«Ιστορική» – και όχι άδικα – χαρακτηρίστηκε η καταρχήν συμφωνία μεταξύ Ισραήλ και Λιβάνου να προχωρήσουν στην οριοθέτηση των παρακείμενων θαλασσίων ζωνών τους. Και μπορεί πολλά να συμβούν ως την οριστική υπογραφή της συμφωνίας αυτής, που θα κριθεί τελικά από το πώς θα εφαρμοσθεί στην πράξη. Δεν παύει όμως να αποτελεί μια πρώτη θετική εξέλιξη, μεταξύ δύο χωρών που βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση εδώ και χρόνια και δεν διατηρούν καν διπλωματικές σχέσεις. Ενώ είναι απαραίτητο να τονισθεί ότι η συμφωνία αυτή δεν θα είχε επιτευχθεί χωρίς την ευθεία μεσολάβηση της Ουάσιγκτον. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι οι δύο χώρες δεν υπέγραψαν τα σχετικά κείμενα μεταξύ τους, αλλά η καθεμία χωριστά με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και το πιο εντυπωσιακό είναι ότι ακόμη και ο ηγέτης της εξτρεμιστικής φιλοϊρανικής οργάνωσης Χεζμπολάχ του Λιβάνου Χασάν Νασράλα την αποδέχθηκε τελικά.

Πιο εξτρεμιστής όμως ακόμη και από τον αιμοσταγή Νασράλα αποδεικνύεται ο περιώνυμος υπόδικος πρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπένιαμιν Νετανιάχου, ο οποίος απείλησε ότι αν επανέλθει στην εξουσία στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου, θα ακυρώσει τη συμφωνία και να δούμε τότε πώς θα αντιδράσουν οι Αμερικανοί και κυρίως ο ίδιος ο Μπάιντεν, εμπνευστής της συμφωνίας αυτής, που αντιμετωπίζει στις αρχές Νοεμβρίου τις κρίσιμες ενδιάμεσες εκλογές στο Κογκρέσο, όπου αν το Δημοκρατικό Κόμμα χάσει την πλειοψηφία θα έχει τα χέρια του δεμένα για την επόμενη διετία. Με την πιθανότητα να επανέλθει ίσως στην εξουσία ο Ντόναλντ Τραμπ, γνωστός θαυμαστής του Νετανιάχου. Αυτές όμως οι αρνητικές προβλέψεις δεν αναιρούν το τεράστιο επίτευγμα της συμφωνίας, σε μια στιγμή που τα όποια κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου αποκτούν νέα σημασία λόγω της γνωστής ενεργειακής κρίσης.

Και είναι φυσικό η εξέλιξη αυτή να αποτελεί επίσης ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς την Τουρκία του Ερντογάν, να εγκαταλείψει τις μονομερείς διεκδικήσεις και τις συνεχείς απειλές κατά της Ελλάδας και να προσέλθει επιτέλους σε έναν σοβαρό διάλογο με την Ελλάδα, για την επίλυση του εξαιρετικά κρίσιμου (ιδίως σήμερα) ζητήματος των θαλασσίων ζωνών. Ενας διάλογος, που αν δεν καταλήξει σε κάποια συμφωνία, όπως είναι το πιθανότερο, θα πρέπει να έχει ως στόχο την παραπομπή της διαφοράς στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αυτό σημαίνει όμως ότι και η ελληνική πλευρά θα πρέπει να είναι έτοιμη να αποδεχθεί την όποια απόφαση του Δικαστηρίου, που είναι απολύτως βέβαιο ότι δεν θα δίνει πλήρες δίκαιο ούτε στην Ελλάδα ούτε στη Τουρκία. Θα πρόκειται δηλαδή για έναν ουσιαστικό συμβιβασμό, ο οποίος όμως δεν θα πρέπει να καταγγελθεί ως «εθνική  προδοσία». Και το καίριο ερώτημα είναι αν έχει καλλιεργηθεί το απαραίτητο εκείνο κλίμα που μπορεί να οδηγήσει στην αποδοχή αυτού του αναγκαίου συμβιβασμού.