Στην πιο κρίσιμη καμπή στις σχέσεις της με τους γνωστούς δύο προβληματικούς γείτονές της η Ελλάδα βρίσκεται ουσιαστικά χωρίς υπουργό Εξωτερικών και χωρίς υπουργό Εθνικής Αμυνας. Διότι ο πρώτος έχει παραιτηθεί εδώ και μερικές εβδομάδες, χωρίς να έχει αντικατασταθεί, ενώ ο δεύτερος ασχολείται με την πολιτική του επιβίωση και ουδόλως πλέον με την άμυνα της χώρας, περιοριζόμενος απλώς στις γνωστές εθνικοπατριωτικές κραυγές που οξύνουν ακόμα περισσότερο τα πράγματα.

Μέσα σε αυτό το κλίμα μιας επικίνδυνης ιλαροτραγωδίας το αποτέλεσμα είναι τα μεν Σκόπια, με τις αποφάσεις τους, να ορίζουν πλέον τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας, η δε Αγκυρα να επωφελείται για να επιβάλει τις γνωστές θεωρίες της στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η κατάσταση που επικρατεί σήμερα μπορεί να συγκριθεί, δυστυχώς, μόνο με την περίοδο της κατάρρευσης της χούντας τη διετία 1973-74, όταν η Τουρκία βρήκε την ευκαιρία να θέσει όλο το φάσμα των μονομερών διεκδικήσεών της στο Αιγαίο, προτού προχωρήσει στην εισβολή στην Κύπρο. Ηταν η περίοδος της κυβέρνησης Ανδρουτσόπουλου, όπου ο αμερικανός απεσταλμένος στην Ελλάδα τη στιγμή της κορύφωσης της ελληνοτουρκικής κρίσης, αναζητούσε απεγνωσμένα τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών, ο οποίος είχε εξαφανιστεί από το γραφείο του. Σήμερα βέβαια δεν θα είχε λόγο να τον αναζητήσει, διότι απλώς δεν υπάρχει. Ενώ οι Τούρκοι, για να αποφύγουν τις έρευνες στις περιοχές όπου είναι ήδη παρούσες αμερικανικές εταιρείες, βρήκαν την ευκαιρία να επεκτείνουν τις δικές τους έρευνες γύρω από το ταλαίπωρο Καστελλόριζο, όπου δεν έχει εκδηλωθεί αμερικανικό ενδιαφέρον. Είναι μια περιοχή που η Αγκυρα έχει ήδη διεκδικήσει από το 2012, με κατάθεση των σχετικών χαρτών στον ΟΗΕ.

Το πρόβλημα όμως είναι (όπως μας υπενθύμισε ο καθηγητής Α. Συρίγος, «Καθημερινή», 7.12.2018) ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να μην έχει προσδιορίσει τα ακριβή όρια της υφαλοκρηπίδας της στη θαλάσσια αυτή ζώνη. Ενώ η Αγκυρα, στηριζόμενη σε διεθνή νομολογία για περιπτώσεις ανάλογες με το Καστελλόριζο, θεωρεί ότι η θέση της είναι ισχυρή.

Ολα αυτά φυσικά είναι εξαιρετικά σημαντικά θέματα που απαιτούν εκ μέρους μας μια συγκροτημένη και σοβαρή εξωτερική πολιτική, στο πλαίσιο μιας στοιχειώδους εθνικής συνεννόησης και μακριά από την επικρατούσα αντίληψη του εθνικολαϊκισμού για εσωτερική πολιτική κατανάλωση και άγρα ψήφων. Μια πολιτική που απλώς οξύνει τις ήδη εξαιρετικά επικίνδυνες καταστάσεις και πάντως δεν προωθεί τις αναγκαίες τη στιγμή αυτή λύσεις. Οπως αποδεικνύεται άλλωστε και από τις τελευταίες εξελίξεις. Αλλά πώς μπορεί να συμβεί αυτό όταν ο πρωταρχικός στόχος του έλληνα υπουργού Εθνικής Αμυνας είναι η αντιμετώπιση του τρομερού και φοβερού αλυτρωτισμού των αδύναμων Σκοπιανών (γι’ αυτό άλλωστε απειλεί με παραίτηση) και όχι της πραγματικής απειλής που αντιμετωπίζουμε από τους πανίσχυρους και αδίστακτους Τούρκους;