Φρανσουά Μιτεράν: Μια σπουδή στην αμφισημία
Πριν από 40 χρόνια, στις 10 Μαΐου 1981, ο γάλλος σοσιαλιστής γινόταν ο πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος της Αριστεράς. Προοριζόταν να κυβερνήσει για 14 χρόνια και να αφήσει ένα διακριτό στίγμα στη γαλλική και στην ευρωπαϊκή πολιτική.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Ο δρόμος προς το Πάνθεον, στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα, ήταν κατάμεστος από το πλήθος που φώναζε το όνομά του. Περπατώντας προς την είσοδο του μνημείου, περιστοιχιζόταν από πρόσωπα όπως ο γερμανός πρώην καγκελάριος Βίλι Μπραντ, η χήρα του δολοφονηθέντος προέδρου της Χιλής Σαλβαδόρ Αλιέντε, ο Ούλοφ Πάλμε, ο Φελίπε Γκονζάλες, ο Μάριο Σοάρες, ο Μπετίνο Κράξι, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο Αρθουρ Μίλερ, η Μελίνα Μερκούρη. Απόθεσε ένα λουλούδι στους τάφους του πρωτοπόρου σοσιαλιστή Ζαν Ζορές, του ηγέτη της αντίστασης Ζαν Μουλέν και του ανθρωπιστή του 19ου αιώνα Βικτόρ Σελσέρ. Βγήκε κρατώντας ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και στάθηκε στη βροχή, ενώ ο Πλάθιντο Ντομίνγκο τραγουδούσε τη «Μασσαλιώτιδα». Η αναγόρευση του Φρανσουά Μιτεράν σε πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας στις 21 Μαΐου 1981 δεν ήταν απλή ορκωμοσία, ήταν ένας θρίαμβος. Επιστέγασμα μιας προσωπικής πορείας 35 ετών και μιας διαδρομής από τις παρυφές του συντηρητισμού ως τον σοσιαλισμό, επιβεβαίωση του τέλους 23 ετών γκωλισμού και δυναμικής ανόδου της Αριστεράς, η νίκη του στις προεδρικές εκλογές της 10ης Μαΐου, πριν από 40 χρόνια, αναγνωριζόταν ως τομή τόσο για το γαλλικό όσο και για το διεθνές πολιτικό σκηνικό. Για τα επόμενα 14 έτη επρόκειτο να κυριαρχήσει στο εσωτερικό της χώρας και να αναγνωριστεί ως ο τελευταίος των μεγάλων ευρωπαίων ηγετών, αφήνοντας όμως μετά θάνατον την παράταξή του διχασμένη και με διαψευσμένες προοπτικές.
Φλογερός ρήτορας, στρατηγικός νους, διορατικός ηγέτης, καλλιεργημένος χαρακτήρας και παράλληλα αριστοτέχνης της κομματικής ίντριγκας, ιδεαλιστής και κυνικός ταυτόχρονα, «σφίγγα» για πολλούς ως προς τη σκέψη και τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, ο Μιτεράν ήταν, κατά τον βιογράφο του, Φίλιπ Σορτ, μια «σπουδή στην αμφισημία». Στη μεγάλη βιογραφία του με τίτλο «Mitterrand. A Study in Ambiguity» (εκδ. Bodley Head) ο Σορτ περιγράφει έναν νέο ευπροσήγορο και γοητευτικό, ο οποίος όμως κρατούσε τις αποστάσεις του και οριζόταν αντιθετικά σε σχέση με τον περίγυρό του. Γεννημένος στο Ζαρνάκ της Δυτικής Γαλλίας στις 26 Οκτωβρίου 1916, γιος μηχανικού, με επτά αδέλφια, ο Φρανσουά επιζήτησε από νωρίς να διαφοροποιηθεί από τον αυστηρό καθολικισμό της οικογένειάς του. Σε αντίθεση με όσα είχαν κατά καιρούς γραφτεί στο παρελθόν, o Σορτ βρίσκει τη νεότητα του Μιτεράν λιγότερο επεισοδιακή. Δεν υπήρξε αντισημίτης, δεν ανήκε στην εξτρεμιστική Cagoule, δεν έκανε τις αντιμεταναστευτικές ιδέες του πράξη. Είχε όμως φίλους που εκπροσωπούσαν όλα τα παραπάνω και εμμένοντας πεισματικά στην αξία της φιλίας διαχώριζε τα πρόσωπα από τις ιδέες, δημιουργώντας σκάνδαλα πολύ αργότερα, αρνούμενος να αποκηρύξει εγνωσμένους δωσιλόγους της Κατοχής. Επρόκειτο για στάση που επηρεαζόταν ίσως από την αναγνώριση των δικών του νεανικών αμφιβολιών: ελκυόταν προπολεμικά από τον κοινωνικό καθολικισμό και την κοινωνική δικαιοσύνη, όπως και από τα δεξιά κηρύγματα του πρώην κομμουνιστή, έπειτα υπερεθνικιστή και τέλος συνεργάτη των Γερμανών Ζακ Ντοριό.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τον έφερε αντιμέτωπο με νέα διλήμματα. Συνελήφθη αιχμάλωτος μετά την πτώση της Γαλλίας τον Ιούνιο του 1940, μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία, δραπέτευσε, επανήλθε τον Δεκέμβριο του 1941 σε μια χώρα διαιρεμένη μεταξύ κατεχόμενης ζώνης και δωσιλογικού Βισί. Ο ίδιος συνόψισε επιγραμματικά την παραζάλη της ήττας: η Γαλλία «δεν συνεργαζόταν ούτε αντιστεκόταν (…), βρισκόταν σε κατάσταση αναμονής». Μοναρχικοί, κληρικοί, αντιδημοκράτες, μιλιταριστές, γερμανόφιλοι στοιχίζονταν γύρω από τον 84χρονο στρατάρχη Πετέν αναζητώντας ευκαιρίες καριέρας ή βαυκαλιζόμενοι με την ψευδαίσθηση ότι διέσωζε την ανεξαρτησία της πατρίδας. Ο Μιτεράν δεν είχε αυταπάτες: «Ποια ανεξαρτησία; Τα δύο τρίτα της χώρας είναι υπό κατοχή». Εισήλθε όμως και εκείνος στον διοικητικό μηχανισμό του Βισί, το οποίο υπηρέτησε ως τον Ιανουάριο του 1943 κρατώντας παράλληλα επαφή με την Αντίσταση. Εντασσόμενος στο δίκτυό της δημιούργησε και έναν δικό του, μυστικό, ανεξάρτητο πυρήνα. Η αρχόμενη γοητεία του ηγέτη ήταν αισθητή σε άνδρες και γυναίκες. Την περίοδο ακριβώς της ανάδειξής του στο αντιστασιακό κίνημα, την άνοιξη του 1944, η αυτοπεποίθησή του θα κατακτούσε τη 19χρονη Ντανιέλ Γκουζ, η οποία στις 28 Οκτωβρίου θα γινόταν Ντανιέλ Μιτεράν. Γρήγορα θα αντιλαμβανόταν ότι είχε παντρευτεί έναν Δον Ζουάν, μόνιμα απόντα μεταξύ πολιτικής και γυναικών, επέλεξε όμως από νωρίς τη στάση της ακλόνητης συζύγου.
H μακρά πορεία ως την κορυφή
Εχοντας συμμετάσχει στην απελευθέρωση του Παρισιού τον Αύγουστο του 1944 και καταγράψει ως υποθήκη μια σύντομη παρουσία στην κυβέρνηση του Σαρλ ντε Γκωλ και αναλάβει τη θέση του διευθυντή του περιοδικού «Votre Beauté», ο Φρανσουά Μιτεράν κατέληξε στα 30 του χρόνια, το 1946, στο συμπέρασμα ότι ήταν επαγγελματίας πολιτικός. Μια και οι σοσιαλιστές ήταν «αρτηριοσκληρωτικοί», οι χριστιανοδημοκράτες «βαρετοί» και ο ίδιος οπαδός του δόγματος «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», στράφηκε στο κεντρώο UDSR. Μέσα σε επτά χρόνια έγινε αρχηγός του εξωθώντας τα φιλογκωλικά στελέχη σε αποχώρηση. «Κατείχε άριστα την τέχνη και διακρινόταν ιδιαίτερα για την επίδοσή του στις εσωκομματικές έριδες», σχολίαζε δηκτικά ο πρώην πρόεδρος του κόμματος, Ρενέ Πλεβέν. Την τέχνη τη μετέφρασε σε μετεωρική υπουργική πορεία: κατά σειρά, υπουργός Βετεράνων, Εσωτερικών, Δικαιοσύνης, υπολόγιζε το 1956 ότι ερχόταν η σειρά του για την πρωθυπουργία. Αντίθετα, το αδιέξοδο του βρώμικου πολέμου της Αλγερίας, στην ανεξαρτητοποίηση της οποίας ο Μιτεράν αντιτάχθηκε σθεναρά υπερασπιζόμενος σκληρά στρατιωτικά μέτρα και αρνούμενος για μεγάλο χρονικό διάστημα να παραδεχθεί ότι οι γαλλικές δυνάμεις έκαναν χρήση βασανιστηρίων, έφερε τον Ντε Γκωλ στην κυβέρνηση, τη Δεξιά στην εξουσία και τον ίδιο στην πολιτική έρημο το 1958.
Η σταδιοδρομία του λίγο έλειψε να τελειώσει εκεί, με τη διαβόητη «υπόθεση του Αστεροσκοπείου», ίντριγκα πολλών επιπέδων και αγνώστου ως σήμερα ηθικού αυτουργού, όπου ο Μιτεράν, προειδοποιημένος για ένα υποτιθέμενο «συμβόλαιο θανάτου» εναντίον του, συναίνεσε στο να το αφήσει να εξελιχθεί προκειμένου είτε να φανούν οι εξτρεμιστές που κρύβονταν από πίσω είτε ο ίδιος να κερδίσει τη συμπάθεια της κοινής γνώμης. Ωστόσο, μετά τους πυροβολισμούς που όντως έπεσαν το βράδυ της 15ης Οκτωβρίου 1959 έξω από τους κήπους του Αστεροσκοπείου, ο δράστης, πρώην ακροδεξιός βουλευτής Ρομπέρ Πεσκέ, αποκάλυψε όλες τις συνεννοήσεις στην Aστυνομία αφήνοντας τον Μιτεράν έκθετο. Κατά τον Φίλιπ Σορτ επρόκειτο για σκευωρία, καθώς αργότερα έγινε γνωστό ότι ο Πεσκέ είχε πλησιάσει νωρίτερα και άλλον έναν πολιτικό με το ίδιο πρόσχημα, εκείνος όμως δεν έπεσε στην παγίδα. Δακτυλοδεικτούμενος από όλους ως σκηνοθέτης μιας ψευδούς απόπειρας δολοφονίας, ο Μιτεράν έφτασε στα όρια της αυτοκτονίας («είμαι τελειωμένος», έλεγε), το πείσμα του όμως δεν του επέτρεψε να ενδώσει.
Αναζητώντας πολιτικό χώρο, συνέλαβε ένα τολμηρό σχέδιο μακράς πνοής: την ενοποίηση της μη κομμουνιστικής Αριστεράς ως αντίβαρο στην ηγεμονία του Ντε Γκωλ. Είχε κατανοήσει, όπως γράφει ο Ζακ Ζιλιάρ στο βιβλίο του «Οι Αριστερές της Γαλλίας» (εκδ. Πόλις), ότι «αυτό που ήθελε η Αριστερά ήταν πολλή τόλμη και ελάχιστη περιπέτεια». Επρόκειτο για ένα πραγματικά long game: το νέο σοσιαλιστικό κόμμα, του οποίου ηγήθηκε, προέκυψε από το συνέδριο του Επινέ το 1971, το Κομμουνιστικό Κόμμα συναίνεσε σε ένα κοινό πρόγραμμα το 1972, οι σοσιαλιστές ξεπέρασαν εκλογικά τους κομμουνιστές το 1978. Μεσολάβησαν δύο ήττες στις προεδρικές εκλογές (μία καθαρή το 1965 από τον Σαρλ ντε Γκωλ, μία στο νήμα το 1974 από τον Ζισκάρ ντ’ Εστέν) και η έκρηξη του Μαΐου του ’68 που ανέτρεψε στιγμιαία όλα τα πολιτικά δεδομένα. Στις 24 Ιουνίου 1981, όταν πλέον είχε ενθρονιστεί ως δημοκρατικός μονάρχης, θα εξηγούσε στον ανήσυχο για την παρουσία κομμουνιστών στην κυβέρνηση αμερικανό αντιπρόεδρο Τζορτζ Μπους την κατάληξη μιας στρατηγικής δύο δεκαετιών: «Οι κομμουνιστές συμφώνησαν να ταπεινωθούν με τέσσερις κυβερνητικές θέσεις σε αντάλλαγμα. Αν δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους, μπορώ να τους απολύσω. (…) Με τέσσερις κομμουνιστές σε ασήμαντα υπουργεία, είναι προσδεδεμένοι στην οικονομική μου πολιτική και δεν μπορούν να υποκινήσουν κοινωνικές αναταραχές».
Η κρυφή ζωή και η παρακαταθήκη
Ο ορθολογικός Μιτεράν ήταν παράλληλα ένας άνθρωπος που «έβλεπε τον εαυτό του σαν έναν ρομαντικό του οποίου η ζωή ήταν μυθιστόρημα εν πορεία» γράφει ο Φίλιπ Σορτ. Αυτό εξηγεί ίσως μια σειρά από συμπεριφορές: τη δεύτερή του οικογένεια, την ηγεμονική του στάση, τη μυστικοπάθειά του. Από το 1963 διατηρούσε μια κρυφή σχέση με την Αν Πενζό, καρπός της οποίας υπήρξε το 1974 η Μαζαρίν. Πατέρας δύο αγοριών από τη σύζυγό του, Ντανιέλ, ο Μιτεράν ήθελε μια κόρη, την υπεραγαπούσε, και μετά τη νίκη του, το 1981, ζούσε ουσιαστικά μαζί με αυτήν και τη μητέρα της. Τύπος και πολιτικοί αντίπαλοι γνώριζαν τη διευθέτηση, κανείς όμως δεν την αποκάλυπτε – και όταν ένας ιδιόρρυθμος κριτικός λογοτεχνίας, φίλος παλαιότερα και μετέπειτα επικριτής του Μιτεράν, απείλησε να το κάνει, εκείνος διέταξε τις μυστικές υπηρεσίες να τον παρενοχλούν καθημερινά. Δείγμα της ηγεμονικής αντίληψής του για το προεδρικό αξίωμα, η σύγχυση αυτή των ορίων προσωπικής και κυβερνητικής εξουσίας ήταν χαρακτηριστική μιας σχεδόν μυστικιστικής πίστης στο πεπρωμένο του. Οσο για τη μυστικοπάθεια και την έλλειψη εμπιστοσύνης, δεν ήταν απλά πολιτικά τεχνάσματα, αποτελούσαν ριζωμένες πεποιθήσεις του: όταν διαγνώστηκε με καρκίνο του προστάτη, τον Νοέμβριο του 1981, το αποκάλυψε στην Αν – όχι όμως και στην Ντανιέλ, η οποία το πληροφορήθηκε μαζί με όλον τον υπόλοιπο κόσμο έπειτα από έντεκα χρόνια.
Μεταξύ ανθρώπου και πολιτικού Μιτεράν υπήρχαν διαπιστωμένες αντιφάσεις. Ο πρώτος διάβαζε τουλάχιστον δύο ώρες την ημέρα «για να οξυγονώνεται το μυαλό», συζητούσε με τον πιστό καθολικό Χέλμουτ Κολ περί ευσεβισμού και ησυχασμού, οραματιζόταν μετά την αποχώρησή του να κάθεται σε ένα παγκάκι και απλώς να χαζεύει την κίνηση της πόλης. Ο δεύτερος απολάμβανε τόσο την εξουσία ώστε να κερδίσει τη δεύτερη θητεία του το 1988 αντί να αποσυρθεί στο παγκάκι, σε μια στιγμή που η ασθένειά του ήταν υπό έλεγχο, αρεσκόταν να υπονομεύει σοσιαλιστές που δεν ήταν οπαδοί του, όπως ο Μισέλ Ροκάρ, διαιρούσε το κόμμα που είχε ενώσει γιατί επιθυμούσε να είναι ενωμένο στο όνομά του. Μεταρρυθμιστής ναι, επαναστάτης όχι, μείωσε το όριο της συνταξιοδότησης στα 60 έτη και των ωρών εργασίας σε 39, αύξησε την άδεια μετ’ αποδοχών σε πέντε εβδομάδες, επέβαλε πολιτικές λιτότητας, άνοιξε τον δρόμο για ιδιωτικοποιήσεις, επιχείρησε να καταστήσει τη Γαλλία ανταγωνιστικότερη ακολουθώντας το νεοφιλελεύθερο αγγλοσαξονικό μοντέλο. Κρατώντας συμβολικά το χέρι του καγκελαρίου Χέλμουτ Κολ το 1984 στο νεκροταφείο των πεσόντων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στο Βερντέν σηματοδότησε το οριστικό τέλος μιας αντιπαλότητας που σημάδεψε την Ευρώπη. Είδε τον γαλλογερμανικό άξονα ως ατμομηχανή της ευρωπαϊκής ενοποίησης την οποία στήριξε απαρέγκλιτα σε όλη τη διάρκεια της θητείας του. Προνομιακός συνομιλητής των Ρίγκαν και Γκορμπατσόφ, έπαιξε ρόλο ενδιάμεσου στην αρχική τους προσέγγιση. Αντίθετος στην άμεση γερμανική ενοποίηση μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, δεν δίστασε να αλλάξει θέση όταν διέκρινε ότι οι εξελίξεις τον ξεπερνούσαν. Με τη στερνή γνώση των επιπτώσεων της κρίσης, ίσως ο ιστορικός Πιερ Ροζανβαλόν να έχει δίκιο γράφοντας στα απομνημονεύματά του με τίτλο «Η δική μας διανοητική και πολιτική ιστορία, 1968-2018» (εκδ. Πόλις) ότι η διαχειριστική πολιτική του έπληξε αθεράπευτα το σοσιαλιστικό κόμμα. Ωστόσο, είχε δίκιο και ο πολιτικός του αντίπαλος Ζακ Σιράκ, όταν την ημέρα του θανάτου του, στις 8 Ιανουαρίου 1996, δήλωνε ότι κληροδότησε στη Γαλλία μια σύγχρονη, ήρεμη δημοκρατία: τελικά, «ο Φρανσουά Μιτεράν ήταν μια αντανάκλαση του αιώνα του».

