«Η φωτογραφία είναι απλώς ένα μέσο. Είναι σαν μια γραφομηχανή» είχε πει σε μια συνέντευξή του το 1991. Χάρη σε αυτό το «μέσο» ο Εζρα Στόλερ (1915-2004) κατάφερε να καταγράψει την ιστορία της αρχιτεκτονικής του μοντερνισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πήγε μάλιστα και ένα βήμα παραπέρα. Χάρη στο ιδιαίτερο ταλέντο του να αποτυπώνει με μοναδικό τρόπο τις φορμαλιστικές και χωροταξικές επιδιώξεις της μοντέρνας αρχιτεκτονικής κατέστησε πολλά από τα κτίριά της αναγνωρίσιμα χάρη στις φωτογραφίες του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πολ Γκόλντενμπεργκ, κριτικός αρχιτεκτονικής του περιοδικού «The New Yorker», είχε γράψει ότι οι φωτογραφίες του «έχουν παίξει από μόνες τους έναν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής αντίληψης για το τι είναι η μοντέρνα αρχιτεκτονική». Ή ότι ο Φίλιπ Τζόνσον (1906-2005), δημιουργός του μινιμαλιστικού και διαφανούς «Γυάλινου σπιτιού» (1949) στο Νιου Κάνααν του Κονέκτικατ, τον είχε τιμήσει δεόντως λέγοντας ότι «κανένα μοντέρνο κτίριο δεν είναι ολοκληρωμένο αν δεν είναι «Stollerized»». «Η φωτογραφία ως τέχνη δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα» είχε πει ο ίδιος. Να όμως που 14 χρόνια μετά τον θάνατό του το 2004, στο Γουιλιαμστάουν της Μασαχουσέτης, το Κέντρο Φωτογραφίας Αδελφών Λιμιέρ στη Μόσχα διοργανώνει μια μεγάλη αναδρομική και ταυτόχρονα την πρώτη έκθεση στη Ρωσία που είναι αφιερωμένη στο σπουδαίο έργο του. Με τίτλο της «Πρωτοπόροι του αμερικανικού μοντερνισμού» (έως τις 2 Δεκεμβρίου) σαρώνει τις δεκαετίες ’30-’70 προκειμένου να καταγράψει την πορεία του καταξιωμένου, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και παρά τις προσωπικές ενστάσεις του, φωτογράφου. Στο κάτω-κάτω ο Στόλερ υπήρξε ο πρώτος φωτογράφος που τιμήθηκε για το έργο του με το Μετάλλιο Αρχιτεκτονικής Φωτογραφίας του Αμερικανικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτόνων το 1961.
«Απλότητα, συμμετρία, ισορροπία. Αυτές ήταν οι αρετές της αρχιτεκτονικής του μοντερνισμού και εκείνος ήταν σε θέση να τις αναδείξει» γραφόταν στη νεκρολογία του στους «New York Times». Aλλά και να τις εντοπίσει με έναν φαινομενικά αβίαστο τρόπο. Επ’ ουδενί δεν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι περνούσε ημέρες στο υπό φωτογράφιση κτίριο, χωρίς να ακουστεί ούτε ένα «κλικ», προκειμένου να μελετήσει τον χώρο και να βρει την «απόλυτα σωστή γωνία, το απόλυτα σωστό φως» προτού τους χαρίσει την αιωνιότητα με τη μεγάλου φορμά μηχανή του και τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του. Ο Στόλερ είχε γνώση του αντικειμένου, δεδομένου ότι είχε σπουδάσει αρχιτεκτονική στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Εναν χρόνο μετά την αποφοίτησή του θα έβγαζε την πρώτη φωτογραφία που θα σηματοδοτούσε την απαρχή μιας λαμπρής καριέρας. Ηταν το Φινλανδικό Περίπτερο στην Παγκόσμια Εκθεση της Νέας Υόρκης το 1939 και το είχε σχεδιάσει ο επίσης Φινλανδός Αλβαρ Ααλτο (1898-1976). Tόσο ο αποκαλούμενος ως «ο πατέρας του μοντερνισμού των σκανδιναβικών χωρών» όσο και η dream team των ευρωπαίων αρχιτεκτόνων που είχαν πρωτοστατήσει στη διαμόρφωση νεωτεριστικών ρευμάτων θα εγκατέλειπαν οσονούπω τη φλεγόμενη από τον πόλεμο και τους ναζί Γηραιά Ηπειρο για την Αμερική των ευκαιριών και της ελευθερίας. Οι Γερμανοί Βάλτερ Γκρόπιους (1883-1969) και Λούντβιχ Μις βαν ντερ Ρόε (1886-1969) της σχολής του Bauhaus και του «less is more» ή ο Ούγγρος Μαρσέλ Μπρόιερ (1902-1981), ένας από τους πρώτους μαθητές τους θα διέσχιζαν τον Ατλαντικό μαζί με το όραμα για μια αρχιτεκτονική χωρίς περιττές διακοσμήσεις, σε πλήρη αρμονία με τη σύγχρονη, μοντέρνα εποχή. Eκεί, μαζί με τους εκπατρισμένους από τρυφερή ηλικία Εερο Σάαρινεν (1910-1961) και Λούις Καν (1901-1974), αλλά και με τον γηγενή Φρανκ Λόιντ Ράιτ (1867-1959) θα άλλαζαν τον ορίζοντα των αμερικανικών πόλεων (ή έστω ένα κομμάτι τους) για πάντα.
Ο Στόλερ ήταν πάντα παρών για να καταγράψει το αποτέλεσμα της δημιουργικής ματιάς τους. «Υπό μία έννοια, η δουλειά μου είναι ανάλογη με εκείνη ενός μουσικού ο οποίος πρέπει να ζωντανέψει μια παρτιτούρα και να παίξει το κομμάτι όσο πιο καλά μπορεί» συνήθιζε να λέει. Μελωδίες έβγαιναν λοιπόν από τις φωτογραφίες κτιρίων όπως το Fallingwater House (1935) του Φρανκ Λόιντ Ράιτ στην Πενσιλβάνια, το οποίο χτίστηκε πάνω σε έναν καταρράκτη. «Σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να κάνω ένα άσχημο κτίριο να φαίνεται ωραίο, όμως είμαι σε θέση να αποτυπώνω τα δυνατά σημεία σε μια δουλειά που τα διαθέτει εξαρχής» είχε δηλώσει. Και βέβαια οι αρχιτέκτονες στους οποίους αναφερόμαστε δεν ήταν καθόλου τυχαίοι. Για παράδειγμα, ο Ράιτ δεν δίσταζε να πειραματιστεί με αρχιτεκτονικά στυλ είτε μιλάμε για τις εξοχικές κατοικίες των αρχών του αιώνα σε Prairie style, τα πρώτα δείγματα δηλαδή «ανοιχτού σχεδιασμού» (open plan), είτε για την οργανική αρχιτεκτονική που είναι σε θέση να αγκαλιάζει τη φύση, όπως κατέστησε σαφές με την κατοικία στην Πενσιλβάνια. Η επαφή με τον αυστηρό μοντερνισμό των Γκρόπιους και Μις βαν ντερ Ρόε τον είχε αφήσει παγερά (και επιδεικτικά) αδιάφορο, κι ας θεωρείται ότι το Fallingwater House με τις έντονες οριζόντιες γραμμές, τις γεωμετρικές φόρμες και την εναρμόνιση με το περιβάλλον είχε στοιχεία συναφή με το κύμα πειραματισμού που έμεινε γνωστό ως «Διεθνές Στυλ».
Ωστόσο, από ένα σημείο και μετά, ο κανόνας ήταν ότι στους κατά βάση ορθογώνιους όγκους των συναδέλφων του ο Λόιντ Ράιτ αντέτασσε τις καμπύλες. Και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία, όταν κλήθηκε να σχεδιάσει το Μουσείο Σόλομον Ρ. Γκουγκενχάιμ στη Νέα Υόρκη το 1943, εκείνος σχεδίασε μια σπειροειδή ράμπα, σαν να πρόκειται για οστρακοειδές κέλυφος. Ο Εζρα Στόλερ βρέθηκε εκεί όταν άνοιξε το μουσείο το 1959 αλλά αντιστάθηκε στον πειρασμό να ανέβει στην κορυφή του καμπυλωτού μονοπατιού και να φωτογραφίσει τον εκθεσιακό χώρο από ψηλά. Απλώς στάθηκε στο ισόγειο και κοίταξε προς τα πάνω, αποτυπώνοντας τους σχηματισμούς αυτού του υπερμεγέθους οικοδομήματος. Ο Λόιντ Ράιτ είχε εντυπωσιαστεί σε τέτοιον βαθμό από τη δουλειά του ώστε να του προτείνει να φωτογραφίζει αποκλειστικά τα δικά του κτίρια. Οταν δεν το κατάφερε, του αντιπρότεινε να διδάξει στο προσωπικό του πώς να τραβάνε φωτογραφίες όπως εκείνος. Ενας ήταν όμως ο Στόλερ. Στο Ινστιτούτο Βιολογικών Σπουδών του Σολκ (1959-1967) που σχεδίασε ο Λούις Καν στο Σαν Ντιέγκο, είχε στρέψει το σώμα του υπό μια ανορθόδοξη γωνία προκειμένου να αποτυπώσει «τον σχεδόν κυβιστικό τρόπο που λειτουργεί το κτίριο», αλλά και το μυστήριο που αναδυόταν από την μπρουταλιστική χρήση του σκυροδέματός του. Στον Σταθμό Επιβίβασης της TWA (1962), το αρχικό τέρμιναλ του αεροδρομίου «JFK» στη Νέα Υόρκη που είχε σχεδιάσει ο Εερο Σάαρινεν με μια αεροδυναμική μορφή που θύμιζε φτερά γλάρου (και υπέστη δριμεία κριτική για την κυριολεκτική αποτύπωσή τους), ο Στόλερ «έπαιξε» με τις φαντασμαγορικές καμπύλες και αποκάλυψε τους κρυφούς κόσμους αυτού του αρχιτεκτονικού θαύματος. «Η αρχιτεκτονική είναι μια αισθητηριακή εμπειρία και πρέπει να ερμηνεύεται μέσα από ένα αισθητηριακό μέσο» έλεγε σε συνέντευξή του στους «New York Times». «Ποτέ δεν ισχυρίστηκα ότι η δουλειά μου είναι τέχνη. Η τέχνη είναι πάντα η αρχιτεκτονική».
«Pioneers of American Modernism»: Κέντρο Φωτογραφίας Αδελφών Λιμιέρ, Μόσχα, έως τις 2 Δεκεμβρίου,
www.lumiere.ru

Επάγγελμα αρχιτεκτονικός φωτογράφος

Ο Εζρα Στόλερ γεννήθηκε στο Σικάγο το 1915, γιος του προέδρου του συνδικάτου της βιομηχανίας ενδύματος. Αρχικά ήθελε να γίνει μηχανικός αυτοκινήτων αλλά τελικά σπούδασε αρχιτεκτονική στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, από όπου αποφοίτησε το 1938. Στη σχολή άρχισε να ασχολείται με τη φωτογραφία, καθώς επιδίωκε να απαθανατίζει μακέτες και γλυπτά των συμφοιτητών του. Η επίσημη καριέρα του ως φωτογράφου ξεκίνησε τη δεκαετία του ’30, όταν συνεργάστηκε με τον φωτογράφο και κινηματογραφιστή Πολ Στραντ (1890-1976) την περίοδο 1940-41. Ο Στραντ ήταν έναν από τους σημαντικότερους δημιουργούς του 20ού αιώνα, ο οποίος πρέσβευε τις αρχές της σαφήνειας και της καθαρότητας με πορτρέτα όπως η περίφημη «Τυφλή γυναίκα» (1916). Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Στόλερ δίδαξε φωτογραφία στο Signal Corps Photo Center στη Νέα Υόρκη. Δύο δεκαετίες αργότερα ίδρυσε το πρακτορείο Esto Photographics, το οποίο παραμένει αποκλειστικά αφιερωμένο στην αρχιτεκτονική φωτογραφία.