«Μόνο η ανθρώπινη επαφή φέρνει τη λύτρωση»
Η ψυχανάλυση και η ανθρώπινη επικοινωνία βοήθησαν τον γάλλο δημιουργό να πάρει τον δρόμο του κινηματογράφου, τέχνη που υπηρετεί από το 1986 με πρόσφατο δείγμα δουλειάς την ταινία «Μόνοι στο Παρίσι».
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Στην τελευταία ταινία του Σεντρίκ Κλαπίς ονόματι «Μόνοι στο Παρίσι» («Deux moix») που προβάλλεται αυτή την εποχή στις αίθουσες, ο Φρανσουά Σιβίλ και η Ανα Ζιραρντό υποδύονται δύο νέους, όμορφους ανθρώπους, οι οποίοι προσπαθούν να βάλουν λίγη τάξη στην (για διαφορετικούς λόγους) χαώδη ζωή τους. Εκείνη, η Μελανί, είναι μια συγκροτημένη, επιμελής αλλά τρομερά μοναχική επιστήμονας που κοιμάται συνέχεια. Εκείνος, ο Ρεμί, είναι ένας κάπως αφηρημένος, «στον κόσμο» του νέος άνθρωπος, που δεν στεριώνει εύκολα σε δουλειές και το κυριότερο, δεν μπορεί καθόλου να κοιμηθεί. Μέσα στο απρόσωπο περιβάλλον μιας μεγαλούπολης που έχει δει καλύτερες μέρες οι δύο αυτοί άνθρωποι οι οποίοι δεν γνωρίζονται κυκλοφορούν σαν φαντάσματα κάνοντας επισκέψεις σε ψυχαναλυτές όπου ελπίζουν πως ίσως εκεί βρουν τελικά τον τρόπο για να ξεκλειδώσουν την ψυχή τους και να οδηγηθούν στη λύση των προβλημάτων τους.
Ψυχανάλυση και σινεμά
«Είναι μια προσωπική ιστορία για δύο λόγους» θα μου πει στο Παρίσι ο Σεντρίκ Κλαπίς όταν συναντηθήκαμε στο πλαίσιο του φεστιβάλ της Unifrance που στηρίζει τον γαλλόφωνο κινηματογράφο. «Πρώτον, η μητέρα μου είναι ψυχαναλύτρια, όπως συμπτωματικά ψυχαναλυτές είναι επίσης και οι δύο γονείς του σεναριογράφου της ταινίας (Σαντιάγκο Αμιγκορένα). Περιέργως, ήταν ένα θέμα για το οποίο δεν είχαμε συνομιλήσει ποτέ ο σεναριογράφος μου κι εγώ, παρότι οι συναναστροφές και των δύο μας είχαν να κάνουν με κύκλους ψυχαναλυτών και ψυχολόγων».
Οσο για τον δεύτερο λόγο, αφορά αποκλειστικά τον ίδιο τον Κλαπίς. Οταν ήταν 28 χρόνων πέρασε μια φάση που δεν μπορούσα να κοιμηθεί – σήμερα μπορεί να την αποκαλέσει κατάθλιψη. Αυτό κράτησε τρεις περίπου μήνες. «Είχα φοβηθεί, όπως υποθέτω κάθε άνθρωπος στη θέση μου πιθανόν να φοβόταν με μία ώρα ή δύο ώρες ύπνου κάθε νύχτα. Φοβόμουν διότι δεν μπορούσα να βρω τον λόγο για τον οποίο βρισκόμουν σε αυτή την κατάσταση».
Και μετά ακολούθησε ένας εφιάλτης τον οποίο μόνον όταν τον αφηγήθηκε στον δικό του ψυχαναλυτή, ο Κλαπίς πήρε από αυτόν «το κλειδί για να ξεκλειδώσω το πρόβλημα». Οφειλόταν στο στρες που είχε για τα μαθήματα των σπουδών του, μια πραγματικά κακή περίοδος επειδή πολύ απλά δεν σπούδαζε αυτό που στ’ αλήθεια του ταίριαζε. «Συναγωνιζόμουν με πολύ βαρύ συναισθηματικό φορτίο για κάτι που ουσιαστικά δεν με ενδιέφερε». Μια ημέρα μετά την επίσκεψη του Κλαπίς στον ψυχαναλυτή του και έχοντας στη διάθεσή του το «κλειδί» μπόρεσε να κοιμηθεί ξανά. «Ηταν τόσο τρελό για μένα να καταλάβω ότι ένα ψυχολογικό πρόβλημα μπορεί να είναι τόσο ισχυρό που να σε καταστρέψει, αλλά την ίδια ώρα είναι τόσο εύκολο να λυθεί με τον απλούστατο τρόπο του να μιλήσω με κάποιον και να μου εξηγήσει ένα όνειρό μου και να με κάνει να νιώσω και πάλι καλά. Αλλαξα κλάδο στις σπουδές μου και όλα πλέον ήταν αρμονικά στη ζωή μου».
Ακούω με προσοχή τον σκηνοθέτη διότι τα λεγόμενά του είναι βέβαιο ότι μπορούν να αγγίξουν πολύ κόσμο που έχει βρεθεί σε παρόμοια θέση με ανάλογα βιώματα. Ωστόσο, επισημαίνω ότι το ίδιο πράγμα μπορεί να συμβεί ανάποδα, όπως συμβαίνει με τη Μελανί, η οποία κοιμάται περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε, που μπορεί επίσης να είναι μια μορφή κατάθλιψης. «Είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα» λέει ο Κλαπίς, «και εδώ μπορώ να πω ότι καταλαβαίνω πολύ καλά αυτό που κάποια στιγμή ακούγεται στην ταινία, ότι το να παίρνεις χάπια δεν είναι αρκετό – πρέπει να έρθεις σε επαφή με κάποιον. Μόνο η ανθρώπινη επαφή μπορεί να φέρει τη λύτρωση. Τίποτε άλλο. Η ταινία δεν αφορά τη ζωή μου, μιλάει όμως για πράγματα που έχω βιώσει, επομένως μπορώ να πω ότι ξέρω πολύ καλά τι λέω».
Βεβαίως, το σινεμά ξέρει να χρησιμοποιεί όμορφες εκφράσεις της ψυχανάλυσης, όπως π.χ. «το να είναι κανείς τρωτός μπορεί και να σημαίνει δύναμη» – το ακούμε στην ταινία -, αλλά μπορούν να είναι εξίσου όμορφες στην πραγματικότητα; Ο Κλαπίς είναι της γνώμης πως ναι, επειδή ορισμένες φορές προέρχονται και αυτές από την πραγματική ζωή. Στην έρευνά του για την ταινία μίλησε με πέντε ψυχοθεραπευτές και δανείστηκε κουβέντες τους για να τις εντάξει στην ταινία. «Ομως, πράγματι, ορισμένες φορές ο κινηματογράφος αναγκάζεται να κάνει ένα ρεζουμέ των πραγμάτων έτσι ώστε να λειτουργήσουν αποτελεσματικά σε μια ταινία».
Oλα ξεκινούν από τους γονείς!
Γεννημένος τον Σεπτέμβριο του 1961 στη Νεγί Σουρ Σεν στην Οτ Ντε Σεν της Γαλλίας, ο Σεντρίκ Κλαπίς άρχισε να μπαίνει δειλά-δειλά στον κινηματογράφο στα μέσα της δεκαετίας του 1980 γυρίζοντας μικρού μήκους ταινίες. «Ηρωές» του ο Τζον Κασαβέτις, ο Μάρτιν Σκορσέζε, ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν, ο Γούντι Αλεν. Εξι χρόνια αργότερα γύρισε την πρώτη κινηματογραφική του ταινία, «Riens du tout», μια κωμωδία με πρωταγωνιστή τον Φαμπρίς Λουκινί που δεν προβλήθηκε ποτέ από την ελληνική διανομή.
Από τότε δεν έχει σταματήσει να είναι ενεργός και η προτελευταία ταινία του, «Επιστροφή στη Βουργουνδία» (2017), ένα οικογενειακό δράμα σχετικό με την επιστροφή ενός νέου στη γενέτειρά του με αφορμή την ασθένεια του πατέρα του, είχε προκαλέσει αίσθηση.
Οπως και σε εκείνη την ταινία, έτσι και στο «Μόνοι στο Παρίσι», οι χαρακτήρες αναγκάζονται να διαπραγματευτούν από την αρχή τη σχέση τους με την οικογένεια, ένα ζήτημα που όπως ο Κλαπίς μου λέει, είναι κυρίαρχο στην ψυχανάλυση. «Κάποτε είχα μια σχέση με ένα κορίτσι του οποίου το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχε… κανένα απολύτως πρόβλημα με τους γονείς του (γέλια). Αυτή η τέλεια σχέση με τους γονείς της τής προκαλούσε άγχος. Γιατί τελικά ωριμάζεις, ενηλικιώνεσαι, μόνον όταν έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με τα προβλήματα που είχες με τους γονείς σου. Και δεν χρειάζεται απαραιτήτως ψυχαναλυτή για κάτι τέτοιο. Μια απλή κουβέντα μπορεί να είναι αρκετή, ακόμη και μέσα στο πλαίσιο μιας σοβαρής διαφωνίας».

