«Nα κρατήσουμε τη σπίθα ζωντανή»
Η καταξιωμένη πρωταγωνίστρια μιλάει για τις γεμάτες δυσκολία ημέρες που διανύουμε, την ανάγκη να παραμείνουμε δημιουργικοί και τη σχέση της με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Συναντηθήκαμε την Πέμπτη 5 Νοεμβρίου λίγες ώρες μετά το διάγγελμα του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και την επιβολή καθολικού lockdown. Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη μοιάζει μουδιασμένη. «Αυτό που προέχει αυτή τη στιγμή είναι να μην αντικρίσουμε εικόνες Ιταλίας. Και μόνο η σκέψη μού φέρνει απελπισία» είναι μία από τις πρώτες κουβέντες της. Σε λίγες ώρες έχει πρόβα για την παράσταση «Το μινόρε της αυγής» που θα ανέβει, κορωνοϊού επιτρέποντος, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά. «Δεν γνωρίζω αν οι πρόβες θα συνεχιστούν» λέει. «Περιμένουμε και εμείς να δούμε σε ποιο καθεστώς εμπίπτουμε. Σκεφτόμουν ότι στο προηγούμενο lockdown σταματούσα μια παράσταση λίγο πριν από το τέλος της, τώρα παγώνει κάτι ενώ ακόμα κυοφορείται, και αυτό πονά πιο πολύ. Ξέρετε, το θέατρο προέκυψε και ως τελετουργία, ως μια συνεύρεση ανθρώπων γύρω από μια φωτιά με την ανάγκη να πουν μια ιστορία, να μοιραστούν χαρές και φόβους και έτσι να νιώθουν λιγότερο μόνοι. Τώρα όμως προέχει η επιβίωση, γιατί μιλάμε για μια κατάσταση δραματική. Ωστε να μαζευτούμε ξανά γύρω από τη φωτιά. Και η πολιτεία οφείλει να κρατήσει τη σπίθα ζωντανή με τη στήριξή της. Εμείς είμαστε εδώ. Με ζεστή καρδιά και καινοτόμες ιδέες».
Χαμογελά. «Τις προηγούμενες ημέρες πηγαίναμε στην πρόβα με τους συναδέλφους και λέγαμε «τι ωραία δουλειά που κάνουμε». Aυτή η δίνη στην οποία βρίσκεται ο χώρoς μας ίσως είναι μια ευκαιρία να διεκδικήσουμε πράγματα για τη δουλειά μας. Να μην είναι τόσο ευάλωτη και υποτιμημένη, να την τοποθετήσουμε στη σωστή της βάση, αυτή της αναγκαιότητας και όχι της πολυτέλειας. Προσωπικά με ενόχλησε να ακούω έναν πρωθυπουργό στο προηγούμενο διάγγελμά του να εξισώνει τα θέατρα με τα νυχτερινά κέντρα και να τα τοποθετεί στον ίδιο ντορβά ως «εστίες που διαπιστωμένα ευνοούν τη μετάδοση του ιού». Είναι ψευδές. Τα θέατρα το καλοκαίρι δεν έδωσαν ούτε ένα κρούσμα. Οπως μας έλεγε και ο Βασίλης Παπαβασιλείου τον Ιούλιο στις πρόβες για την παράσταση «Αθηναίων Πολιτεία», το θέατρο είναι άκρως μεταδοτικό. Μεταδοτικό ως προς το συναίσθημα, τον παλμό».
«Το μινόρε της αυγής»
Επιστρέφουμε στο «Μινόρε της αυγής». Η παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά είναι βασισμένη στην ομώνυμη θρυλική τηλεοπτική σειρά της ΕΡΤ. Πρόκειται για μια ιστορία που μας μεταφέρει στα σκοτάδια και τους καπνούς του Πειραιά του ’30, πλημμυρισμένη με τα τραγούδια του ρεμπέτικου, τους καημούς και τα πάθη των ανθρώπων του. Τη σειρά δεν την είχε παρακολουθήσει. «Ημουν πιτσιρίκι όταν παιζόταν. Ενεκα της παράστασης είδα τα 10 πρώτα επεισόδια. Και τη βρήκα τόσο ατμοσφαιρική, τόσο ουσιαστική, τόσο σύγχρονη» λέει.
Εντυπωσιάστηκε από τις ερμηνείες όλων. «Μα όλων: του Καφετζόπουλου, του Καταλειφού, του Περλέγκα, της Μπαζάκα, του Σοφιανού. Και είπα μέσα μου «σταμάτα τώρα στα δέκα επεισόδια γιατί θα αρχίσεις να αντιγράφεις πράγματα ερήμην σου στην παράσταση και δεν πρέπει»».
Ποια είναι όμως η δική της σχέση με το ρεμπέτικο; «Δεν γνώριζα ονόματα, ανθρώπους, την ιστορία του. Τώρα μαθαίνω για αυτή την πρωτοπορία που ζυμώθηκε μέσα στο περιθώριο, στον αποκλεισμό. Ημουν μια τουρίστρια του είδους. Δηλαδή μου άρεσε να πηγαίνω, να ακούω. Για παράδειγμα, κάθε φορά που έπαιζε η Λένα Κιτσοπούλου έτρεχα».
Πριν από λίγες ημέρες πραγματοποιήθηκε η φωτογράφιση της παράστασης. «Bάλαμε τα ρούχα εκείνης της εποχής. Βρέθηκα ανάμεσα στα μπουζούκια, στα μπαγλαμαδάκια, στα ακορντεόν, στα μαντολίνα και συγκινήθηκα πολύ. Και πήγα πίσω. Στην εποχή των γυρισμάτων του φιλμ «To λιβάδι που δακρύζει» με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Και εκεί μια παρέα πλανόδιων μουσικών τη δεκαετία του ’30, με τις διώξεις του Μεταξά, πρωταγωνιστούσε. Ηταν σαν να κοιτώ τον εαυτό μου 20 χρόνια πριν».
Δίπλα στον Αγγελόπουλο
Πράγματι, μαθήτρια ακόμη του Εθνικού, τη διάλεξε ο μεγάλος ποιητής της εικόνας πρωταγωνίστρια στην ταινία του. «Τι ήταν ο Αγγελόπουλος για εμένα; Ενας αυστηρός πατέρας µε τρυφερά στοιχεία. Οση αυστηρότητα και απαιτητική διάθεση μπορεί να υπήρχε κάποιες στιγμές, αντισταθμιζόταν τελικά με μια γλυκύτητα, με μια εμπιστοσύνη και με μια παραδοχή πολύ γενναιόδωρη, που ξεπερνούσε το υπόλοιπο κομμάτι».
Διηγείται ένα χαρακτηριστικό περιστατικό. «Ημασταν στο Μεγαλοχώρι στις Σέρρες. Εκανε κρύο. Πολύ κρύο, και εμείς είχαμε μπει στο καφενείο του χωριού περιμένοντας το κατάλληλο φως για να ξεκινήσει το γύρισμα. Αυτή την Ελλάδα έδειχνε ο Αγγελόπουλος, την ξεχασμένη. Και εμείς σε αυτά τα καφενεία «κατοικοεδρεύαμε» τότε. Δεν ήταν δηλαδή ότι μετά το γύρισμα μας περίμενε κάτι ζεστό, κάτι μεταξένιο. Καθόμουν σε μια γωνία και έπινα ελληνικό καφέ. Δεν θυμάμαι. Ο Αγγελόπουλος μπορεί να μου είχε θυμώσει, εγώ να φοβόμουν, να είχα ακούσει κάποια κατσάδα. Ηταν και η πρώτη περίοδος. Καθόταν λοιπόν σε ένα τραπέζι. Είχε χαρτιά μπροστά του, έπαιρνε τηλέφωνα. Και κουβαλούσε φυσικά μαζί του το βαλιτσάκι του. Αυτό το βαλιτσάκι του δημοσίου υπαλλήλου που λέμε. Εντελώς αντίθετο με την εικόνα του. Γιατί ήταν σαν παιδί ο ίδιος. Πάντα μπερές, κασκόλ και αυτό το βαλιτσάκι. Το ανοίγει ξαφνικά και τι βλέπω; Το πάνω μέρος του ήταν μια προθήκη φωτογραφιών των παιδιών του, των τριών κοριτσιών του, της Ελένης, της Κατερίνας και της Αννας. Και εκείνη τη στιγμή συγκινήθηκα. Ενιωσα ότι πίσω από τον μύθο και το δέος που προκαλεί υπάρχει τρυφερότητα, υπάρχει η αγάπη, μια αγάπη που τη βίωσα αργότερα άπλετη από μεριάς του».
«Τα δράματα» της ζωής
Στη σκηνή λοιπόν βιώνει δράματα. Τα επιδιώκει και στη ζωή; «Ο ευσεβής μου πόθος είναι να είμαι ήρεμη» απαντά. «Αλλά υπάρχει μία σύγκρουση ανάμεσα σε αυτό που επιθυμώ και σε αυτό που εν τέλει συμβαίνει. Γιατί πάντα τελικά βρίσκομαι σε καταστάσεις λίγο δραματικές, όχι με την έννοια του τραγικού, αλλά του συγκρουσιακού και του ανικανοποίητου».
Πλέον προσπαθεί να συμφιλιωθεί με αυτό. «Προσπαθώ να το δω με χιούμορ, με συμπάθεια και αποδοχή για να λειάνω τις γωνίες του, να μη με τρομάζω τόσο. Την ίδια στιγμή είμαι μάλλον ένας εσωστρεφής άνθρωπος. Ζω σε ένα σπίτι με τις δύο γάτες και τον σκύλο μου – τη φάρμα μου, όπως λέω. Δεν βγαίνω πολύ. Θα ακουστεί περίεργο αυτό που θα πω αλλά η καραντίνα που περάσαμε – πέρα από το κομμάτι της ανησυχίας και της θλίψης για αυτό που συνέβαινε – δεν έφερε τεράστια διαφορά στη ζωή μου. Θέλω να πω δεν είμαι έξω κάθε ημέρα. Προτιμώ τους στενούς κύκλους, τις ήσυχες κουβέντες. Με κάποιον τρόπο η καραντίνα «νομιμοποίησε» τη ζωή μου, χωρίς να θέλω οι άλλοι να ζουν όπως εγώ».

