Οι μέρες οργής και εντεινόμενης βίας που ζει τελευταία το Παρίσι ούτε απλές είναι ούτε συνηθισμένες. Πολύ δε περισσότερο όταν οι βιαιότητες και οι συγκρούσεις επαναλαμβάνονται κάθε Σαββατοκύριακο.

Συνδυαζόμενα μάλιστα τα γεγονότα με την άνθηση εκδοχών του λαϊκιστικού εθνικισμού και του αριστερού, επίσης λαϊκιστικού, αντισυστημισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη, στις ΗΠΑ και αλλού, ευλόγως δημιουργείται η αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά στον κόσμο.

Η αλήθεια είναι βεβαίως ότι οι διαταραχές πολλαπλασιάζονται διεθνώς και η ρευστότητα περισσεύει στις διεθνείς σχέσεις, ιδιαιτέρως στις οικονομικές.

Η επιθετικότητα επίσης, τα κύματα προστατευτισμού και ενός ιδιότυπου εθνικισμού που μεταφέρει ο Ντόναλντ Τραμπ στη διεθνή σκηνή περιπλέκουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση.

Την ίδια στιγμή, οι κοινωνικές ρηγματώσεις βαθαίνουν εξαιτίας της αυξανόμενης δράσης και επιρροής πολυεθνικών γιγάντων, οι οποίοι αξιοποιούν στο έπακρο τις νέες τεχνολογίες, εκμεταλλεύονται τα κενά των εθνικών νομοθεσιών, συμπιέζουν τιμές και αμοιβές και επιβάλλουν όρους ενός ανυπέρβλητου υπερκερδοφόρου ανταγωνισμού, αφαιρώντας τόσο δυνάμεις από τις τοπικές οικονομίες όσο και πολύτιμους φορολογικούς πόρους από τις κυβερνήσεις και τις κοινωνίες.

Διεθνείς αναλυτές συγκρίνουν την περίοδο με εκείνη του Μεσοπολέμου και ορισμένοι φθάνουν να τη χαρακτηρίζουν αναθεωρητική.

Οπως και να έχει, κοινή είναι η πεποίθηση ότι οι γενικότερες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, συνδυαζόμενες με την πίεση που ασκούν οι αυξανόμενες μεταναστευτικές ροές και τα χάσματα παιδείας και πολιτισμού που ανοίγουν στις δυτικές κοινωνίες, επιτρέπουν σχεδόν παντού και σίγουρα στην Ευρώπη την ανάδειξη εξωσυστημικών δυνάμεων, δοκιμάζοντας τις αντοχές των παλαιών, κυρίαρχων μέχρι πρότινος, κεντροαριαστερών και κεντροδεξιών σχηματισμών.

Θέτοντας με τον τρόπο αυτόν υπό αμφισβήτηση και αίρεση μέχρι και τις μεταπολεμικές αξίες της ειρηνικής συμβίωσης και διαρκούς ανάπτυξης.

Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ ένιωσε την ανάγκη να προειδοποιήσει ότι έρχεται μια «νέα εποχή οργής» εξαιτίας των εντεινόμενων ανισοτήτων και του διευρυνόμενου χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών.

Η επικεφαλής του ΔΝΤ επέμεινε ότι με την τρέχουσα δυναμική το 2040 οι ανισότητες θα ξεπερνούν εκείνες της χρυσής εποχής του καπιταλισμού μετά το 1850, καθώς τα γιγαντιαία τεχνολογικά μονοπώλια θα στέκονται απέναντι σε αδύναμα κράτη και οι προνομιούχες ομάδες του πληθυσμού θα μπορούν να ζουν μέχρι τα 120 ενώ εκατομμύρια άλλοι θα υπομένουν στη φτώχεια. Γι’ αυτό και απηύθυνε έκκληση για μια νέα διεθνή συνεργασία, ικανή να αποτρέψει τις επερχόμενες «μέρες οργής και πίκρας», όπως είπε.

Και όντως αυτή τη στιγμή ένα υπόκωφο κοινωνικό κύμα διαπερνά όλη την Ευρώπη. Τα «κίτρινα γιλέκα» στη Γαλλία, που φωνάζουν «δεν θέλουμε τα ψίχουλα, θέλουμε την μπαγκέτα», απειλούν τον Εμανουέλ Μακρόν, απομονώνουν τη γαλλική Δεξιά και ανοίγουν δρόμους στην Λεπέν και τον Μελανσόν. Η Ιταλία ζει ήδη στον αστερισμό του Σαλβίνι και στη Γερμανία το Χριστιανοδημοκρατικό και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα που άλλοτε συγκέντρωναν την προτίμηση του 80% των εκλογέων, μετά βίας ξεπερνούν το 40%.

Ενας έμπειρος πολιτικός στην Αθήνα σχολίαζε προ ημερών σε στενό κύκλο ότι στην Ευρώπη «οι πολιτικοί γίγαντες πεθαίνουν και στη θέση τους εγκαθίστανται πολιτικοί νάνοι, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εξέλιξη των πραγμάτων». Και έσπευδε να διευκρινίσει ότι «η πρόσφατη δυστυχής ελληνική εμπειρία επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές».

Και όντως η χώρα έχασε, συνεχίζει να χάνει και κινδυνεύει να περιπέσει και πάλι σε κύκλο μεγάλης φθοράς, επειδή επικράτησαν, πρώτα εδώ, υπερφίαλες δυνάμεις της αφροσύνης, των αυταπατών και των ψευδαισθήσεων. Με την ίδια επιπολαιότητα και απρονοησία που χειρίστηκαν την κρίση χειρίζονται τώρα τα «ματωμένα πλεονάσματα», μη βλέποντας πέρα από τη μύτη τους.

Η χώρα δυστυχώς δεν θα αντέξει στα επόμενα αναθεωρητικά χρόνια αν δεν αποκτήσει ορθολογική, εμπνευσμένη και οραματική ηγεσία, ικανή να ανταποκριθεί στην πολυπλοκότητα και στην επικινδυνότητα της αναδυόμενης νέας εποχής.