Μια ελεγεία για τη Μαρία
Στην «Ανέμελη δυστυχία» ο νομπελίστας συγγραφέας Πέτερ Χάντκε ανασυστήνει σε ένα συνταρακτικό κείμενο τη ζωή και τον χαρακτήρα της μητέρας του που αυτοκτόνησε
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Στις αρχές του περασμένου Δεκεμβρίου, όταν ο Πέτερ Χάντκε βρέθηκε στη Στοκχόλμη για να παραλάβει το Νομπέλ Λογοτεχνίας 2019, έδωσε και την καθιερωμένη διάλεξή του στη Σουηδική Ακαδημία, όπως παραδοσιακά συμβαίνει με όλους τους βραβευμένους συγγραφείς. Αναφερόμενος στα παιδικά του χρόνια, ανακάλεσε τις «σύντομες αφηγήσεις» της μητέρας του για τους ανθρώπους της υπαίθρου, «οι οποίες ακούγονταν, τουλάχιστον στα δικά μου αφτιά, σαν «μοναδικά περιστατικά», για να χρησιμοποιήσω τη φράση του Γκαίτε. Είναι πιθανό η μητέρα μου να έλεγε τα ίδια πράγματα στα αδέλφια μου, επίσης. Ομως στη μνήμη μου ήμουν ανέκαθεν ο αποκλειστικός της ακροατής». Ωστόσο, τα περισσότερα από εκείνα τα περιστατικά, συνέχισε ο Χάντκε, αφορούσαν μέλη της άμεσης ή ευρύτερης οικογένειας της μητέρας του, της Μαρίας, η οποία είχε σλοβενική καταγωγή, «και σχεδόν πάντοτε το βασικό πρόσωπο ήταν ένας από τους δύο αδελφούς της» που «έπεσαν στο πεδίο της τιμής» κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη συνέχεια ο αυστριακός συγγραφέας, γεννημένος το 1942 στο Γκρίφεν της Καρινθίας, αναπαρήγαγε συγκεκριμένα «δύο επεισόδια», τα οποία, όπως μάλιστα υπογράμμισε ο ίδιος, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πνευματική και καλλιτεχνική του διαμόρφωση – εξυπακούεται δε ότι ενσωματώθηκαν κατόπιν, με διάφορους τρόπους, μεταπλασμένα, και σε ορισμένα από τα έργα του.
Το πρώτο επεισόδιο (στεκόμαστε μονάχα σε αυτό, μολονότι το άλλο, αν και εξόχως φοβερό, δεν είναι της παρούσης), με πρωταγωνιστή τον νεότερο αδελφό της μητέρας του Χάντκε, το διαβάζουμε και στην αρχή της Ανέμελης δυστυχίας (Wunschloses Unglück, 1972), σε τούτη τη νέα έκδοση του βιβλίου που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Βρισκόμαστε, εν προκειμένω, στην περίοδο του Μεσοπολέμου. Ο Χανς, εξαιρετικός μαθητής, ο οποίος είχε βρει «μάλλον συμπτωματικά παρά εσκεμμένα μια κενή θέση στο γυμνάσιο, ύστερα από λίγες μέρες δεν άντεξε άλλο το ξένο περιβάλλον, γύρισε νυχτιάτικα από την περιφερειακή πρωτεύουσα στο σπίτι διανύοντας με τα πόδια σαράντα χιλιόμετρα – ήταν Σάββατο, οπότε συνήθως γινόταν γενική καθαριότητα στο σπίτι και στο αγρόκτημα – κι άρχισε αμέσως να σκουπίζει την αυλή μπροστά στο σπίτι χωρίς να βγάλει κιχ∙ εξάλλου αρκούσε για σημάδι ο θόρυβος που έκανε με την τσουγκράνα μέσα στο χάραμα. Μετά έγινε μαραγκός, πολύ καλός κι ευχαριστημένος με τη δουλειά του». Γιατί επέστρεψε ο Χανς; Από την ακατανίκητη νοσταλγία του για το χωριό. Επέστρεψε δηλαδή επειδή δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, επειδή είχε κι αυτός βαθιά μέσα του «τους ριζωμένους, τους προαιώνιους εφιάλτες των φουκαράδων, που νιώθουν παντού σαν ξενιτεμένοι».
O Πέτερ Χάντκε, προφανώς, δεν προκρίνει τυχαία αυτή την ιστορία, αντιθέτως το κάνει για να αναδείξει την παράξενη δύναμη που ασκεί στους ανθρώπους ο περίκλειστος γενέθλιος τόπος, ιδίως όταν μετατρέπεται σε μια αδιόρατη φυλακή η οποία, σαν ολέθρια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, προδιαγράφει και καταπνίγει τις ατομικές δυνατότητές τους. Οι τελευταίες θυσιάζονται, συνήθως, στον βωμό των «κοινωνικών συνθηκών», ταξικών και πολιτισμικών κατά το πλείστον, ένα πλαίσιο ζωής που μετουσιώνεται σιγά-σιγά και σε πλαίσιο θανάτου. Η Ανέμελη δυστυχία του Πέτερ Χάντκε εξιστορεί έναν «οικειοθελή θάνατο». Είναι ένα ελεγειακό αφήγημα για την απώλεια της μητέρας του, για τη φρίκη και το αβάσταχτο κενό που ανοίγει στη συνείδηση ενός ανθρώπου ένα τέτοιο γεγονός.
Τούτο το ολιγοσέλιδο αλλά συνταρακτικό κείμενο ξεκινά με το τηλεγραφικό δημοσίευμα μιας κυριακάτικης τοπικής εφημερίδας: «Νοικοκυρά 51 ετών από το Α. (κοινότητα Γκ.) αυτοκτόνησε τη νύχτα προς το Σάββατο παίρνοντας υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών». Πώς γράφει κανείς για τη μάνα του; Πώς γράφει κανείς για μια μάνα που αυτοκτόνησε; Με τρόμο, είναι η απάντηση. Το συγκινητικό στην περίπτωση του αυστριακού νομπελίστα, αυτού του κορυφαίου συγγραφέα της γερμανόφωνης λογοτεχνίας, είναι ότι μας εκθέτει απογυμνωμένη την επίπονη και ιδιόμορφη δυσκολία να καταπιαστεί κανείς με ένα τέτοιο εγχείρημα. Είναι αξιοθαύμαστη η αντικειμενική αγωνία του Χάντκε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, να βρει εκείνη ακριβώς την ιλιγγιώδη ισορροπία που δεν θα προδώσει ούτε τη «θέρμη» του βιώματος ενός γιου, ούτε την «παγερή» διαχείριση ενός λογοτέχνη.
«Αντιπαραβάλλω λοιπόν το γενικό απόθεμα διατυπώσεων για τη βιογραφία μιας γυναικείας ζωής, πρόταση προς πρόταση, με την ιδιαίτερη ζωή της μητέρας μου» αποφαίνεται ο ίδιος σε κάποιο σημείο, σε ένα από τα πολλά εξαίρετα δοκιμιακά κομμάτια τα οποία παρεμβάλλονται σαν εκλάμψεις σε τούτη την ανοιχτή διαδικασία ανασύστασης του χαρακτήρα και της πορείας της δικής του Μαρίας, η οποία όμως, για να έχει νόημα όλο αυτό, πρέπει, ως έναν βαθμό, να γίνει και δική μας. Ο Πέτερ Χάντκε το δίχως άλλο τα καταφέρνει, με ένα ύφος που εισχωρεί στο δέρμα, ένα ύφος αποφθεγματικό και κρυστάλλινο που λειτουργεί σαν ψυχοσυναισθηματικό εκκρεμές ανάμεσα στην (αναπόδραστη) ταύτιση και στην (επιχειρούμενη) αποστασιοποίηση. Η όποια λύτρωση εδώ δεν έγκειται παρά μόνο στην προσπάθεια να εξευμενιστεί το απροσπέλαστο μυστήριο ενός άλλου ανθρώπου. Στην Ανέμελη δυστυχία παρακολουθούμε, κι αυτό αρκεί για τους επίδοξους αναγνώστες, πώς μια συνηθισμένη και την ίδια στιγμή αντισυμβατική για την εποχή της γυναίκα περνά σταδιακά από την ενθουσιώδη κατάφαση στην ολοκληρωτική άρνηση της ζωής, σε μια αθεράπευτη θλίψη που αφανίζει εν τέλει την ίδια της την ύπαρξη.
{SYG}Πέτερ Χάντκε{SYG}{TIT}Ανέμελη δυστυχία – Μια αφήγηση{TIT}{EKD}Μετάφραση Σπύρος ΜοσκόβουΕκδόσεις Εστία, 2020, σελ. 88, τιμή 13 ευρ{EKD}ώ

