Μια μελαγχολία που χορεύει
Ο ανγκολέζος συγγραφέας Οντζάκι, από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές φωνές της πορτογαλόφωνης Αφρικής, με επίκεντρο μια «μαγεμένη» πολυκατοικία στην καρδιά της Λουάντας, περιγράφει μια χώρα και τη σύγχρονη ιστορία της
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Ενας παραβατικός νεαρός με το αλλόκοτο παρατσούκλι ΣοφόςΤουΓκραν, περισσότερο απροσάρμοστος παρά επικίνδυνος, μπλεγμένος με τις μικροκλοπές και τα ναρκωτικά, μπουκάρει μια νύχτα στο ΜαγαζάκιΤουΚαρντόζο με σκοπό να σηκώσει όλο το κουμπού, να αδειάσει δηλαδή το χρηματοκιβώτιο της επιχείρησης. Για κακή του τύχη, ωστόσο, ο γέρος ιδιοκτήτης επιστρέφει την ίδια ώρα, αποφασισμένος και οπλισμένος. Μεσολαβεί ένας αγωνιώδης διάλογος μες στο χάος του σκοταδιού. Ο επίδοξος ληστής καταφέρνει μεν, με έναν αιφνιδιαστικό τρόπο, να ξεφύγει, όχι όμως και να γλιτώσει, επειδή μια σφαίρα τον πετυχαίνει στο ματάκο, στον πισινό δηλαδή. Με πόνο και κόπο, σερνάμενος, ο ΣοφόςΤουΓκραν φτάνει τελικά σε ένα μέρος ασφαλές, που ευτυχώς δεν απείχε αρκετά από τον τόπο του αποτυχημένου εγκλήματος.
Ηταν η πολυκατοικία, μια πολυκατοικία σχεδόν διάσημη και ασφαλώς διακριτή από τις άλλες, την οποία μάλιστα ορισμένοι αποκαλούσαν «μαγεμένη». Ηταν ένα ταλαιπωρημένο, στα όρια της κατάρρευσης, κτίριο με έξι ορόφους στην περιοχή της Μαγιάνγκα, στην καρδιά της Λουάντας, της πρωτεύουσας της Ανγκόλας. Η μυθολογία της συγκεκριμένης πολυκατοικίας (εκεί ζούσε και η οικογένεια του ΣοφούΤουΓκραν: ο πατέρας του Οντοντάτο, η μητέρα του Σιλισμπάμπα, η αδελφή του η Κιτρινούλα και η ΓιαγιάΚουνζικίζε, η προγιαγιά του) συνδεόταν με τις ατέλειωτες ιστορίες που κυκλοφορούσαν και την αφορούσαν, «σχετικά μ’ έναν πρώτο όροφο που τον κατέκλυζαν μυστηριώδη και δροσερά νερά, όπως επιβεβαίωναν όσοι περνούσαν αποκεί, νερά που έδιναν στο σώμα και στην ψυχή μια διαφορετική και ζωτική ενέργεια, πράγμα που όπως αποδείχτηκε ήταν πολύ δύσκολο να εξηγήσει κανείς σ’ αυτούς που δεν είχαν ποτέ βρεθεί εκεί».
Το εξωτικό και το οικουμενικό
Και πράγματι, ακόμα κι εμείς, οι αναγνώστες του Οντζάκι, προσπαθούμε να κατανοήσουμε τι τρέχει με αυτά τα «αιώνια νερά», μέχρις ενός σημείου βεβαίως, διότι το ζήτημα εδώ δεν είναι οι ξεχαρβαλωμένες σωληνώσεις, αλλά το πώς ο 43χρονος συγγραφέας ενορχηστρώνει γύρω από αυτή την αδιευκρίνιστη διαρροή έναν ολόκληρο κόσμο, έναν κόσμο πληγωμένο αλλά αξιοπρεπή, που μπορεί να ζει μες στην αβεβαιότητα της ανέχειας αλλά αρνείται να υποκύψει στη μιζέρια της αθλιότητας. Οι Διάφανοι (Os Transparentes, 2012) είναι ένα γλυκόπικρο μυθιστόρημα για μια πόλη και τους ανθρώπους της, για μια χώρα και τη σύγχρονη ιστορία της. Πρέπει όμως να εξηγηθούμε προτού προχωρήσουμε παρακάτω: αν στο βιβλίο αυτό ταιριάζει το επίθετο «εξωτικό», δεν είναι γιατί αποτυπώνει το ανοίκειο που τυγχάνει και απόμακρο, αλλά γιατί, πρωτίστως, συνιστά ένα δείγμα εθνικής λογοτεχνίας, εξαίρετης ποιότητας μάλιστα, η οποία, δίχως να αρνείται καθόλου τα ιδιαίτερα χρώματά της, τους ήχους και τις μυρωδιές της, επιχειρεί ακριβώς μέσα από αυτά να γίνει οικουμενική.
Με άλλα λόγια, ο Οντζάκι, που γράφει στα πορτογαλικά προφανώς, δεν γράφει σαν εκπρόσωπος της Ανγκόλας που επιθυμεί να την εξηγήσει στους ξένους, στον υπόλοιπο πλανήτη. Αντιθέτως, μετατρέπει μια πολιτισμική ιδιοπροσωπία σε γραφή, σε μια γραφή εμποτισμένη από την αγάπη μα και την απελπισία απέναντι σε μια δεδομένη μοίρα. Κοντολογίς, ο Οντζάκι (ψευδώνυμο του Ντάλου ντε Αλμέιντα που σημαίνει «πολεμιστής», προερχόμενο από τη διάλεκτο ουμπούντου) δεν μας καλεί απλώς να παρατηρήσουμε, μας καλεί ουσιωδώς να καταλάβουμε πώς οι συμπατριώτες του αντιλαμβάνονται τη δική τους συγκρότηση, τη δική τους συνύπαρξη, τη δική τους ταυτότητα. Αυτό είναι το επίτευγμα στους Διάφανους, ένα μυθιστόρημα που το 2013 απέσπασε το σημαντικό Βραβείο Ζοζέ Σαραμάγκου.
Η πλοκή εν προκειμένω, σε ένα βιβλίο χαρακτήρων, είναι μάλλον δευτερεύουσας σημασίας. Αρκεί πάντως να σημειώσουμε ότι ο Οντονάτο, ο κεντρικός ήρωας, πασχίζει με ό,τι μέσο διαθέτει να επιλύσει το μάκα, το πρόβλημα δηλαδή που ανέκυψε, να εντοπίσει τον πρωτότοκο γιο του, ο οποίος όχι μόνο έχει προκαλέσει με το πάθημά του ένα είδος αλληλέγγυας αναστάτωσης στους ενοίκους της πολυκατοικίας αλλά, εν τω μεταξύ, έχει συλληφθεί κιόλας από την αστυνομία.
Οι ζωές των ανθρώπων
Καθώς, λοιπόν, αναζητεί τον αγνοούμενο ΣοφόΤουΓκραν, ο Οντονάτο υφίσταται μια διαδικασία σταδιακής μετάλλαξης, μιας ανήκουστης μεταμόρφωσης, το ίδιο του το σώμα αρχίζει να γίνεται αβαρές και διάφανο, «οι φλέβες του φάνταζαν γυμνές, τα κόκαλά του διαγράφονταν δείχνοντας τα περίεργα σχήματά τους και τις αρθρώσεις τους, το χρώμα του δέρματός του έχανε σιγά σιγά τα χαρακτηριστικά του και καταποντιζόταν σ’ ένα χρώμα που ήταν δύσκολο να το ορίσεις, γιατί απομακρυνόταν ξεκάθαρα από τα φυσιολογικά, ή ακόμα και τα ζωικά, πρότυπα που χρησιμοποιούμε συνήθως για να περιγράψουμε το δέρμα ενός ανθρώπινου όντος». Σίγουρα αναρωτιέστε πώς ξεκίνησε όλο αυτό. Ο ευαίσθητος και αθώος Οντονάτο, ο οποίος σε τούτη την αφήγηση λειτουργεί ως σύμβολο μιας συλλογικής σαουδάδε (η λέξη saudade σημαίνει «νοσταλγία για πράγματα που έχουν συμβεί ή δεν έχουν συμβεί, καημός, μαράζι, θλίψη»), δίνει κάποια στιγμή τις απαραίτητες διευκρινίσεις (αρκούντως διαφωτιστικές, κάθε άλλο παρά μονοδιάστατες) σε μια ανταποκρίτρια του BBC. «Δεν μπορώ να το εξηγήσω καλά, το σκέφτομαι πολύ όταν είμαι μόνος στην ταράτσα, όταν νιώθω τον αέρα στο δέρμα μου και κοιτάζω την πόλη, ένας άνθρωπος μπορεί να είναι από μόνος του ολόκληρος λαός, η εικόνα του μπορεί να είναι η εικόνα ενός λαού» εξομολογείται ο Οντονάτο.
Στους Διάφανους συναντούμε, μεταξύ άλλων, τον ΠωλητήΚοχυλιών, ο οποίος περιπλανιέται με έναν σάκο γεμάτο όμορφα και εμπορεύσιμα στολίδια, καθώς και τον ηλικιωμένο Τυφλό που τον συνοδεύει. Τον Εντού που έχει ένα μπούμπι, δηλαδή ένα τεράστιο εξόγκωμα ανάμεσα στα πόδια, σε εξαιρετικά επίμαχη θέση, εξ ου και δεν αποχωρίζεται ποτέ το ξύλινο σκαμνάκι του. Τον ΣύντροφοΜουγγό που έχει βρει αποκούμπι στη μουσική. Τον ΖοάοΑργάΑργά, ένα παμπόνηρο μικροαφεντικό του δρόμου με πολλές φιλοδοξίες, αλλά και τη σύζυγό του, τη ΜαρίαΤηΔυνατή. Τον Ταχυδρόμο, έναν ευσυνείδητο δημόσιο υπάλληλο που γράφει επιστολές παντού, παντού όμως, ώστε να του χορηγηθεί ένα μηχανάκι. Και δίπλα σε αυτούς, κι άλλους πολλούς, αθεράπευτα ρομαντικούς και ρεαλιστές κυνικούς, υπάρχει το δίκτυο των διεφθαρμένων παραγόντων της εξουσίας, κρατικής και επιχειρηματικής, επίσημης και ανεπίσημης, οι οποίοι έχουν βάλει στο μάτι τον ορυκτό πλούτο σε μια χώρα που βιώνει την τραυματική μετεμφυλιακή συνθήκη της, προωθώντας την εκμετάλλευση και το κέρδος με κάθε κόστος, κάτι που θα έχει τις ανάλογες συνέπειες. Δεν είναι τυχαίο ότι το βιβλίο ανοίγει και κλείνει μες στις φλόγες. Ο Οντζάκι είναι απολαυστικός, πότε λυρικά ελεγειακός, πότε απελευθερωτικά κωμικός, το ύφος του είναι μια μελαγχολία που χορεύει, και η μεταφράστρια Μαρία Παπαδήμα αποδίδει εκπληκτικά όλες τις κινήσεις της.
{SYG}Ondjaki{SYG}{TIT}Οι διάφανοι{TIT}{EKD}Μετάφραση Μαρία Παπαδήμα.Εκδόσεις Αιώρα, 2019, σελ. 448, τιμή 15,90 ευρ{EKD}ώ

