Μετά τα εκατό χρόνιαΤριπολιτσά – Ο ερχομός του Υψηλάντη
ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ 12 Νοεμβρίου 1930
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Ο ερχομός του Υψηλάντη είχε γίνει αφορμή ν’ απλωθούν στα στρατόπεδα οι πιο απίστευτες φήμες. Στρατοί αμέτρητοι τον ακολουθούσαν, καράβια φορτωμένα γρόσια. Κι είχε τα πιστά όχι μόνο του τσάρου μα κι όλων των βασιλιάδων της γης. Τα παλληκάρια στις καθημερινές συμπλοκές με τους Τούρκους δεν άλλαζαν μόνο βρισιές, μα συχνά και φοβέρες, καυχήσεις, ακόμα και πληροφορίες. Τώρα οι Έλληνες τους φώναζαν:
– Καρτεράτε, λίγο, και θα ιδείτε τι έχετε να πάθετε, παλιογουρνομύτες! Έρχεται ο αφέντης μας!
– Και. Ποιος είναι ο αφέντης σας, βρε Ρωμιοί;
– Ο Ψηλάντες!
– Ο Ψηλάντες; Και τ’ είν’ αυτός; Μπέης, πασάς, μπεηζαντές ή… γάιδαρος;
Περίπαιζαν, γέλαγαν· τα παλληκάρια όμως τους τάραζαν στις ντουφεκιές. Ο καθένας πίστευε πως πολεμάνε πλάι του όλες οι στρατιές του Μόσκοβου. Ο Κολοκοτρώνης φώναξε στην καλύβα του τον Πλαπούτα και το μεγάλο του παιδί τον Πάνο:
– Εγώ θα φύγω, θα κατέβω στο Άστρος για τον πρέντζιπα. Θα φύγω τα μεσάνυχτα, να μη με ιδούν, να είναι ο ίσκιος μου εδώ που θα λείπω. Σας αφήνω το ποδάρι μου. Να σταθείτε με γνώση και με ρέγουλα. Μετρημένα, μαστορικά πράματα – όχι ρεσάλτα! Να σας ιδώ!
Κι έφυγε νύχτα.
(…)
Ήταν πανηγύρι από τα μεγαλύτερα ο ερχομός του Υψηλάντη. Δεσποτάδες και γερουσιαστές των Καλτετζών και προεστοί και καπεταναίοι και πλήθη λαού τον δέχτηκαν στο Άστρος, όταν βγήκε απ’ το καράβι. Γίνηκε παράτα του επαναστατικού στρατού. Ο Κολοκοτρώνης με την περικεφαλαία και την πάλα του είχε το γενικό πρόσταγμα. Κανονιές απ’ τα καράβια, ντουφεκιές απ’ τη στεργιά, φιλιά, κλάματα χαράς. Δάσος από μυρσίνες κούναγαν οι λαοί στο διάβα του και μια βουή ατελείωτη σηκωνότανε απ’ τα στήθη του κόσμου:
– Καλώς ήλθες, αφέντη!
Τα πλήθη παραμίλαγαν· τα παραμύθια του Παπαφλέσσα τούς φαινόντανε τώρα σαν πράματα χεροπιαστά. Κι οι πιο τρελές ελπίδες φτέρωναν τις ψυχές. Όταν είδαν μάλιστα να ξεφορτώνουν από το καράβι ένα μεγάλο κασόνι και να το κουβαλούν πολλοί – η φαντασία τους το γέμισε με μιλιούνια χρυσά ρούμπλια. Και λαός πολύς ακολουθούσε τους χαμάληδες μουρμουρίζοντας με θαυμασμό:
– Μωρέ βιος! Μωρέ βιος!
Ο Κολοκοτρώνης του ‘χε στρώσει τραπέζι κλέφτικο στο ξάγναντο· πήγε κάποιος να βάλει ένα σκαμνί για τον Υψηλάντη· ο αρχηγός του ‘δωσε μια κλοτσιά:
– Τ’ αληθινά παλληκάρια, είπε, τρώνε καταγής· οι Φράγκοι μονάχα έχουν αυτές τις αρχοντιές· τέτοια πράματα δεν ταιριάζουν στους πολεμιστάδες.
Κι είπε να βάλουν κάτω κλάδους από σκίνα· έφεραν αρνιά ψητά, τουλουμοτύρι, ψωμί άζυμο κι ασκί με ρετσινάτο. Ο Υψηλάντης κάθισε σταυροπόδι, όπως κι οι άλλοι· κι άπλωσε το χέρι στα κοψίδια κι έφαγε χωρίς μαχαίρι και πιρούνι κι ήπιε κρασί απ’ το καυκί ξερής κολοκύθας. Ο Κολοκοτρώνης ήπιε στην υγειά του, λέγοντας:
– Έτσι πρέντζιπα θα τρως πλια και θα πίνεις για τη λευτεριά της πατρίδας!
Του Υψηλάντη όμως τα κινήματα οι άλλοι καπεταναίοι κι οι προεστοί τα παρακολουθούσαν με το μικροσκόπιο. Είχε κάνει κιόλας πολύ κακή εντύπωση στο καράβι, που δε σηκώθηκε και δε φίλησε παρά μονάχα τον Κολοκοτρώνη, τον Παπαφλέσσα και τον Αναγνωσταρά. Κι αυτό, αφού ο Αναγνωστόπουλος, που ήταν της ακολουθίας του, κάτι του είχε σφυρίξει στ’ αυτί. Τώρα πάλι, σε τούτο το υπαίθριο ζεύκι, δεν είχαν προσκαλέσει κανέναν από τους προεστούς και τους άλλους επισήμους. Η μουρμούρα κι η φαγωμάρα είχε αρχίσει έτσι από την πρώτη στιγμή. Ο Υψηλάντης μ’ όλους τους καπεταναίους και προεστούς που κατέβηκαν να τον προαπαντήσουν έφυγε την ίδια μέρα για τον Αϊ-Γιάννη. Και σε δυο μέρες έφθασε στο στρατόπεδο των Βερβένων. Δέκα χιλιάδες λαός και στρατός τον δέχτηκε μ’ αλαλαγμούς. Βγήκαν την άλλη μέρα ψηλά, στ’ Αλώνια, οι δεσποτάδες με τα χρυσά τους άμφια, κάμανε δοξολογία. Είχανε στήσει μια πρόχειρη, ξύλινη εξέδρα. Ανέβηκε ο Βάμβας, της ακολουθίας του και διάβασε το χαρτί του Αλέξανδρου Υψηλάντη που τον διόριζε πληρεξούσιο του «γενικού επιτρόπου της Αρχής»: «…Επί τούτοις στέλλω προς υμάς τον φίλτατόν μου αδελφόν Δημήτριον Υψηλάντην, άνδρα φιλογενέστατον, πατριώτην άριστον και ειδήμονα των διατρεχόντων… Δώσατε, λοιπόν, ακρόασιν εις τους λόγους του και θέλετε ιδή εντός ολίγου την τυραννίαν κατακρημνιζομένην, την δε ελευθερίαν ημών ανυψουμένην και στηριζομένην εις την πρώτην αυτής κατοικίαν»… Ο Βάμβας έβγαλε ύστερα λόγο φλογερό, για να συστήσει ομόνοια, πειθαρχία, πίστη και αφοσίωση στον Υψηλάντη.
– Ζήτω η πατρίς!
– Ζήτω ο αφέντης!
Φώναζαν τα παλληκάρια· κι άναψε το ντουφεκίδι και το κανονίδι. Οι Τούρκοι, μαζεμένοι στη μεγάλη τάπια και τους πύργους του κάστρου γύρευαν να μαντέψουν τι γίνεται. Έφθασε απάνω στην ώρα κι ο Πάνος ο Κολοκοτρώνης· το πρώτο πράμα που ‘δε μετά την υποδοχή ο Υψηλάντης ήταν τα δέκα παλουκωμένα κεφάλια που του ‘φερε. Από την κάψα είχαν αρχίσει να μυρίζουν κι ας ήταν αλατισμένα. Πλήθος μύγες ήρθαν κι έκατσαν στα ορθάνοιχτα, θολά και γυάλινα μάτια τους. Ο Υψηλάντης παίνεψε το νέον αξιωματικό. Ο Κολοκοτρώνης όμως του ‘μπηξε ύστερα τις φωνές:
– Αυτό που ‘κανες ήταν τρέλα! Παραλίγο σε σκλάβωναν οι καβαλαρέοι. Έτσι ξέρουν τον πόλεμο;
Οι άνδρες απογοητευμένοι πέταξαν τα κεφάλια χάμου, στις σκόνες. Κανένας δε σκέφτηκε να τα θάψει. Μέρες και μέρες τα κλότσαγαν όποιοι πέρναγαν.
Σπύρος Μελάς

