Μόνιμος συναγερμός για γρίπη και ιλαρά
Επιστρέφει ο εφιάλτης από το παρελθόν – Ποιες ομάδες του πληθυσμού διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο – Το υπερφορτωμένο και γεμάτο ελλείψεις σύστημα υγείας στην Ελλαδα θα δυσκολευτεί σε μια πανδημία
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Το 2000 ήταν η χρονιά που καλλιεργήθηκαν βάσιμες ελπίδες ότι είναι εφικτή η οριστική εξάλειψη της ιλαράς από τον πλανήτη. Αιτία στάθηκε η ανακοίνωση ότι η ασθένεια έχει εκριζωθεί από την αμερικανική ήπειρο, πρόοδος που αποδόθηκε στους εμβολιασμούς.
Το 2019 τα δεδομένα… γυρίζουν τον χρόνο στις ΗΠΑ, «ξυπνώντας» έναν εφιάλτη από το παρελθόν. Οπως προκύπτει από τα επίσημα δεδομένα του Αμερικανικού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), από την 1η Ιανουαρίου έως και τις 31 Μαΐου έχουν καταγραφεί 981 κρούσματα σε 26 Πολιτείες. Σημειωτέον δε ότι σε διάστημα μιας εβδομάδας καταγράφηκαν τουλάχιστον 41 νέα περιστατικά.
Η «κόκκινη ζώνη» για ιλαρά
Επιστρέφοντας στη Γηραιά Ηπειρο, οι υγειονομικές αρχές βρίσκονται τα τελευταία χρόνια σε μόνιμο «συναγερμό». Τον κίνδυνο για την εξάπλωση της ιλαράς καταδεικνύουν τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) για πιθανή έκθεση των πολιτών στην ιλαρά.
Οπως προκύπτει, μία γενιά Ευρωπαίων διατρέχει υψηλό κίνδυνο να μολυνθεί από τον ιό της ιλαράς. «Λόγω αποτυχιών στον εμβολιασμό, πάνω από 4,5 εκατομμύρια παιδιά και έφηβοι που γεννήθηκαν στην ΕΕ – ΕΟΧ τα τελευταία 20 χρόνια είναι επιρρεπείς στην ιλαρά. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί στις γεννήσεις που καταγράφονται ετησίως στην ίδια γεωγραφική περιοχή» επισημαίνεται στην ίδια έκθεση.
Μάλιστα, οι επιστήμονες υπογραμμίζουν ότι η εκτίμηση αυτή γιγαντώνεται εάν συμπεριλάβει κανείς και τον αριθμό των μωρών που δεν επιτρέπεται ακόμη να εμβολιαστούν αλλά και του ενήλικου πληθυσμού που έχει πέσει «θύμα» των εμβολιαστικών κενών από το 1999 και έπειτα. «Μόνο τέσσερα κράτη-μέλη της ΕΕ είχαν επιτύχει το 2017 τον στόχο του ΠΟΥ για 95% εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού με δύο δόσεις έναντι της ιλαράς, όταν το 2007 ο αντίστοιχος αριθμός αφορούσε 14 κράτη-μέλη».
Παρ’ όλα αυτά, οι ξεχασμένες ασθένειες δεν είναι η μοναδική απειλή που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι υγειονομικές αρχές ανά τον κόσμο, δεδομένου ότι κάθε χρόνο βρίσκονται σε ετοιμότητα για ένα… δυναμικό κύμα εποχικής γρίπης.
«Το ζήτημα είναι πότε θα συμβεί αυτό και όχι αν θα γίνει» ήταν το «καμπανάκι» του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) τον περασμένο Μάρτιο. Η βεβαιότητα του Τέντρος Αντανομ Γκεμπρεγέσους, γενικού διευθυντή του Οργανισμού, σε εκείνη τη δήλωσή του καθιστά σαφές ότι πρόκειται για «αναπόφευκτη» εξέλιξη, υπογραμμίζοντας ότι «πρέπει να είμαστε σε επιφυλακή και προετοιμασμένοι».
Ο ίδιος δε επισημαίνει – όπως άλλωστε και η συντριπτική πλειονότητα των επιστημόνων παγκοσμίως – ότι «το κόστος ενός μεγάλου ξεσπάσματος γρίπης θα ξεπεράσει μακράν το κόστος της πρόληψης».
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ανησυχητικές αυτές προειδοποιήσεις από τους κορυφαίους παγκοσμίως υγειονομικούς φορείς, εξίσου αναπόφευκτο είναι και το ερώτημα εάν και κατά πόσο το Εθνικό Σύστημα Υγείας της χώρας μας είναι έτοιμο να αντιμετωπίσει μια ενδεχόμενη πανδημία γρίπης ή μια σφοδρή έξαρση ξεχασμένων ασθενειών.
«Οι επιδημίες, πολλώ δε μάλλον οι πανδημίες, είναι όπως οι σεισμοί – δεν υπάρχει δυνατότητα πρόγνωσης του πότε θα συμβούν, δεδομένου ότι ο ιός της γρίπης εξελίσσεται, αλλάζει μορφολογία, τρόπο μετάδοσης αλλά και βαθμό ευκολίας μεταδόσεως» διαπιστώνει στο «Βήμα» ο δρ Παναγιώτης Γαργαλιάνος-Κακολύρης, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Λοιμώξεων.
Χάος στα νοσοκομεία
Στην περίπτωση δε, σύμφωνα πάντα με τον ειδικό, που διαπιστωθεί μερική αλλαγή του ιού, τότε το σενάριο είναι λιγότερο αποθαρρυντικό, δεδομένου ότι το αντιγριπικό εμβόλιο θα επιδρά έως έναν βαθμό στο ανοσοποιητικό σύστημα. Αντίστοιχα, «ο ιός είχε αναπτύξει αντοχή και στα αντι-ιικά φάρμακα, ευτυχώς όμως την τελευταία διετία διαπιστώνεται εξέλιξη στη συγκεκριμένη θεραπευτική κατηγορία».
Στην περίπτωση πάλι, που καταγραφεί μια σημαντική μετάλλαξη, τότε οι συνέπειες ενδεχομένως να είναι σαρωτικές. Είναι ενδεικτικό ότι τον περασμένο χειμώνα εκτυλίχθηκε ένα ήπιο (κατά γενική ομολογία και μάλιστα σε διεθνές επίπεδο) εποχικό κύμα γρίπης.
Παρ’ όλα αυτά, στα δημόσια νοσοκομεία επικράτησε το αδιαχώρητο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του νοσηλευτικού ιδρύματος «Γ. Γεννηματάς», όπου η προσέλευση στις εφημερίες ξεπερνούσε ακόμη και τους 1.200 ασθενείς, με αποτέλεσμα να διογκώνεται και ο χρόνος αναμονής, φθάνοντας ακόμη και τις 8 ώρες.
Εντύπωση προκάλεσε δε το γεγονός ότι τον χειμώνα που πέρασε «ασφυξία» επικράτησε και στα ιδιωτικά νοσοκομεία – ιδίως στις παιδιατρικές κλινικές, με τους μικρούς ασθενείς να αναζητούν ιατροφαρμακευτική φροντίδα.
«Στην Ελλάδα το σύστημα υγείας, το οποίο είναι ούτως ή άλλως υπερφορτωμένο και με ελλείψεις προσωπικού, θα δυσκολευτεί να αντιμετωπίσει μια ενδεχόμενη πανδημία γρίπης ή μια μεγάλη επιδημία. Το ίδιο πρόβλημα θα αντιμετωπίσουν και άλλες χώρες αλλά ενδεχομένως σε μικρότερο βαθμό» προσθέτει ο κ. Γαργαλιάνος.
Ανεπαρκής ο έλεγχος εμβολιασμού
Παρότι ο ιός της γρίπης ενέχει από τη φύση του το στοιχείο του αιφνιδιασμού, δεν ισχύει το ίδιο για άλλες ασθένειες όπως είναι η ιλαρά. Υπό το δεδομένο αυτό, ο νευροχειρουργός και γ.γ. της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας, δρ. Παναγιώτης Παπανικολάου, επιμένει ότι η αναχαίτιση επιδημιών είναι πρωτίστως ζητούμενο πρόληψης.
«Δεν υπάρχει δημόσιος τομέας Υγείας που να επιβλέπει εντατικά την εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού. Θα έπρεπε όλοι να απευθύνονται στον οικογενειακό τους γιατρό. Υπάρχει όμως αυτό το σύστημα που θα απέδιδε αποτελεσματικά στον τομέα της πρόληψης; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι» επισημαίνει ο ίδιος.
Και προσθέτει: «Είχαμε προειδοποιήσει την ηγεσία του υπουργείου Υγείας από το 2016 ότι η μεταρρύθμιση στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας θα αποτύχει παταγωδώς. Παρ’ όλα αυτά, είναι απαραίτητο να υπάρχει οικογενειακός παθολόγος και παιδίατρος, που θα επικοινωνεί τακτικά με τον πληθυσμό αναφοράς ώστε να ελέγχει εάν είναι συνεπείς με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμού».
Στην πράξη άλλωστε, αποδεικνύεται – τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ιλαρά – ότι η λύση είναι εφικτή. «Υπό το φως των εξελίξεων που υπάρχουν παγκοσμίως, δηλαδή με την κλιματική αλλαγή, τον μετακινούμενο πληθυσμό και το αντιεμβολιαστικό κίνημα, δημιουργείται ένα εκρηκτικό μείγμα που επανέφερε και θα επαναφέρει νοσήματα που είχαμε ξεχάσει» εξηγεί ο δρ Γαργαλιάνος.
Και συνεχίζει: «Σε ό,τι αφορά τα παιδικά εξανθηματικά νοσήματα, ένας άνθρωπος που είχε νοσήσει είναι προφυλαγμένος διά βίου. Οσοι όμως δεν είχαν φυσική νόσηση και αυτό συμβαίνει τα τελευταία 30 χρόνια, χρειάζεται να υποβληθούν σε επαναληπτική δόση. Πέραν της ιλαράς το ίδιο συμβαίνει και με την ανεμοβλογιά – οι ενήλικοι ειδικά πάνω από 55 ετών πρέπει να κάνουν το εμβόλιο για τον έρπητα. Δυστυχώς όμως, δεν υπάρχει επαρκής εμβολιαστική συνείδηση».

