Ελισάφ Μωυσής Δήμαρχος Ιωαννίνων

Μια εφημερίδα, ένας αιώνας

«Το αντίξουν συμφέρον και εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίαν και πάντα κατ΄ έριν γίνεσθαι» (Tο αντίξοον συναθροίζεται και από τα πράγματα που διαφέρουν προκύπτει η ωραιότερη αρμονία).

Ηράκλειτος

Πρώτα να ευχαριστήσω θερμά για την τιμητική και βαθιά συγκινητική πρόταση να συμμετέχω με ένα κείμενο στο αφιέρωμα για τα 100 χρόνια από την έκδοση της εφημερίδας «Το Βήμα». Κι αμέσως μετά να αναφερθώ στην πράγματι ακόμη μεγαλύτερη συγκίνηση που μου προξένησε η απόπειρα μιας αναδρομής στη σχεδόν 60χρονη σχέση μου ως αναγνώστη με την εφημερίδα, αλλά και τη ζωή μου και τη διαμόρφωση της όποιας ταυτότητάς μου.

Μια εφημερίδα που διαβάζει κανείς ανελλιπώς για περίπου 60 χρόνια καταλήγει σαν «κοσμική πρωινή προσευχή», όπως έλεγε ο Χέγκελ. Μεγαλώνει μαζί της και σε μια διαλεκτική σχέση αμοιβαίας αλληλεπίδρασης, ο μεν αναγνώστης χτίζει αργά-αργά, και με την επιρροή της, την όποια ταυτότητά του, αλλά και η εφημερίδα διαμορφώνει μια συνέχεια που να διασφαλίζει τη διάρκεια της σχέσης.

Στην αρχή τον πρώτο και αυθεντικό λόγο ασφαλώς τον έχει η εφημερίδα. Σιγά-σιγά όμως και μέσα από την ποικίλη ύλη της αρχίζει ο αναγνώστης να επιλέγει, είτε με βάση τις ενδιάθετες προτιμήσεις του είτε, και κυρίως, εξαιτίας της ποιότητας των κειμένων, αλλά και της απήχησης που απολαμβάνουν από την κοινή γνώμη οι συνεργάτες της εφημερίδας.

Φέρνω με συγκίνηση στον νου μου, που, με το άνοιγμα της εφημερίδας, το πρώτο που έψαχνα ήταν το χρονογράφημα του Π. Παλαιολόγου για να χαρώ τις απαντήσεις που έδινε σε κάποιο θέμα που ο ίδιος έθετε. Κυρίως όμως να χαρώ αλλά και να μιμηθώ το απίθανα κομψό ύφος. Λίγο αργότερα σίγουρα άρχισαν να με κυριεύουν και οι επιφυλλίδες με τα τόσο τρανταχτά ονόματα: Ε. Παπανούτσος, Η. Βενέζης, Α. Τερζάκης και τόσοι άλλοι.

Οι ειδήσεις κέρδιζαν ακόμη περιορισμένο ενδιαφέρον.

Με τον καιρό, όμως, και καθώς η ιστορία κινούνταν με διαρκώς αυξανόμενη επιτάχυνση, και τα γεγονότα εξελίσσονταν συχνά θολά κι αβέβαια, τα ερωτήματα και οι απορίες πλήθαιναν αντιστοίχως. Η χώρα ζούσε στην πυκνή και διαρκή σκιά του εμφυλίου: Οι μνήμες νωπές, το κοινωνικό σώμα σχεδόν κομμένο στα δύο, από εδώ οι ηττημένοι και ανένταχτοι «όρθιοι και μόνοι μες στην ερημία του πλήθους», όπως έλεγε ο ποιητής, από εκεί οι ενταγμένοι, βεβαιωμένοι αν και επρόκειτο για μια αμφίβολη αλήθεια, διαμόρφωναν έναν νέο διχασμό, τόσο γνώριμο στην ελληνική ιστορία.

Η πολιτική σκέψη έπλεε σε ένα  πέλαγος από αβεβαιότητες. Καθώς μάλιστα οι εφημερίδες πολλαπλασιάζονταν και πολλές από αυτές διεύρυναν το χάσμα μεταξύ των «εμείς» και «εσείς», εγκαθιδρύοντας έτσι στη χώρα την πόλωση, η πολιτική διαφορά σε μια διαστροφική μετάλλαξη κατέληγε σε εχθρότητα. Το έρεβος των άκρων θριάμβευε, ενώ η «δημοκρατία», μαζί και το μέλλον της χώρας,  ασφυκτιούσε ανάμεσά τους. «Το Βήμα» επέλεξε τη «χρυσή μεσότητα» του Αριστοτέλη. Την ήρεμη σκέψη, την αφανάτιστη που σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να δέρνεται από τις δύο πλευρές. Και θυμούμαι υπήρξαν και μέρες που αγοράζαμε «Το Βήμα» από την ανάποδη, να μη φαίνεται ο τίτλος.

Οι καιροί όμως έτρεχαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Κανένας άλλος αιώνας δεν είχε τόσο πολλές και βαθιές τεχνολογικές αλλαγές, όσες ο 20ός αιώνας: Στα ΜΜΕ, για παράδειγμα, εκτός από δημοσιογραφία που έρχονταν από περασμένους αιώνες, εμφανίζεται το ραδιόφωνο, η τηλεόραση και τέλος το διαδίκτυο. Και προς στιγμήν φάνηκε – και φαίνεται ακόμη – ότι κάθε νέα τεχνολογική εφεύρεση θα καταβρόχθιζε την προηγούμενη. Οι εφημερίδες αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν για να επιβιώσουν.

Το ίδιο έκανε και «Το Βήμα». Αλλαξε τρόπο έκδοσης εμπλουτίστηκε με προσφορές (περιοδικά, βιβλία κ.λπ.) και κατά περιόδους έγινε και εβδομαδιαίο. Δεν άλλαξε όμως τους στόχους. Πολλαπλασίασε τα μέσα, άφησε αναλλοίωτο τον στόχο. Ητοι τη χρυσή μεσότητα, τη σοβαρότητα, τη μετριοπάθεια και κυρίως έναν κώδικα αξιών με βάση τον οποίο είχε δημιουργήσει ένα σταθερό αναγνωστικό κοινό.

«Το Βήμα» διήνυσε ένα εκπληκτικό ταξίδι ενός αιώνα ως πρωινή εφημερίδα. Τίμησε με συνέπεια το άρρηκτο συμβόλαιο μεταξύ της δημοσιογραφίας και του αναγνωστικού κοινού που το στήριζε. Και, ως εφημερίδα, τίμησε την αγωνία να αποτυπώνεται το εφήμερο, το φευγαλέο και βραχύβιο με όση ακρίβεια, ήθος και ύφος ήταν δυνατόν, ως βήμα όμως τίμησε την αποστολή που του εμπιστεύτηκε ο ιδρυτής του και έγινε πράγματι  βήμα ιδεών και αξιών. Εδωσε δηλαδή τη δυνατότητα στις ιδέες να προωθούνται στο κοινό και να διαμορφώνουν μέσα από την ώσμωσή τους ή και τη σύγκρουσή τους έναν διαχρονικό κώδικα αξιών, εγγύηση της διάρκειας του συμβολαίου, αλλά και οδοδείκτη της ίδιας της δημοκρατίας, της οποίας «η ωραιότερη αρμονία», σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, δεν προκύπτει παρά «από τα πράγματα που διαφέρουν».

Μικρή, αλλά πειστική απόδειξη των παραπάνω είναι και τα εξής:

Τον Μάιο του 1963 ο οργανισμός Λαμπράκη ξεκινά την παράλληλη έκδοση του σπουδαίου και αρχειακού περιοδικού πνευματικού προβληματισμού και γενικής παιδείας «ΕΠΟΧΕΣ» με διευθυντή τον Αγγελο Τερζάκη και συμβούλους τους Γιώργο Σεφέρη, Κ. Θ. Δημαρά, Γιώργο Θεοτοκά, Κ. Σκαλιόρα, Λ. Β. Καραπαναγιώτη και Χ. Δ. Λαμπράκη. Ηδη με το πρώτο τεύχος δηλώνεται ο σκοπός του περιοδικού:

«…Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός όπως τον διαμόρφωσαν διαδοχικά ο αρχαίος ελληνικός κόσμος, ο ρωμαϊκός κόσμος και ο χριστιανικός, είναι εξαρτημένος στη συνείδησή μας από μερικές αξίες που το άθροισμά τους διαγράφει την τέλεια μορφή του ανθρώπου όπως τον θέλει ο πολιτισμός αυτός. Χωρίς καμία κλιμάκωση, αλλά με τη σειρά της αλληλουχίας τους μέσα στη συνείδησή μας  θα έπρεπε να μνημονευτεί πρώτη η ελευθερία του στοχασμού. Αποκλείει κάθε υλική ή ηθική αναστολή για τον άνθρωπο που στοχάζεται. Χωρίς τη βασική αξία, μαζί με το ομόλογό της, την ελευθερία στην έκφραση των διανοημάτων, όλες οι άλλες αξίες γίνονται περιττές, άχρηστες -μπορεί, κατά περίπτωση και βλαβερές…».

Η έκδοση του περιοδικού συνεχίστηκε ως τον Ιούνιο του 1966, με τελευταίο τεύχος το 38ο. Ως προς το περιεχόμενο περιορίζομαι να σημειώσω ότι μεταξύ άλλων και σημαντικών παρουσιάζονται αναλυτικά ισάριθμοι φιλόσοφοι, με τον Επίκτητο στο πρώτο και τον Σαρτρ στο τελευταίο. Η έκδοση γίνεται σε βαρύ χαρτί που να αντέχει στον χρόνο, όπως και τα κείμενά του. Και είναι πολλές οι φορές που ακόμη και σήμερα προστρέχω στη βιβλιοθήκη και σε κάποιο τεύχος με τη διαρκώς επαναλαμβανόμενη αίσθηση ότι δεν διαβάζω μόνον κάτι επίκαιρο, αλλά και κάτι που δείχνει και το μέλλον.

Επίσης οι επιφυλλίδες του Ε. Παπανούτσου, αλλά και πολλών άλλων στη συνέχεια, εκδόθηκαν σε πολυσέλιδους τόμους για να διαβάζονται «εσαεί», όπως θα έλεγε ο Θουκυδίδης. Το ίδιο και πολλές νουβέλες που πρωτο-δημοσιεύτηκαν στις «ΕΠΟΧΕΣ», όπως για παράδειγμα «Η κάθοδος των εννέα» του Θανάση Βαλτινού, η οποία στη συνέχεια είχε λαμπρή εκδοτική και λογοτεχνική επιτυχία.

Ενα ακόμη ελάχιστο δείγμα της διαχρονικότητας της ύλης είναι και το γελοιογραφικό «σχόλιο» του Κ. Μητρόπουλου που δημοσιεύεται στο πρώτο κιόλας τεύχος των «ΕΠΟΧΩΝ» και που η διαχρονική του επικαιρότητα, ιδιαίτερα σήμερα με τη φρίκη της Ουκρανίας, ξεπερνάει κάθε φαντασία.

Τα μέσα, οι συνεργάτες, οι αναγνώστες, η ανταγωνιστικότητα. Δεν άλλαξαν όμως όλα. Ο κώδικας αξιών παραμένει δαχτυλίδι αρραβώνων εφημερίδας και αναγνωστών. Και μαζί η χρυσή μεσότητα, η μετριοπάθεια, η ώσμωση των διαφορετικοτήτων

Βέβαια ο τεχνολογικός κατακλυσμός συνεχίζεται με επιταχυνόμενο ρυθμό. Τα νέα επικοινωνιακά μέσα, κυρίως η τηλεόραση και το διαδίκτυο, επιτυγχάνουν τη ροή των γεγονότων σε πραγματικό χρόνο και σε όλο το 24ωρο. «Η κοσμική πρωινή προσευχή», που έλεγε ο Χέγκελ, αντικαταστάθηκε από τα πρωινάδικα, τα κινητά ή και το διαδίκτυο. Οι εφημερίδες κατέφυγαν σε εβδομαδιαίες εκδόσεις ή στις προσφορές, όπως βιβλία, ένθετα περιοδικά ποικίλης ύλης, αφιερώματα, CD και άλλα. Οι «ΕΠΟΧΕΣ» προφανώς πέρασαν ως  «ΝΕΕΣ ΕΠΟΧΕΣ» στο κυρίως σώμα της εφημερίδας και συνεχίζουν.

Στο τσουνάμι αυτών των ραγδαίων αλλαγών και «Το Βήμα» κλυδωνίστηκε αλλά τελικά επιβίωσε και επιβιώνει ως «Το Βήμα της Κυριακής». Αλλαξαν πολλά. Τα μέσα, οι συνεργάτες, οι αναγνώστες, η ανταγωνιστικότητα. Δεν άλλαξαν όμως όλα. Ο κώδικας αξιών παραμένει δαχτυλίδι αρραβώνων εφημερίδας και αναγνωστών. Και μαζί η χρυσή μεσότητα, η μετριοπάθεια, η ώσμωση των διαφορετικοτήτων.

Και, ευτυχώς, συνεχίζει απείραχτη και η ελπίδα ότι υπάρχει ακόμη ελπίδα.

ΓΡΑΦΟΥΝ ΓΙΑ ΤΑ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ