Η υπόθεση της Novartis εξελίσσεται σε μείζον θέμα θεσμικής εκτροπής και εξ αυτού του λόγου σε μέγα ζήτημα Δημοκρατίας. Εμφανίστηκε ως αποτέλεσμα του ελέγχου της ελβετικής πολυεθνικής από τις αμερικανικές αρχές, οι οποίες είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες σε θέματα ταχείας μεγέθυνσης και ανταγωνισμού.

Περιττό να σημειώσουμε ότι η ευρωπαϊκή φαρμακευτική Novartis πέτυχε τα προηγούμενα χρόνια ταχεία διείσδυση στην αμερικανική αγορά φαρμάκων, με αποτέλεσμα να ερεθίσει τους ισχυρούς ανταγωνιστές της και κατ’ επέκταση τις εκεί αρχές.

Ως γνωστόν, η αντιμονοπωλιακή νομοθεσία είναι ιδιαιτέρως αυστηρή στις ΗΠΑ και πολλές επιχειρήσεις, εγχώριες και ξένες, αντιμετώπισαν τις συνέπειές της. Θεωρήθηκε λοιπόν ως ύποπτη εφαρμογής αθέμιτων εμπορικών πρακτικών και μεθόδων και ελέγχθηκε με μεγάλη αυστηρότητα.

Ιδιαιτέρως οι αμερικανικές αρχές αξιολόγησαν το ευρύτατο δίκτυο συνδεδεμένων γιατρών που διέθετε παγκοσμίως και το πλήθος των παροχών που συνόδευαν αυτή τη δικτύωση. Ενα τέτοιο διευρυμένο δίκτυο είχε αναπτύξει η συγκεκριμένη φαρμακευτική και στη χώρα μας. Γι’ αυτό συμπεριελήφθη και η Ελλάδα στο πεδίο των αμερικανικών ερευνών.

Προσφερόταν άλλωστε η χώρα μας επειδή η φαρμακευτική δαπάνη είχε εκτοξευθεί στα ύψη και όλο το φαρμακευτικό κύκλωμα έζησε, προ μνημονίων, μέρες προκλητικής υπερκατανάλωσης.

Σύμφωνα με τις έρευνες, οι «δικτυωμένοι» έλληνες γιατροί με τη Novartis ξεπερνούσαν τους 4.000. Και βεβαίως για την προαγωγή των φαρμάκων της απολάμβαναν αμοιβές, ταξίδια και άλλες παροχές.

Μέχρι εδώ όλα καλά. Η έρευνα εξετράπη από τη στιγμή που η κυβέρνηση θεώρησε ότι βρήκε την ευκαιρία να ενοχοποιήσει εμπλέκοντας το σύνολο του παλαιού πολιτικού συστήματος.

Συντονίστηκαν για τον σκοπό αυτόν υπουργοί, κυβερνητικά στελέχη και «πρόθυμοι» εισαγγελείς, είτε επειδή ήσαν αδύναμοι είτε επειδή διακατέχονται από το «σύνδρομο Ντι Πιέτρο».

Οι αποκαλύψεις των τελευταίων ημερών δείχνουν ότι αναζητήθηκαν προς τούτο ευάλωτα άτομα, εκτεθειμένοι συνεργάτες της συγκεκριμένης εταιρείας και απαιτήθηκαν από αυτούς «ομολογίες», υπό καθεστώς ψυχολογικής πίεσης και εκβιασμών.

Αποσπάστηκαν έτσι, πέραν των άλλων, γενικού χαρακτήρα αναφορές για πολιτικά πρόσωπα, πρώην πρωθυπουργούς, υπουργούς και τραπεζίτες, εν είδει φημών και μη αποδεδειγμένων πληροφοριών, ότι ευνόησαν με το αζημίωτο την επέκταση και μεγέθυνση των δραστηριοτήτων της Novartis στην Ελλάδα.

Παρουσιάστηκε μάλιστα το όλο θέμα ως το μεγαλύτερο σκάνδαλο από γενέσεως του ελληνικού κράτους.

Εξ αρχής ωστόσο διατυπώθηκαν ενστάσεις και υπήρξαν έντονες διαμαρτυρίες από την πλευρά των ελεγχόμενων πολιτικών προσώπων ότι επρόκειτο περί σκευωρίας και οργανωμένης πλεκτάνης, με σκοπό την εξόντωσή τους.

Επειτα από σχεδόν έναν χρόνο, με την έρευνα να καρκινοβατεί και τις αμφισβητήσεις να πολλαπλασιάζονται, εμφανίστηκε ήδη ο πρώτος προστατευόμενος μάρτυρας να δηλώνει δημόσια ότι πιέστηκε πολλαπλώς να προσφέρει «ομολογίες» που δεν κατείχε και να φανερώσει γεγονότα που δεν γνώριζε.

Και επειδή ακριβώς δεν υπέκυψε στους εκβιασμούς, μετατράπηκε από τις αρχές, εν μιά νυκτί, από προστατευόμενος μάρτυρας σε κατηγορούμενο. Δήλωσε μάλιστα δημόσια ότι πιέστηκε φορτικά να μιλήσει και να καταλογίσει σε συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα ευθύνες που δεν γνώριζε.

Πληροφορίες αναφέρουν επίσης ότι και έτερος προστατευόμενος μάρτυρας ετοιμάζεται να καταγγείλει αντίστοιχους εκβιασμούς και πιέσεις.

Και εδώ έγκειται το μείζον θέμα της θεσμικής εκτροπής και το μέγα ζήτημα Δημοκρατίας. Αν όντως επιχειρήθηκε η εφαρμογή τέτοιων πρακτικών εξόντωσης πολιτικών αντιπάλων οφείλουν άπαντες αντίδραση και έμπρακτη καταδίκη.

Τέτοιες πρακτικές ανήκουν σε άλλα καθεστώτα και σε άλλες εποχές. Είναι ασυμβίβαστες προς το δημοκρατικό μας πολίτευμα και τα δημοκρατικά μας ήθη.

Δίκες σαν εκείνες της Μόσχας του 1936 δεν έχουν θέση στην Ελλάδα του 2019. Και όσοι τις ονειρεύονται και τις μεθοδεύουν οφείλουν να γνωρίζουν ότι θα τιμωρηθούν.