43 εκατομμύρια ανθρώπους.

Πόλεμος χαρακωμάτων

Το Δημοκρατικό Κόμμα όμως δεν έχει περιθώριο να εφησυχάσει. Οπως σημείωσε ο Ντέιβιντ Σμιθ, ανταποκριτής του «Guardian» στην Ουάσιγκτον, «όπως και το 2020, τα αποτελέσματα των εφετινών ενδιάμεσων εκλογών δεν θα απαλείψουν την πολιτική δυσλειτουργία στην Αμερική. Τα πράγματα περιπλέκονται και πόρρω απέχουν από το να συμβάλουν στην εθνική ενότητα». Ανεξαρτήτως των τελικών αποτελεσμάτων για τη Γερουσία, τα οποία θα κρίνει ίσως ο δεύτερος γύρος των εκλογών στην Τζόρτζια (όπου ο εκλεκτός του Τραμπ, ο Αφροαμερικανός Χέρσελ Γουόκερ, πρώην άσος του ποδοσφαίρου, διαπρύσιος κήρυκας κατά των αμβλώσεων τον οποίο δύο γυναίκες καταγγέλλουν ότι τις ανάγκασε να προχωρήσουν σε άμβλωση, θα αναμετρηθεί με τον Δημοκρατικό πάστορα Ράφαελ Γουόρνοκ), η Αμερική εισέρχεται σε μια εποχή «συγκατοίκησης» ενός Δημοκρατικού προέδρου και ενός πιθανότατα Ρεπουμπλικανικού Κογκρέσου και σε μια διετία «πολέμου χαρακωμάτων».

Η «πικρία» του Τραμπ

Και θα είναι «πόλεμος χαρακωμάτων» διότι «η διαβρωτική επιρροή του Τραμπ στην αμερικανική δημοκρατία», όπως την περιέγραψε ο Ντέιβιντ Ρέμνικ, διευθυντής του «Νew Yorker», εξακολουθεί να υφίσταται. Διακόσιοι από τους νεοεκλεγέντες Ρεπουμπλικανούς αμφισβητούν τα αποτελέσματα των εκλογών του 2020 όπως ο Τραμπ (που πυροδότησε την εισβολή στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021), αν δεν τα απορρίπτουν ευθέως. Οι Ρεπουμπλικανοί σύρονται στον τραμπισμό, στοιχείο του οποίου είναι η πικρία του Τραμπ «επειδή του έκλεψαν την εξουσία». Και όπως σημείωσε ο αρθρογράφος του «Αtlantic» Τομ Νίκολς, «η πικρία πουλάει». Η «πικρία» υποδαυλίζει την πόλωση, την οποία καλλιεργεί το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Αν σε αυτή προστεθεί και η στάση του Ιλον Μασκ, νέου ιδιοκτήτη του Twitter, υπέρ των Ρεπουμπλικανών, οι Δημοκρατικοί θα πρέπει να μοχθήσουν για να μην επικρατήσει χάος στο Κογκρέσο, στη χώρα και για να μη διαλυθούν οι διεθνείς συμμαχίες που ο Μπάιντεν επί δύο χρόνια προσπαθούσε να ξαναχτίσει (και να ενισχύσει εν όψει της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία) στην προσπάθειά του να πείσει τον κόσμο ότι η δημοκρατία στην Αμερική δεν κινδυνεύει.