«Δεν γνωρίζω την Ελλάδα αλλά αγαπώ τους Ελληνες…». Με αυτή τη φράση και με ένα πλατύ χαμόγελο με αποχαιρέτησε η Φανί Αρντάν στο τέλος της κουβέντας μας πριν από μερικές ημέρες στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, προτού επιστρέψει στις υποχρεώσεις της σκηνοθεσίας της «Λαίδης Μάκβεθ του Μτσενσκ» του Σοστακόβιτς που ανεβάζει η Εθνική Λυρική Σκηνή. Η ντίβα του γαλλικού κινηματογράφου και του θεάτρου – η σταρ των 60 ταινιών και των 30 θεατρικών -, η «μούσα» του Τριφό, η πρωταγωνίστρια του Τζεφιρέλι και του Πολάνσκι έχει έρθει επανειλημμένως στην Αθήνα –  πάντοτε για λόγους επαγγελματικούς -, γεγονός που δεν της έχει επιτρέψει να γνωρίσει πραγματικά την πόλη.  Ωστόσο, η νέα της αυτή έλευση έχει χαρακτήρα διαφορετικό, αφού εδώ σκηνοθετεί όπερα για πρώτη φορά στην καριέρα της. Είναι τόσο αφοσιωμένη ώστε δεν έχει χρόνο για τίποτε έξω από αυτό. «Ξέρω μόνο τον δρόμο που μένω, το διαμέρισμά μου και το Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Τίποτε άλλο» λέει συγκεκριμένα. Ωστόσο, παρά το βεβαρημένο πρόγραμμα προβών, κατάφερε να παρακολουθήσει την τελευταία παράσταση της «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» στην κεντρική σκηνή της Λυρικής. «Μου άρεσε και η παράσταση και η πρωταγωνίστρια» συνεχίζει αναφερόμενη στη διεθνώς διακεκριμένη σοπράνο Χριστίνα Πουλίτση. «Η συγκίνησή της την ώρα του χειροκροτήματος με άγγιξε βαθιά. Πολύ δυνατή στιγμή». Ψηλόλιγνη, ντυμένη στα μαύρα, με τα μακριά δάχτυλά της γεμάτα επάργυρα δαχτυλίδια σε διαφορετικά σχέδια, η 70χρονη Αρντάν αποπνέει φινέτσα και καλό γούστο. Μιλάει με ένταση και πάθος, συνοδεύοντας τον έντονα θεατρικό λόγο της με χαρακτηριστικές κινήσεις. Εκ των προτέρων έχει ξεκαθαρίσει πως θέλει να μιλήσει μόνο για την όπερα, για το παρόν και το μέλλον. Η καταστροφική πυρκαγιά στη Notre Dame που προκάλεσε παγκόσμιο σοκ και συγκίνηση δεν είχε ακόμη ξεσπάσει και έτσι «βυθιστήκαμε» κατευθείαν στον κόσμο του Σοστακόβιτς.

Πώς επέλεξε άραγε το συγκεκριμένο έργο; Γιατί το προτίμησε αντί μιας γαλλικής, ας πούμε, όπερας; «Η αλήθεια είναι πως όταν ο Γιώργος Κουμεντάκης, ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Λυρικής, μου πρότεινε να σκηνοθετήσω όπερα, θεώρησα όντως ότι εννοεί έναν γαλλικό τίτλο. Συνειδητοποίησα ότι εκτός από το «Πελλέας και Μελισσάνθη» του Ντεμπισί, δεν είμαι ιδιαίτερη θαυμάστρια του γαλλικού ρεπερτορίου. Ετσι άρχισα να δουλεύω λίγο το συγκεκριμένο έργο. Οταν ξανασυζήτησα με τον Γιώργο, μου είπε ότι δεν το ήθελε. Ηταν πολύ δύσκολο. Τον ρώτησα τότε αν θα μπορούσα να διαλέξω εγώ και απάντησε θετικά. «Είσαι σίγουρος;» τον ξαναρώτησα. «Θα μπορούσα δηλαδή να σκηνοθετήσω τη ‘Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ;'». Και πάλι η απάντησή του ήταν θετική. Αρέσει και στον ίδιο το έργο».

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω