H γρίπη δεν είναι η μοναδική ασθένεια που απειλεί τον πληθυσμό κατά τους χειμερινούς μήνες. Ο αριθμός των θυμάτων και των ασθενών που νοσούν σοβαρά από επιπλοκές είναι η αιτία που αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο ο αριθμός των πολιτών οι οποίοι αναζητούν εμβολιαστική κάλυψη.

Η βακτηριακή μηνιγγίτιδα, η οποία καταγράφει υψηλά ποσοστά κρουσμάτων τους κρύους μήνες του χρόνου, είναι μια επίσης ιδιαίτερα επικίνδυνη και σοβαρή νόσος που μπορεί να αποβεί μοιραία για τη ζωή ενός παιδιού που θα νοσήσει καθώς, αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως, μπορεί να οδηγήσει μέχρι και στον θάνατο.

Οι ερευνητές επισημαίνουν τον κίνδυνο, δεδομένου ότι έχουν  διαπιστώσει σημαντική αύξηση των περιστατικών βακτηριακής μηνιγγίτιδας τον χειμώνα ενώ αίσθηση έχει προκαλέσει και η αυξημένη κινητικότητα της νόσου και στη χώρα μας. Είναι ενδεικτικό ότι τέσσερα κρούσματα μηνιγγίτιδας σε μικρά παιδιά καταγράφηκαν μέσα στον περασμένο Δεκέμβριο.

Ειδικότερα κατά την περίοδο των γιορτών σε Αθήνα, βόρεια και νησιωτική Ελλάδα τέσσερις οικογένειες έζησαν τον εφιάλτη της μηνιγγίτιδας όταν νόσησαν τα παιδιά τους, ενώ χρειάστηκε η άμεση και συντονισμένη επέμβαση των γιατρών για να αποφευχθεί ο άμεσος κίνδυνος για τη ζωή τους. Τα παιδιά, στις περισσότερες περιπτώσεις βρέφη και νήπια, χρειάστηκε να νοσηλευτούν αρκετές ημέρες σε νοσοκομεία της χώρας, διαφεύγοντας ευτυχώς τον κίνδυνο.

Ασθένεια χωρίς
διακρίσεις

Οι επιστήμονες πάντως υπογραμμίζουν ότι η  μηνιγγίτιδα δεν κάνει διακρίσεις. Ο επικρατέστερος τύπους της νόσου που προσβάλλει βρέφη, νήπια και εφήβους και ευθύνεται για τα περισσότερα κρούσματα στη χώρα μας είναι η μηνιγγίτιδα τύπου Β.

Στα αρχικά στάδια της νόσου τα συμπτώματα μοιάζουν με αυτά της απλής γρίπης δημιουργώντας την εσφαλμένη εντύπωση ότι πρόκειται για ένα απλό κρυολόγημα που «θα περάσει γρήγορα», ενώ μπορεί μέσα σε μόλις 24 ώρες να εξελιχθεί ραγδαία με μοιραία αποτελέσματα.

Ειδικότερα, ένα από τα πρώτα σημάδια της νόσου είναι ο υψηλός πυρετός που κατά κανόνα συνοδεύεται με κακουχία, όμως ακόμη και μέσα σε ελάχιστες ώρες η συμπτωματολογία του ασθενούς επιδεινώνεται.

Ο πονοκέφαλος, που συχνά εντοπίζεται στον αυχένα, η αυχενική δυσκαμψία, η ναυτία και οι εμετοί, η φωτοφοβία και συμπτώματα νευρολογικά, όπως είναι για παράδειγμα η ευερεθιστότητα, η σύγχυση, οι σπασμοί και διαταραχές της όρασης, είναι εκδηλώσεις που πρέπει να θέσουν σε υποψία τους γονείς ώστε να επικοινωνήσουν άμεσα με τον παιδίατρο.

Και αυτό διότι ο χρόνος που θα μεσολαβήσει έως τη διάγνωση είναι καθοριστικός για την έκβαση της νόσου και την επιβίωση του ασθενούς.

Ενα ακόμη ύποπτο σημάδι που πρέπει να κινητοποιήσει τους γονείς  είναι το πετεχειώδες εξάνθημα – δηλαδή, μια δερματική αντίδραση που χαρακτηρίζεται από μικρές κηλίδες, οι οποίες επιμένουν ακόμη και όταν πιέζουμε με το δάχτυλο.

Εν τω μεταξύ, οι γονείς οφείλουν να είναι πιο υποψιασμένοι στην περίπτωση που τα βρέφη εκδηλώνουν ανησυχία που συνοδεύεται από κλάμα, υπνηλία και άρνηση τροφής, καθώς αποτελούν τα πρώτα συμπτώματα που παρουσιάζουν τα μωρά. Και ακριβώς επειδή δεν μπορούν να επικοινωνήσουν τη δυσφορία που νιώθουν, συχνά δημιουργείται μια στρεβλή εικόνα, με τους γονείς συχνά να αποδίδουν τον εκνευρισμό των μικρών τους σε άλλες αιτίες.

Δυστυχώς όμως ο χρόνος είναι ακόμη πιο κρίσιμος σε αυτή την περίπτωση καθώς, όπως προειδοποιούν οι επιστήμονες, είναι 20 φόρες πιο πιθανό να νοσήσουν σε σχέση με τη μέση επίπτωση της νόσου για όλες τις ηλικίες.

Κάποιες από τις σοβαρότερες επιπλοκές είναι η διάχυτη ενδαγγειακή πήξη (η οποία μπορεί να οδηγήσει σε γενικευμένη αιμορραγία), το σηπτικό σοκ, η νέκρωση των άκρων και η κεραυνοβόλος πορφύρα. Η οξεία λοίμωξη μπορεί επίσης να προκαλέσει αιμορραγία των επινεφριδίων, επιπεφυκίτιδα, αρθρίτιδα, περικαρδίτιδα, μυοκαρδίτιδα, πνευμονία, περιτονίτιδα και νεφρικά έμφρακτα. Στα παιδιά, το πιο συχνό νευρολογικό συνεπακόλουθο είναι η κώφωση, η οποία εμφανίζεται σε ποσοστό 5%-10%.

Η συνολική θνητότητα της νόσου κυμαίνεται μεταξύ 5%-15% ακόμη και σε αναπτυγμένες χώρες, ενώ η κεραυνοβόλος σηψαιμία μπορεί να προκαλέσει θανάτους στο 15%-20% των περιπτώσεων.

Εύκολη η μετάδοση

Η μηνιγγίτιδα Β μεταδίδεται με τις πιο απλές καθημερινές συνήθειες, όπως το φιλί, ο βήχας και το φτάρνισμα. Συνεπώς, τους χειμερινούς μήνες που η παραμονή σε κλειστούς χώρους είναι πολύωρη, οι πιθανότητες μετάδοσης είναι ιδιαίτερα αυξημένες.

Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ένας στους δέκα ενηλίκους φέρει το βακτήριο της νόσου μηνιγγίτιδας Β ασυμπτωματικά – δηλαδή, φέρει τα βακτήρια στη μύτη και στον φάρυγγα χωρίς ο ίδιος να νοσεί, αλλά μεταδίδοντας το βακτήριο στα παιδιά ακόμη και με μια αγκαλιά που συνοδεύεται από ένα φιλί.

Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που οι ειδικοί επιμένουν ότι η πρόληψη μέσω του εμβολιασμού αποτελεί αναμφισβήτητα τη μόνη αποτελεσματική λύση.

Αξίζει να αναφερθεί ότι ο εμβολιασμός κατά των υπόλοιπων τύπων μηνιγγίτιδας είναι εξίσου σημαντικός, ωστόσο δεν προστατεύει τα παιδιά από τη νόσο της μηνιγγίτιδας Β, που αποτελεί το μεγαλύτερο ποσοστό των περιστατικών στη χώρα μας. Και δεδομένης της σοβαρότητας της νόσου, η πρόληψη μοιάζει να είναι επιτακτική ανάγκη.

Πιο αναλυτικά, το κυριότερο μικρόβιο που ανευρίσκεται στη μικροβιακή μηνιγγίτιδα είναι ο μηνιγγιτιδόκοκκος. Οι ορότυποι που προκαλούν τη νόσο είναι οι A, B, C, W135 και Y, εκ των οποίων συχνότερος είναι ο Β (εμφανίζεται  σε ποσοστό 85%-90%).