«Να χτίζεις το μέλλον με τα χέρια σου»
Με τον «Ράφτη», πέντε χρόνια μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα από το Λονδίνο, η νεαρή σκηνοθέτρια δοκιμάζεται για πρώτη φορά σε ταινία μεγάλου μήκους
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Γεννήθηκε στην Αθήνα από γερμανό πατέρα και ελληνίδα μητέρα και σπούδασε κινηματογράφο στο London Film School. Θα μπορούσε να παραμείνει στην Αγγλία και να δουλέψει, όμως προτίμησε να επιστρέψει γιατί «εδώ είναι οι χαρακτήρες και οι ιστορίες που γνωρίζω αληθινά» όπως η Σόνια Λίζα Κέντερμαν είπε στο «Βήμα» με αφορμή τον «Ράφτη». Στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της που από την ερχόμενη Πέμπτη θα δοκιμαστεί στις αίθουσες, ο Δημήτρης Ημελλος στον ρόλο του τίτλου αγωνίζεται με τον δικό του τρόπο να διατηρήσει ζωντανό ένα επάγγελμα που τείνει σιγά-σιγά να γίνει είδος υπό εξαφάνιση.
Ο «Ράφτης», εκτός των άλλων, μιλά για τη σύγκρουση ανάμεσα στην παράδοση και τον νεωτερισμό. Γιατί θελήσατε να καταπιαστείτε με αυτό το θέμα;
«Με ενδιέφερε πολύ ένας χαρακτήρας (Δημήτρης Ημελλος) που έχοντας ζήσει υπό τη σκιά του πατέρα του (Θανάσης Παπαγεωργίου) θέλει να απεγκλωβιστεί. Για να ξεφύγει χρειάζεται μια εξωτερική συνθήκη. Πρέπει να μείνει μόνος. Αντιλαμβάνεται ότι για να επανεφεύρει την τέχνη του πρέπει να ξεφύγει από την παράδοση, αλλά την ίδια ώρα να τη σέβεται. Η τέχνη της ραπτικής που έμαθε πάππου προς πάππου φυσικά τροφοδοτεί και τον νεωτερισμό, την αλλαγή, τη μεταμόρφωση. Η σύγκρουση αυτή είναι επίσης και πολιτικό επακόλουθο της χρόνιας οικονομικής κρίσης και της απαξίωσης των μικρών, ανεξάρτητων επιχειρήσεων. Γίνεται πλανόδιος – τροχήλατος για να επιβιώσει. Για αυτόν όμως αυτό φέρνει πάλι τη δημιουργία στη ζωή του. Σε προσωπικό επίπεδο, και εγώ όπως ο ήρωας, προσπαθώ να ξεπεράσω τις σκιές του παρελθόντος, που όμως είναι σύμφυτες με εμένα. Σύμφυτες με την ύπαρξή μας».
Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος που επιλέξατε το επάγγελμα του ράφτη;
«Ενας ράφτης δημιουργεί με απόλυτη λεπτομέρεια και χρειάζεται άπλετο χρόνο και ησυχία. Ενα κουστούμι μπορεί να αγοραστεί σε 30 λεπτά, αλλά για να ραφτεί πάνω στον πελάτη θέλει εβδομάδες. Αυτό κάνει την τέχνη να μοιάζει παλιάς εποχής. Δεν θέλει βιασύνη και αναζητεί τη μοναδικότητα, δύο χαρακτηριστικά που δεν συνάδουν με την εποχή μας. Ο ήρωας λειτουργεί και παράγει-δημιουργεί σε έναν άλλον χρόνο. Η ταχύτητά του είναι διαφορετική από αυτή των σύγχρονων ανθρώπων. Γι’ αυτό φαίνεται να έχει μείνει πίσω, να τον έχει ξεπεράσει η πραγματικότητα. Ζει σε έναν άλλον ρυθμό από αυτόν της καθημερινότητας του σημερινού ανθρώπου. Αυτό ίσως τον κάνει έναν ήρωα εποχής. Με γοητεύει πολύ αυτός ο κόσμος εν αντιθέσει με τον «δικό μας», τον «έξω κόσμο», όπου επιλέγουμε να μοιάζουμε με τους άλλους. Οι περισσότεροι άνθρωποι αισθάνονται πιο άνετα και πιο ασφαλείς όταν φορούν αυτό ακριβώς που φοράει ο διπλανός τους. Θέλουν να μη διαφέρουν.
Ενας ράφτης είναι επίσης χειρώνακτας. Το εργαλείο του είναι πρώτα από όλα τα χέρια του. Και ο ήρωάς μας, ως χειρώνακτας, θα πρέπει να καταφέρει να επιβιώσει και να χτίσει το μέλλον του με τα χέρια του».
Με την εμπειρία σας ως σπουδάστριας κινηματογράφου στην Αγγλία, πώς θα χαρακτηρίζατε τη δημιουργία αυτής της ταινίας στην Ελλάδα;
«Τα χρόνια στο Λονδίνο ήταν μια περίοδος απίστευτων ερεθισμάτων. Είχα την ευκαιρία να εκφραστώ χωρίς αυτοκριτική. Αυτό ίσως δεν συναντάται τόσο στην Ελλάδα. Σε ό,τι αφορά όμως την υλοποίηση της ταινίας, στην Αγγλία θα ήταν ακόμα πιο χρονοβόρα. Ο ανταγωνισμός είναι ασύγκριτος. Και ενδεχομένως χωρίς τόση δημιουργική ελευθερία. Δεν νομίζω ότι στην Αγγλία θα είχα δουλέψει μαζί με όλους τους υπέροχους ηθοποιούς και συνεργάτες που είχα την ευκαιρία να δουλέψω στον «Ράφτη»».
Από πλευράς δυσκολιών, πώς θα χαρακτηρίζατε τη δημιουργία της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας σας;
«Η μεγαλύτερη όλων ήταν να βρω τον τρόπο να παραμένω δημιουργική όταν όλα κινούνται τόσο αργά. Αυτό είναι μακράν πιο δύσκολο και από τις οικονομικές δυσκολίες. Οπότε, έμαθα – ή μάλλον αναγκάστηκα – να είμαι υπομονετική και επίμονη».
Ως νέα δημιουργός, πώς θα χαρακτηρίζατε την κατάσταση που επικρατεί στον ελληνικό κινηματογραφικό χώρο αυτή την εποχή;
«Εκτός κορωνοϊού, που φυσικά πήγε πολλά πράγματα πίσω, είναι για μία ακόμα φορά μια μεταβατική περίοδος. Νομίζω ότι από όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, πριν από πέντε χρόνια, έχω ζήσει τέσσερις μεταβάσεις. Είναι αδύνατον να κρίνω τι θα επιφέρουν οι τελευταίες εξελίξεις. Διαφαίνονται αισιόδοξες οι αλλαγές στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, αλλά αυτό δεν είναι η πρώτη φορά. Τις τελευταίες όμως χρονιές, και μέσα σε αυτές μετράω και τη δική μου φουρνιά, χρηματοδοτούνται πολλές ταινίες νέων σκηνοθετών. Και αυτό είναι ξεκάθαρα αισιόδοξο».
Πιστεύετε ότι ο χώρος σας βρήκε τη στήριξη που του άξιζε μέσα στην πανδημία;
«Ο πολιτισμός γενικά δεν πιστεύω ότι βρίσκει τη στήριξη που του αξίζει. Αλλωστε είναι από τους ολοκληρωτικά πληγέντες της πανδημίας. Τόσο παράδοξο για μια χώρα που στηρίζεται τόσο πολύ στον αρχαίο πολιτισμό της και γαλουχεί γενιές πάνω σε αυτόν, στηρίζει τον τουρισμό της και την ταυτότητά της σε αυτόν, να μην ενθαρρύνει τη δημιουργία στο τώρα. Ο,τι θαυμάζουμε από το παρελθόν είναι, ως επί το πλείστον, δημιουργίες τέχνης. Η τέχνη αποτυπώνει ό,τι ανθρώπινο πέρασε από έναν τόπο. Ενα κράτος που δεν στηρίζει τον πολιτισμό είναι επικίνδυνο».
Κατά πόσο πιστεύετε ότι η νόσος COVID-19 θα επηρεάσει τα κινηματογραφικά πράγματα στην Ελλάδα;
«Δεν ξέρουμε πόσοι κινηματογράφοι θα έχουν επιβιώσει μέχρι το τέλος της πανδημίας. Ηδη κάποιοι θερινοί δεν άνοιξαν και κάποιοι για δεύτερη συνεχή χρονιά. Αναρωτιέμαι στην κοινωνία της συσκευής και της κατά μόνας τεχνολογίας που ζούμε, πόσο ακόμα περισσότερο θα κλειστούμε στα σπίτια μας και θα συνηθίσουμε ακόμα περισσότερο να βλέπουμε ταινίες από την τηλεόραση; Η εμπειρία της συν-θέασης μια ταινίας είναι μέρος της κινηματογραφικής εμπειρίας. Είναι μια κοινωνική εμπειρία που τώρα γίνεται ατομική. Επίσης, η μεγάλη οθόνη δημιουργεί μεγάλα συναισθήματα».
Ο «Ράφτης» θα προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη 3 Ιουνίου σε διανομή Tanweer.

