Από τη στιγμή που η ταινία «Η ευνοούμενη» («The favοurite») του Γιώργου Λάνθιμου προβλήθηκε στο φεστιβάλ κινηματογράφου της Βενετίας και προτού καν κερδίσει εκεί δύο βραβεία, το Επιτροπής και το γυναικείας ερμηνείας Κόπα Βόλπι για την Ολίβια Κόλμαν, είχαμε αναφερθεί με βεβαιότητα για την προσεχή συμμετοχή της και στα 91α Οσκαρ. Δεν ήμασταν οι μόνοι, όμως κανείς δεν θα μπορούσε να διανοηθεί ότι η ταινία θα έφθανε τόσο ψηλά, κυριολεκτικά στην κορυφή των υποψηφιοτήτων συγκεντρώνοντας 10, μαζί με τη «Ρόμα» του Αλφόνσο Κουαρόν. Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για τη μεγαλύτερη επιτυχία έλληνα σκηνοθέτη στην Ιστορία των Οσκαρ. Ο «Αλέξης Ζορμπάς» του Μιχάλη Κακογιάννη είχε προταθεί για επτά Οσκαρ, το «Ζ» του Κώστα Γαβρά για πέντε και ο «Αγνοούμενος», επίσης του Γαβρά, για τέσσερα (εξαιρούμε εδώ την περίπτωση Ελία Καζάν και των ελληνικής καταγωγής σκηνοθετών που γεννήθηκαν στην Αμερική, όπως ο Αλεξάντερ Πέιν και ο Τζον Κασσαβέτης).

Από τη δεύτερη κιόλας ταινία του, τον «Κυνόδοντα» (η οποία είναι η πρώτη που σκηνοθέτησε μόνος γιατί είχε προηγηθεί η συν-σκηνοθεσία του «Καλύτερού μου φίλου» με τον Λάκη Λαζόπουλο), ο Λάνθιμος φάνηκε ότι μπορεί να γίνει αγαπημένο παιδί όχι μόνο των φεστιβάλ (στα οποία πάντα κερδίζει κάτι), αλλά και των Οσκαρ. Ο «Κυνόδοντας» ήταν η πρώτη επαφή του με τα σημαντικότερα κινηματογραφικά βραβεία του κόσμου, διεκδικώντας το καλύτερης μη αγγλόφωνης ταινίας (ξενόγλωσσης). Θα ακολουθούσε μία υποψηφιότητα για το σενάριο του «Αστακού» (γραμμένο με τον συνυποψήφιό του, Ευθύμη Φιλίππου) και τώρα ο πραγματικός θρίαμβος.

Στα Οσκαρ, που θα δοθούν την Κυριακή 24 Φεβρουαρίου, ο ίδιος ο Λάνθιμος διεκδικεί δύο βραβεία: το σκηνοθεσίας, αλλά και το καλύτερης ταινίας διότι εμφανίζεται και ως παραγωγός της «Ευνοούμενης». Πράγμα που σημαίνει ότι αν η «Ευνοούμενη» κερδίσει το καλύτερης ταινίας (που δεν είναι καθόλου απίθανο πια με τη δυναμική της ταινίας), ο Λάνθιμος θα μοιραστεί το βραβείο μαζί με τους Σέσι Ντέμπσι, Εντ Γκουίνεϊ και Λι Μαγκίντεϊ που είναι συμπαραγωγοί.

Ωστόσο, η αρμονία και ο καθαρός επαγγελματισμός της συλλογικής δουλειάς που έγινε στην «Ευνοούμενη» (κάτι που θα νιώσουν όσοι δουν την ταινία, η οποία στην Ελλάδα ανοίγει την Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου), φαίνεται και στις υπόλοιπες υποψηφιότητες. Ο Λάνθιμος δήλωσε ότι στόχος του ήταν η ανάδειξη και των τριών βασικών ηθοποιών του και το κατάφερε. Η Ολίβια Κόλμαν είναι υποψήφια για το Α’ ρόλου και οι Ρέιτσελ Βάιζ, Εμα Στόουν για το Β’ ρόλου (και οι δύο έχουν κερδίσει Οσκαρ στο παρελθόν). Την ίδια ώρα ο Ρόμπι Ράιαν διεκδικεί το Οσκαρ καλύτερης φωτογραφίας, η Σάντι Πάουελ το καλύτερων κοστουμιών, οι Φιόνα Κρόμπι, Αλις Φέντον το καλύτερης σκηνογραφίας και σκηνικών και ένας ακόμη Ελληνας, ο Γιώργος Μαυροψαρίδης, το βραβείο καλύτερου μοντάζ. Ο τελευταίος είναι μοντέρ του Λάνθιμου σε όλες τις ταινίες του και έχει επίσης συνεργαστεί με πολλούς ακόμη έλληνες σκηνοθέτες, όπως (ενδεικτικά) ο Νίκος Περάκης («Θηλυκή εταιρία»), ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος («Ο εχθρός μου»), η Ολγα Μαλέα («Ριζότο»), ο Αντώνης Κόκκινος («Απόντες») και ο Κώστας Καπάκας («Unanya»).

Οποια και αν είναι τα αποτελέσματα στην απονομή, η επιτυχία του Λάνθιμου δεν πρόκειται να αλλάξει, η ιστορία έχει πια γραφτεί και το μεγάλο μπράβο στον 45χρονο σήμερα απόφοιτο της Σχολής Σταυράκου δεν είναι αρκετό.

Μονομαχία με «Ρόμα»
και νίκη του Netflix

Ενα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο των εφετινών υποψηφιοτήτων είναι η φόρα και της ταινίας «Ρόμα» του Αλφόνσο Κουαρόν, η οποία διεκδικεί 10 βραβεία, όσα δηλαδή και η «Ευνοούμενη» του Λάνθιμου. Αυτό ώθησε – όχι άστοχα – κάποια διεθνή ΜΜΕ να χαρακτηρίσουν την παρουσία των δύο ταινιών στα Οσκαρ ως «μονομαχία», ή ντέρμπι. Ενας λόγος παραπάνω το ότι και οι δύο ταινίες εστιάζουν αποκλειστικά στο γυναικείο στοιχείο· με διαφορετικό βεβαίως τρόπο.

Η περίπτωση «Ρόμα» έχει αρκετή ιστορία πίσω της. Τον περασμένο Μάιο το Φεστιβάλ των Καννών αποφάσισε να μην εντάξει τη «Ρόμα» στο πρόγραμμά του διότι ως παραγωγή του Netflix την αντιμετώπισε σαν τηλεοπτικό προϊόν επιβλαβές για τις κινηματογραφικές αίθουσες. Για την ακρίβεια, ένας ολόκληρος πόλεμος κηρύχθηκε ανάμεσα στην ψηφιακή πλατφόρμα και στο πιο σημαντικό κινηματογραφικό φεστιβάλ του κόσμου. Φαίνεται όμως ότι τελικά νίκησε το Netflix. Μετά τη βράβευση της «Ρόμα» στο Φεστιβάλ Βενετίας με τον Χρυσό Λέοντα, η ταινία (έστω περιορισμένα) βγήκε στις αίθουσες, λόγος εξάλλου που μπόρεσε να φθάσει ως τα Οσκαρ (μια ταινία πρέπει να ανοίξει σε αίθουσες για να λάβει μέρος στην κούρσα των Οσκαρ). Η κίνησή της στα ταμεία ήταν για τα μέτρα της εξαιρετική και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, ο ίδιος ο Κουαρόν, κάτοχος Οσκαρ σκηνοθεσίας για το «Gravity», είναι υποψήφιος σε… πέντε κατηγορίες! Μετράει δύο υποψηφιότητες ως παραγωγός (αφού η «Ρόμα» διεκδικεί τόσο το Οσκαρ καλύτερης ταινίας όσο και το Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας), μία ως σκηνοθέτης, μία ως σεναριογράφος και μία ως διευθυντής φωτογραφίας.

Είναι μήπως μια απάντηση του αμερικανικού καλλιτεχνικού κυκλώματος πάνω στην ακραία στάση του Ντόναλντ Τραμπ που θέλει να κτίσει τείχη ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο Μεξικό; ‘Η μήπως λειτούργησε πολύ καλά η προ-οσκαρική καμπάνια για τη «Ρόμα» που ανήκει στις ακριβότερες που έχουν γίνει ποτέ; Οπου και αν βρίσκεται η απάντηση, η αλήθεια είναι ότι η «Ρόμα», μια πέρα για πέρα χειροποίητη και προσωπική ταινία, έφτασε τόσο ψηλά επειδή μίλησε στην καρδιά όσων την είδαν (ακόμα και εκείνων που δεν την αγάπησαν) με την ευαισθησία, τον ανθρωπισμό και τον λυρισμό της.

Οσο για τo Netflix, έχει μία ακόμη επιτυχία που μέσα στη φούρια λίγοι παρατήρησαν. Η τελευταία ταινία των αδελφών Κόεν «The Ballad of Buster Scrubbs» προτάθηκε για τρία Οσκαρ και είναι επίσης παραγωγή Netflix.

Η φωνή των μαύρων

Πριν από μερικά χρόνια, η μαύρη κοινότητα του Χόλιγουντ είχε προβεί σε έντονες (και κατά τη γνώμη μου υπερβολικές και αδικαιολόγητες) διαμαρτυρίες για την απουσία του μαύρου στοιχείου από τα βραβεία Οσκαρ. Το βέβαιο είναι ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ειπωθεί σήμερα γιατί το μαύρο στοιχείο έχει πολύ ισχυρή φωνή στα εφετινά βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Ο μαύρος ηθοποιός Μαχαρσάλα Αλι, κάτοχος Οσκαρ Β’ ρόλου για το «Moonlight» του Μπάρι Τζένκινς, είναι υποψήφιος και φαβορί στην ίδια κατηγορία για το αντιρατσιστικό road movie «Το πράσινο βιβλίο». Ο Αλι κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα και το ίδιο συνέβη με την ομόχρωμή του Ρετζίνα Κινγκ, η οποία είναι επίσης φαβορί στην κατηγορία του Β’ γυναικείου ρόλου για την τελευταία ταινία του (μαύρου) Τζένκινς «Αν η οδός Μπιλ μπορούσε να μιλήσει». Μια ταινία η οποία στηρίζεται στο ομότιτλο μυθιστόρημα του διάσημου μαύρου αμερικανού συγγραφέα Τζέιμς Μπάλντουιν. Ο Τζένκινς είναι ο ίδιος υποψήφιος στην κατηγορία του καλύτερου σεναρίου βασισμένου σε ξένο υλικό.

Ο μονίμως οργισμένος κατά των λευκών μαύρος σκηνοθέτης Σπάικ Λι που έχει προταθεί στο παρελθόν για δύο Οσκαρ και το 2016 κέρδισε ένα τιμητικό, σήμερα μετράει τρεις υποψηφιότητες για την «Παρείσφρηση», το αντιρατσιστικό δράμα εποχής (με έντονα στοιχεία χιούμορ) που είδαμε στις αρχές της τρέχουσας σεζόν. Ο Λι είναι υποψήφιος για τρία Οσκαρ: σκηνοθεσίας, ως παραγωγός της ταινίας που διεκδικεί το καλύτερης ταινίας, αλλά και ως συν-σεναριογράφος της (βασισμένο σε ξένο υλικό).

Και τέλος, ο «Μαύρος Πάνθηρας». Ποιος θα περίμενε ποτέ ότι μια ταινία όπου κεντρικός ήρωας είναι σούπερ ήρωας της Marvel Comics (μαύρος εννοείται) θα κατάφερνε να συγκεντρώσει επτά υποψηφιότητες στα Οσκαρ, συμπεριλαμβανομένης και της καλύτερης ταινίας! Και όμως, να που έγινε. Το απόλυτο περσινό μπλοκμπάστερ στα απόλυτα κινηματογραφικά βραβεία.

Aληθινές ιστορίες,
ο χρυσός των Οσκαρ

Οκτώ ταινίες διεκδικούν εφέτος το Οσκαρ καλύτερης ταινίας, από τις οποίες οι έξι είναι στηριγμένες σε αληθινά πρόσωπα και γεγονότα. Από τη ζωή του τραγουδιστή Φρέντι Μέρκιουρι στο «Bohemian Rhapsody», μέχρι τη ζωή του πρώην αντιπροέδρου των ΗΠΑ Ντικ Τσέινι στο «Vice». Ακόμη και «μικρές» ιστορίες, όπως εκείνη της σχέσης ανάμεσα στον Νικ Βαλελόνγκα, έναν ιταλικής καταγωγής μπράβο του Μπρονξ της δεκαετίας του 1960, με τον μαύρο πιανίστα της κλασικής μουσικής Nτον Σίρλεϊ στο «Πράσινο βιβλίο», ή τα βιώματα του ιδίου του Αλφόνσο Κουαρόν από την παιδική ηλικία του στη «Ρόμα», έδωσαν τροφή για σενάρια τα οποία εν τέλει διακρίθηκαν. Εξάλλου και η «Ευνοούμενη» του Λάνθιμου ασχολείται με ιστορικά πρόσωπα (η περίοδος βασιλείας της βασίλισσας Αννας στην Αγγλία), όχι όμως με τον συνήθη τρόπο προσέγγισης της Ιστορίας. Οι αληθινές ιστορίες ήταν ανέκαθεν ο χρυσός των Οσκαρ και η εφετινή χρονιά το αποδεικνύει ακράδαντα.

Εξάλλου τα φαβορί στις ερμηνείες ανδρών είναι ο «μεταμορφωμένος» σε Τσέινι Κρίστιαν Μπέιλ και ο «μεταμορφωμένος» σε Μέρκιουρι Ράμι Μάλεκ. Δύο ακόμη ηθοποιοί της πεντάδας, ο Γουίλεμ Νταφόε και ο Βίγκο Μόρτενσεν, υποδύθηκαν υπαρκτά πρόσωπα, αντιστοίχως τον Βίνσεντ βαν Γκογκ («Στην πύλη της αιωνιότητας») και τον Νικ Βαλελόνγκα του «Πράσινου βιβλίου». Ωστόσο, η μεγάλη μονομαχία αναμένεται να γίνει ανάμεσα στους Μπέιλ και Μάλεκ.

Από τη Σχολή Σταυράκου στο κόκκινο χαλί

Στους εφετινούς υποψηφίους για Οσκαρ, απόφοιτος της Σχολής Σταυράκου δεν είναι μόνον ο Γιώργος Λάνθιμος, αλλά και ο Ταλάλ Ντερκί. Σύρος, γεννημένος το 1977 στη Δαμασκό. Το ντοκιμαντέρ του «Of fathers and sons», που πέρυσι τον Ιανουάριο κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής (Grand Jury Prize) στην κατηγορία του καλύτερου ντοκιμαντέρ στο φεστιβάλ του Σάντανς, είναι τώρα υποψήφιο για Οσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ. Ο Ντερκί υπήρξε σπουδαστής της Σχολής Σταυράκου, αποφοίτησε το 2003 και εν συνεχεία δούλεψε πολύ στις αραβικές χώρες σκηνοθετώντας ταινίες και σειρές της τηλεόρασης από το 2009 ως το 2012. Με το «Of fathers and sons» καταγράφει την καθημερινότητα μιας οικογένειας Σύρων στη γενέτειρά του. Τα προβλήματα του κατατρεγμένου λαού του όχι μόνον δεν τον έκαναν να υποχωρήσει, αλλά του έδωσαν δύναμη για να κατακτήσει με το σπαθί του μια θέση ανάμεσα στους πολλά υποσχόμενους ντοκιμαντερίστες της εποχής μας.