Η συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης, που ξεκίνησε εν όψει των ευρωεκλογών του Μαΐου του 2019, είναι μια δύσκολη συζήτηση σε μια «δύσκολη» Ευρώπη.
Μετά το γαλλικό δημοψήφισμα του 2005 και την οριακή επικράτηση του «Οχι» για το Ευρωσύνταγμα, η ΕΕ βυθίστηκε σε μια πολυεπίπεδη κρίση στην οποία προστέθηκε τα τελευταία χρόνια και η μεγάλη κρίση για το Προσφυγικό.
Σήμερα η ΕΕ βιώνει μια μεγάλη σύγκρουση. Οπου από τη μια πλευρά έχουμε αυτούς που ζητούν μια Ευρώπη «φρούριο» (Ορμπαν και Σαλβίνι) και από την άλλη πλευρά έχουμε την πρόταση για μια Ευρώπη φιλελεύθερη με ενισχυμένη προστασία των εξωτερικών συνόρων, που υποστηρίζεται κυρίως από τον Μακρόν και τη Μέρκελ.
Ειδικότερα ο Εμανουέλ Μακρόν μετά τη νίκη του απέναντι στον εθνολαϊκισμό τον Μάιο το 2017, έδωσε μια νέα διάσταση στη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης και δημιούργησε νέες προϋποθέσεις για τον γαλλογερμανικό άξονα, που είναι πάντα απαραίτητος για την προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποιητικής διαδικασίας.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει ανάγκη από πολιτικούς ηγέτες με ξεκάθαρες ευρωπαϊκές θέσεις γιατί αντιμετωπίζει σήμερα σοβαρές απειλές. Ηγέτες που δεν θα επικαλούνται διαρκώς το «εθνικό συμφέρον» που εγκλώβισε την ΕΕ στα «εθνικά εγώ». Σε αυτόν τον εγκλωβισμό των «εθνικών εγωισμών» εντάσσεται και το βρετανικό δημοψήφισμα που οδήγησε στο Brexit.
Μπορεί άραγε το Brexit να αφυπνίσει πολιτικά την Ευρώπη και να την κάνει να αλλάξει; Σήμερα, με τη Γερμανία να είναι ο βασικός πρωταγωνιστής της ευρωζώνης, είναι προφανής η ανάγκη για ένα πιο λειτουργικό σύστημα  για την ευρωζώνη, η οποία ούτως ή άλλως αποτελεί μέρος του προβλήματος γιατί είναι μια ατελής οικονομική και νομισματική ένωση χωρών-μελών με διαφορετικά χαρακτηριστικά.
 Η εμβάθυνση-ολοκλήρωση της ευρωζώνης που θα μπορούσε να συνοδεύεται από τη δημιουργία θέσης υπουργού Οικονομικών της ευρωζώνης, τη μετεξέλιξη του μόνιμου μηχανισμού ΕSM σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, ανεξάρτητο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (κάποιοι τη θεωρούν ευάλωτη σε πολιτικές πιέσεις), ίσως και  Κοινοβουλίου, θα είναι ο βασικός άξονας των θεσμικών συζητήσεων που ήδη έχουν αρχίσει.
Τις παραπάνω προτάσεις πιθανότατα θα συμπληρώνει το σχέδιο ανάπτυξης της ευρωπαϊκής κοινής άμυνας προκειμένου η ΕΕ να είναι σε θέση να εξασφαλίζει τη στρατηγική της αυτονομία, να μπορεί να διαχειριστεί τις διεθνείς κρίσεις μόνη της και να εγγυάται τα εξωτερικά σύνορά της. Την πρόταση αυτή επανέλαβε ο πρόεδρος Μακρόν και στην ομιλία του στη Σορβόννη τον Σεπτέμβριο του 2017. Ηδη αυτή η γαλλική ιδέα για μια Συμμαχία Πρωτοβουλίας Ευρωπαϊκής Επέμβασης δρομολογείται με την επιστολή που υπέγραψαν εννέα χώρες και κατέθεσαν στη Σύνοδο Κορυφής του περασμένου Ιουνίου. Πρόκειται για τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Βρετανία (που θέλει να ενισχύσει τη θέση της μετά το Brexit), την Ισπανία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, την Πορτογαλία, τη Δανία, την Εσθονία και την (προβληματική) Ιταλία που το συζητάει.
Δυστυχώς απουσιάζει η Ελλάδα. Φαίνεται πως η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει πειστεί πως η ελληνική κυριαρχία διασφαλίζεται μέσα από την ενίσχυση της συλλογικής ευρωπαϊκής κυριαρχίας.
Προφανώς μιλάμε για μια Ευρώπη «πολλών ταχυτήτων». Ηδη από τη Σύνοδο Κορυφής της Βαλέτας, στις αρχές Φεβρουαρίου του 2017, η πρόταση της Μέρκελ έδωσε το στίγμα για μια νέα συζήτηση. Τα τελευταία χρόνια φάνηκε «πως θα υπάρξει μια ΕΕ με διαφορετικές ταχύτητες, ότι δεν μπορούν όλες οι χώρες να προχωρήσουν στα ίδια επίπεδα ενοποίησης» υποστήριξε η γερμανίδα καγκελάριος.
Τις απόψεις τής Μέρκελ συμπλήρωσαν τότε οι τρεις χώρες της Μπενελούξ με το έγγραφο που κατέθεσαν το 2017, στο οποίο αναφέρεται ξεκάθαρα η ανάγκη δημιουργίας μιας Ευρώπης πολλών ταχυτήτων. Μιλούσαν για «διαφορετικά μονοπάτια ολοκλήρωσης και ενισχυμένης συνεργασίας που θα μπορούσαν να παρέχουν αποτελεσματικές απαντήσεις στις προκλήσεις που επηρεάζουν τα κράτη-μέλη με διαφορετικούς τρόπους».
Είναι προφανές πως η νέα συζήτηση για το μέλλον της ΕΕ και της ευρωζώνης θα είναι το στοίχημα για περισσότερη και καλύτερη Ευρώπη. Για να ολοκληρωθεί το ημιτελές οικοδόμημα απαιτείται «περισσότερη» Ευρώπη.
Η μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα η ΕΕ των «27» είναι το αν θα μπορέσει να προσαρμοστεί στις νέες προκλήσεις του 21ου αιώνα και να συνδιαμορφώσει τελικά τη νέα ατζέντα της διεθνούς πολιτικής και των διατλαντικών σχέσεων. Αυτό θα της επιτρέψει να ανακτήσει την κυριαρχία της και να διεκδικήσει πρωταγωνιστικό ρόλο ως παγκόσμια δύναμη. Οπως έχει δείξει και η μέχρι σήμερα πορεία της ευρωπαϊκής  ενοποίησης, η Ευρώπη επιβεβαιώνει την αξία της μόνο όταν επιδεικνύει την ικανότητά της να απαντά στις προκλήσεις της Ιστορίας.
Η νέα συζήτηση για το μέλλον της ΕΕ πρέπει να οδηγήσει σε μια νέα αλληλεγγύη συμφερόντων σε ευρωπαϊκό επίπεδο που θα συμπληρώνει και δεν θα ακυρώνει το εθνικό συμφέρον.
Σε αυτόν τον διάλογο η ελληνική πλευρά πρέπει να προσέλθει γνωρίζοντας πως η ένταξη της χώρας μας στην ΕΕ και στην ευρωζώνη λειτούργησε ως δίχτυ ασφαλείας και αλληλεγγύης.
Ειδικότερα τα τελευταία χρόνια το ευρωπαϊκό θεσμικό κεκτημένο ήταν εκείνο που δεν επέτρεψε στην οικονομική κρίση να οδηγήσει την Ελλάδα στην κατάρρευση.
Ο κ. Σωτήρης Ντάλης είναι επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής και Ευρωπαϊκής Ενοποίησης στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Πρόσφατο βιβλίο του, « Η «δύσκολη» Ευρώπη. Σε αναζήτηση της νέας ευρωπαϊκής αλληλεγγύης». Εκδόσεις Παπαζήση.