Μεσηµέρι, στις δώδεκα παρά τέταρτο, βρισκόµαστε έξω από το ζαχαροπλαστείο. Η κυρία που στολίζει τη βιτρίνα του σηκώνει το βλέµµα και µας παρακολουθεί να παρκάρουµε. Εχω την αίσθηση πως µας στραβοκοιτάζει. Γιατί; Εδώ και µέρες λιγουρεύοµαι την αεράτη πάβλοβά της µε τη σος από φράουλες και το τσιζκέικ µε φιστικοβούτυρο και καραµέλα. Ηρθε η ώρα τους. Μπαίνω στο κατάστηµα µε το πιο χαµογελαστό «καληµέρα» που διαθέτω στο ρεπερτόριό µου. Η κυρία απαντά µε το πιο ψυχρό βλέµµα της και µε ένα ξερό «ανοίγουµε στις δώδεκα». «Συγγνώµη» ψιθυρίζω και αποχωρώ µε την αίσθηση πως έχω κάνει κάτι κακό. «Γιατί της είπα συγγνώµη;» αναρωτιέµαι λίγο µετά καθισµένος στο αυτοκίνητο. Η ενόχληση για τον παγερό τρόπο της γίνεται πιο έντονη από την απογοήτευση που ένιωσα όταν βλέποντας από µακριά το τσιζκέικ µε φιστικοβούτυρο και καραµέλα κατάλαβα πως αυτή τη φορά δεν θα γινόταν δικό µου. Το κατάστηµα διαγράφηκε µε συνοπτικές διαδικασίες από τον κατάλογο των αγαπηµένων µου ζαχαροπλαστείων. Οχι επειδή άνοιγε στις δώδεκα. Αυτό έπρεπε να το γνωρίζω, αναγραφόταν εξάλλου στο site του. Ούτε επειδή αρνήθηκαν να µε εξυπηρετήσουν εκτός ωραρίου. Δεν έκαναν κάτι παράνοµο. Θα µπορούσα εξάλλου να περιµένω στο αυτοκίνητο να περάσει το φοβερό τέταρτο και στη συνέχεια να επιστρέψω και να κάνω µια χαρά τη δουλειά µου. Η ξινίλα της κυρίας µε είχε διώξει, µια ξινίλα που εξαφάνιζε τη γλύκα των προϊόντων της. Το γνωρίζω το είδος της. Εχω συναντήσει και άλλες φορές τέτοιους επαγγελµατίες (;) της εστίασης και του εµπορίου που δεν σε κοιτάνε στα µάτια, που σχεδόν δεν σου δίνουν σηµασία, που αισθάνεσαι πως θέλουν να µην υπήρχες, να µην έµπαινες ποτέ στο µαγαζί τους. Οι λάθος άνθρωποι στη λάθος θέση; Δουλειές σαν τη δική τους δεν είναι πάντα εύκολες. Πιθανώς κακοπληρώνονται, αντιµετωπίζουν κακές συµπεριφορές από τα αφεντικά τους, έχουν τα δικά τους προβλήµατα. Ολα αυτά γνωστά και κατανοητά. Μπορεί πάλι να είναι γεννηµένοι για τα µεγάλα και τα σπουδαία και να φέρουν βαρέως την άδικη µοίρα τους που τους έριξε π.χ. στον πάγκο µε τα µακαρόν ή µε τα σώβρακα. Δεκτό. Ισως και εγώ να ήµουν πλασµένος για να γράψω τη συνέχεια του «Οδυσσέα» του Τζέιµς Τζόις και να πάρω Νοµπέλ Λογοτεχνίας, αλλά κατάντησα να γράφω για τα γλυκά που µου στέρησαν, για τα σκουπίδια που δεν µάζεψαν από τον δρόµο µου, για τα περιστέρια που κουτσουλάνε το µπαλκόνι µου. Οπότε, ναι, τους καταλαβαίνω. Εκείνο όµως που ειλικρινά ποτέ δεν θα καταλάβω είναι αυτό το ψυχρό, το ανθρωποδιωκτικό, το αγέλαστο που περιφέρουν και την ώρα της δουλειάς. Την απουσία του χαµόγελου, ό,τι πρόβληµα και αν έχει η παγοκολόνα που στέκεται απέναντί του. Γιατί στο χαµόγελο συνοψίζεται όλος ο πολιτισµός του ανθρώπινου γένους. Γιατί ένα χαµόγελο µπορεί να είναι πιο γλυκό και πιο παρηγορητικό και από µεγάλο κοµµάτι τσιζκέικ µε φιστικοβούτυρο και καραµέλα. (Το παραδέχοµαι, το δικό µου το µυαλό βρίσκεται στο γλυκό, πάντα και για πάντα!)