Οποιος έτυχε να βρεθεί στο Φεστιβάλ των Καννών του 2002 είναι βέβαιο ότι δεν θα ξεχάσει ποτέ τον πυρετό που είχε προκαλέσει τότε η αναμονή της προβολής της γαλλικής ταινίας «Μη αναστρέψιμος» του Γκασπάρ Νοέ. Η μεγαλύτερη διαφήμιση του φιλμ (εντός διαγωνιστικού τμήματος) ήταν η σκηνή του ωμού βιασμού της Μόνικα Μπελούτσι σε μια υπόγεια διάβαση του Παρισιού. Ενα εφιαλτικό μονοπλάνο επτά περίπου λεπτών ενταγμένο μάλιστα σε μια ταινία γυρισμένη ανάποδα: η ιστορία τού «Μη αναστρέψιμος» ξεκινούσε από το τέλος και όδευε προς την αρχή της. Σήμερα, 16 χρόνια αργότερα, η ταινία που έκανε μεγάλη αίσθηση και στο κοινό παραμένει σήμα κατατεθέν του γεννημένου στο Μπουένος Αϊρες 55χρονου γάλλου σκηνοθέτη, παραγωγού και σεναριογράφου, ο οποίος ελκύεται πάντα από ακραίες ιστορίες σύγχυσης και χάους, όπως συμβαίνει με το «Climax», την τελευταία δημιουργία του που από την περασμένη Πέμπτη προβάλλεται και στην Ελλάδα.
Τι μπορεί να συμβεί όταν μια ομάδα χορευτών συγκεντρωμένων σε ένα σπίτι για τις πρόβες μιας παράστασης αντιληφθεί ότι το αλκοόλ που έπινε στην προετοιμασία ήταν νοθευμένο με ναρκωτικά; Πάνω σε αυτή την ιδέα ο Νοέ χτίζει μια απολύτως οργανωμένη ταινία χάους, η οποία από τη μέση και μετά μετατρέπεται σε σχεδόν σουρεαλιστικό εφιάλτη. Η ταινία είναι βασισμένη σε ένα πραγματικό περιστατικό που συνέβη στη Γαλλία πριν από 22 χρόνια και είχε στοιχειώσει τότε τον Νοέ, ο οποίος ωστόσο το μετουσίωσε σε κάτι τελείως δικό του.
«Νιώθω χαρούμενος όταν δουλεύω μέσα στο χάος, γιατί ξέρω πως μέσα από το χάος μπορούν να δημιουργηθούν εικόνες πραγματικά δυνατές, πραγματικά ρεαλιστικές» είπε στο «Βήμα» τηλεφωνικώς από το Παρίσι ο Νοέ, ο οποίος ήθελε πολύ να έρθει στην Αθήνα για την προώθηση του «Climax», όμως δεν τα κατάφερε γιατί η ταινία άνοιγε την ίδια περίπου περίοδο στη Γαλλία και την Αγγλία. «Ξέρεις, δεν είναι πολλές οι χώρες στις οποίες τον τελευταίο καιρό μου αρέσει να πηγαίνω» είπε ανοίγοντας μια παρένθεση ο σκηνοθέτης. «Ο κόσμος είναι πια τόσο συντηρητικός, τόσο προβλέψιμος, και η Ελλάδα είναι μία από τις ελάχιστες χώρες που πραγματικά μου αρέσουν. Εκεί θέλω να περνώ τις διακοπές μου, μου αρέσουν οι άνθρωποι».

Αυτοσχεδιασμός

«Το καλό όταν γυρίζεις μια ταινία σε χρονολογική σειρά και σε έναν συγκεκριμένο χώρο είναι ότι δεν ξοδεύεις χρόνο μεταφερόμενος από το ένα σημείο στο άλλο» είπε ο Νοέ που γύρισε το «Climax» μέσα σε μόλις 16 ημέρες. Ως τη μέση της ταινίας όλα πήγαιναν σύμφωνα με τον προγραμματισμό. Από τη μέση και μετά όμως, όταν ο έλεγχος των ηρώων της ιστορίας χάνεται, εφόσον το ναρκωτικό αρχίζει να δραστηριοποιείται, οι ίδιοι οι χορευτές που λαμβάνουν μέρος ως ηθοποιοί στην ταινία «θέλησαν να αφήσουν τον εαυτό τους ελεύθερο και να αυτοσχεδιάσουν, παρότι στην πραγματικότητα δεν είχαν αγγίξει καμία ουσία. Δεν κάπνιζαν, δεν έπιναν, δεν έπαιρναν ναρκωτικά». Πραγματικά, το ενδιαφέρον με το «Climax» είναι ότι δείχνει στέρεα δομημένο την ώρα που σου δίνει την εντύπωση ότι είναι προϊόν αυτοσχεδιασμού. «Κάπως έτσι συμβαίνει. Ξεκινάς με τη ραχοκοκαλιά της ταινίας, το σενάριο. Το δέρμα είναι πάντα ο χώρος αλλά η σάρκα είναι το παν, το ίδιο το γύρισμα. Οι ηθοποιοί είναι τα κόκαλα. Ετσι φτιάχνεις την ταινία σου».

Ταινίες-roller coaster

Ρωτώ τον Γκασπάρ Νοέ τι είναι αυτό που βρίσκει τόσο συναρπαστικό κινηματογραφώντας ανθρώπους που οδηγούνται στην πλήρη εξουθένωση γιατί όλες του οι ταινίες έχουν αυτό το χαρακτηριστικό. Στην αμέσως προηγούμενή του π.χ., το «Love», παρακολουθούμε ανθρώπους να κάνουν σεξ μέχρις εξαντλήσεως! «Διάβασα κάποτε σε ένα άρθρο, νομίζω σε ένα σάιτ που λέγεται Senses Cinema, ότι δεν γυρίζω ταινίες σαν τους άλλους γιατί οι δικές μου ταινίες είναι σαν roller coaster» είπε ο Νοέ. «Είναι αλήθεια. Εξάλλου μου αρέσουν τα  θεματικά πάρκα, τα τρένα του τρόμου και τα roller coasters. Ωστόσο, έχω την εντύπωση ότι η θεματολογία των ταινιών μου συνδέεται με καταστάσεις στις οποίες έχω βρεθεί. Οταν αναμειγνύεις τη βότκα με το τζιν μπορούν να προκύψουν τεράστιες ανοησίες, οι άνθρωποι γίνονται εξαιρετικά σκληροί. Κάθε άνθρωπος που έχει βιώσει καβγά μεθυσιού μπορεί να συσχετιστεί με την ταινία».
Δεν μπαίνει φυσικά σε λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής του, λέει όμως ότι σήμερα είναι άνθρωπος ολιγαρκής. Τα τελευταία χρόνια ο μόνος εθισμός του είναι η αγορά υλικών αγαθών από το eΒay. Κινηματογραφικές αφίσες κυρίως. Μιλά με υπερηφάνεια για μια σπάνια αφίσα του «Μ», της ταινίας του Φριτς Λανγκ που στολίζει το μικρό παριζιάνικο διαμέρισμά του. «Στόχος μου δεν ήταν ποτέ τα πολλά λεφτά και δεν καταλαβαίνω τι εννοεί ο κόσμος όταν μιλά για επιτυχία. Μου αρέσει να κάνω τις δικές μου μικρές ταινίες και αν μπορώ να βρω λίγα λεφτά για να γυρίσω μια ταινία μέσα σε λίγες ημέρες, όπως έκανα με το «Climax», είμαι ευτυχισμένος, ιδίως όταν όλα έχουν καταλήξει καλά». Ο Νοέ αγαπά αυτό που κάνει, ταινίες, και του αρέσει να το κάνει στη χώρα του. «Δεν είχα ποτέ σχέδια για την Αμερική και το Χόλιγουντ, μου αρέσει η βάση μου, είναι η Γαλλία, αν θελήσω να κάνω ταινία με ξένους ηθοποιούς μπορώ να τους φέρω εδώ, όπως κάνει ο Λαρς φον Τρίερ στη Δανία».
Στην αρχή της ταινίας ένας από τους χορευτές ερωτάται αν θα μπορούσε να κάνει οτιδήποτε του ζητούσαν για την τέχνη του. Θέτω την ίδια ερώτηση στον Νοέ. «Αυτό που μπορώ να πω» απαντά αμέσως, «είναι ότι οι φόρμες της τέχνης που με διασκεδάζουν περισσότερο είναι εκείνες που παίζουν με τα όρια και τις απαγορεύσεις, εκείνες που προσπαθούν να διαχειριστούν ακραίες ιδέες».

Η σημασία του χορού

Ο χορός παίζει σημαντικό ρόλο στην ταινία. Οταν ρωτώ τον Νοέ αν θα χαρακτήριζε την ταινία του «ακραίο μιούζικαλ», η απάντησή του είναι «όχι», αν και η σημασία που έδωσε στα είδη χορού ήταν τεράστια. Βρήκε χορευτές από κάθε είδος street dancing και τους ζήτησε να δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό για την ταινία. Σε μία από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές οι χορευτές χορεύουν μπροστά σε μια τεράστια γαλλική σημαία, οπότε εύλογο ερώτημα είναι αν ο Νοέ θέλησε να κάνει μια δήλωση με αυτή τη σκηνή. «Μοιάζει με δήλωση, αλλά ήταν μια τυχαία απόφαση που πάρθηκε την τελευταία στιγμή ανάμεσα σε εμένα, τον διευθυντή φωτογραφίας, τον μουσικό επιμελητή και τον σκηνογράφο» είπε ο σκηνοθέτης. Προσπαθούσαν να βρουν το φόντο της σκηνής και δοκίμαζαν ταμπλό με διαφορετικά χρώματα. Ενα μπλε, ένα κόκκινο και ένα άσπρο. «Ξαφνικά παρατηρήσαμε ότι από τη χρωματική σύνθεση έβγαινε η εικόνα της γαλλικής σημαίας. Δεν χρειάστηκε να το ξανασκεφτούμε. Η ιδέα της γαλλικής σημαίας στο φόντο ήταν θαυμάσια. Αυτή πάντως είναι η ομορφιά του κινηματογράφου! Την ώρα του γυρίσματος μπορούν να σου έρθουν ιδέες που δεν είχες καν φανταστεί και να ανατρέψουν τα πάντα! Η σημαία σού δίνει την αίσθηση ότι οι χορευτές είναι κάτι παραπάνω από μια οικογένεια μέσα σε ένα σπίτι· είναι ένα έθνος. Και ίσως τελικά να λέει κάτι για τον εθνικισμό που επικρατεί σήμερα, όχι μόνον στη Γαλλία αλλά σε όλες τις χώρες του κόσμου».