Ουδείς προφήτης στον τόπο του, λέμε συχνά, όμως στον δικό μας τόπο υπάρχει εθνικός προφήτης: ο Διονύσης Σαββόπουλος. Ο τραγουδοποιός που βούτηξε στα άδυτα της ψυχής του Ελληνα συνεχίζει εδώ και περισσότερα από 50 χρόνια να μας αφυπνίζει και να μας ψυχαγωγεί. Ισως μάλιστα να μυρίστηκε τώρα την ανάγκη μας για ένα νέο στέκι στην καρδιά της μεγάλης πόλης και έστησε το πολυθεματικό «Αλσος» του. Στο άλσος του Πεδίου του Αρεως, στη διεύθυνση Ευελπίδων 4, από τις 22 Νοεμβρίου ο ακαταπόνητος τροβαδούρος θα επιμελείται ένα πλούσιο πρόγραμμα μουσικών και θεατρικών παραστάσεων με καταξιωμένους αλλά και νεότερους καλλιτέχνες, το οποίο θα αλλάζει – σχεδόν εντελώς – κάθε μήνα. Παράλληλα το «Αλσος» θα λειτουργεί καθημερινά και ως καφενείο για περιπατητές και γείτονες, ενώ τα μεσημέρια της Κυριακής θα φιλοξενεί παραστάσεις Καραγκιόζη για μικρούς και μεγάλους, από τον Αθω Δανέλλη.
«Παλιό στέκι, καινούργια εποχή». Ηταν ποτέ στέκι σας το «Αλσος»;
«Στη δεκαετία του ’80 έπαιζε εκεί για αρκετό καιρό η Οπισθοδρομική Κομπανία με προεξάρχουσα την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Ηταν στέκι μου τότε. Στη δεκαετία του ’50, όταν ήμουν παιδί στη Θεσσαλονίκη, άκουγα στο ραδιόφωνο τις εκπομπές του Γιώργου Οικονομίδη, με τον οποίο έχει ταυτιστεί το «Αλσος», τα Νέα Ταλέντα κ.λπ. Ηταν απόλαυση. Ο Οικονομίδης βέβαια συντάχθηκε μετά το ’67 με την πλευρά αυτών που σιχαινόμασταν, αυτό όμως δεν ακυρώνει ό,τι προηγήθηκε. Υπήρξε λαμπρός από το 1940 έως το 1967. Από τις εκπομπές εκείνης της εποχής ακούσαμε ως πρωτοεμφανιζόμενους τη Νάνα Μούσχουρη, τον Γιάννη Βογιατζή, τον Χάρρυ Κλυνν. Εμφανίζονταν δίπλα στον Μανώλη Χιώτη, τη Λίντα Αλμα και τον Γιάννη Φλερύ. Είναι μια αγαπημένη μνήμη το «Αλσος». Μια αίθουσα ημικυκλική με καμιά 25αριά παράθυρα, σαν θερμοκήπιο ένα πράγμα, ένα όνειρο του μικρομεσαίου αστικού χώρου. Δεν είμαστε και πολύ διαφορετικοί από εκείνον τον κόσμο. Οι άνθρωποι κατά βάθος έχουμε αδυναμίες, σκοντάφτουμε συνεχώς, γινόμαστε πολλές φορές γελοίοι, και το μόνο πράγμα που αληθινά μας ζεσταίνει είναι τα όνειρά μας. Αλλά ακριβώς με αυτά τα χαρακτηριστικά καταφέρνουμε ωραία πράγματα κατά καιρούς».
Μου αναφέρατε τις ανθρώπινες αδυναμίες. Οι δικές σας ποιες είναι;  
«Είμαι φιλάρεσκος άνθρωπος, έχω εγωισμό. Τα συναισθήματά μου με παρασύρουν συχνά».
Ας επιστρέψουμε στο εφετινό μεγάλο στοίχημά σας. Πώς στελεχώσατε το επιτελείο του «Αλσους»; 
«Συνεργάζομαι σταθερά με τον Αλέξη Κυριτσόπουλο, τον Ρωμανό Σαββόπουλο, τον Γιώτη Κιουρτσόγλου. Στην παρέα προστέθηκαν η Λίνα Νικολακοπούλου και ο Μανώλης Παντελιδάκης. Το «Αλσος» θα είναι ανοιχτό κάθε μέρα. Θα λειτουργεί και ως καφενείο. Τις Κυριακές θα παίζει Καραγκιόζη ο Αθως Δανέλλης. Εγώ θα παίζω Σάββατο και Κυριακή. Η Λίνα ανέλαβε να παρουσιάζει ένα λαϊκό πρόγραμμα με νέα παιδιά τις Παρασκευές. Εκεί θα υπάρχει πάντα και μια ατραξιόν, ένα γνωστό όνομα-έκπληξη που θα μας συνδέει με το ένδοξο παρελθόν του λαϊκού μας τραγουδιού. Τις Πέμπτες θα έχουμε νέα ταλέντα. Τους «Καινούργιους του μήνα». Διαλέγω νέους τραγουδιστές, από αυτούς που μου υποδεικνύουν φίλοι και επίσης από το Διαδίκτυο αλλά και από τον Μελωδία, που παίζει ελληνικά κυρίως και προωθεί τα νέα παιδιά. Αρχίζουμε με τη Βιολέτα Ικαρη, την Κατερίνα Πολέμη και την Κατερίνα Ντούσκα. Εξαιρετικές!».
Τι αναζητάτε σε έναν νέο τραγουδιστή; Τι σας γοητεύει πιο πολύ; 
«Η προσωπικότητά του. Ο,τι τραγουδάμε περνάει μέσα από τον εαυτό μας. Η προσωπικότητά μας δεν φανερώνεται μόνο οπτικά, η φωνή η ίδια μπορεί να μας τη φανερώνει. Παρατηρώ ότι η τωρινή γενιά διαφέρει από τη δική μας στο εξής: εμείς ήμασταν μάλλον ερασιτέχνες, ενώ αυτά τα παιδιά έχουν τελειώσει πανεπιστήμια, ωδεία, μιλούν ξένες γλώσσες. Ανήκω σε μια γενιά που ούτε αυτό το έρημο το Lower δεν καταφέραμε να πάρουμε. Τα νέα παιδιά είναι μορφωμένα, επιμελέστατα και θαυμάζουν πάρα πολύ τους παλιούς. Εχουν κάνει θεό τον Βαμβακάρη, τον Τσιτσάνη, τον Χατζιδάκι. Πολλοί προέρχονται από τα Μουσικά Σχολεία, είδατε τι ευχάριστη έκπληξη;».
Υπολείπονται σε κάτι;
«Τους λείπει η σωματικότητα. Τους λείπει ο ερωτισμός. Το λέω με την ευρύτερη έννοια, τους λείπει η αμεσότητα. Ισως η εποχή στην οποία μεγάλωσαν να αποξενώνει τους ανθρώπους, να τους απομακρύνει από τον κόσμο των αισθημάτων τους. Παίζουν άψογα ένα κομμάτι, το τραγουδούν τέλεια, αλλά μπορεί να μη σε συγκινούν. Τέτοιες περιπτώσεις δεν τις προτιμώ».
Η αλήθεια είναι πως κι εμείς στα δημοσιογραφικά πηγαδάκια αυτό το πρόβλημα εντοπίζουμε σε αρκετούς νέους καλλιτέχνες. Δεν είναι καθόλου λυμένοι επάνω στη σκηνή. 
«Εχουν ένα κράτημα γενικά στη ζωή τους και στην καθημερινότητά τους. Τους βλέπω πώς μιλάνε, με το τσιγκέλι τούς βγάζεις δυο κουβέντες. Μερικές φορές τα πρόσωπά τους έχουν μια απάθεια».
Εσάς τι σας κρατάει τόσο παθιασμένο και ακμαίο; 
«Ημουν από μικρό παιδί κοντά στον κόσμο των αισθημάτων μου. Ακολούθησα τον δρόμο της καρδιάς, που λέμε. Εκεί ίσως βρίσκεται μια εξήγηση. Ομως φαίνεται ότι και το πάλκο έχει μπαταρίες κατά κάποιον τρόπο. Δεν αισθάνομαι το βάρος μου πάνω στο πάλκο ενώ έξω λαχανιάζω. Στη σκηνή νιώθεις πανάλαφρος, όπως ακριβώς στα όνειρά σου, σαν να έχει ανταλλαγεί το σώμα σου με ένα άλλο σώμα αστρικό. Δεν έχεις ούτε ηλικία στα όνειρα. Ημουν πολύ καλός στο Πανεπιστήμιο, θα είχα ασφαλέστερο και σταθερότερο μέλλον σαν δικηγόρος αλλά δεν θέλησα να ανταλλάξω το όνειρό μου για κάτι σίγουρο. Ούτε και το είδος του τραγουδιού που διάλεξα να υπηρετήσω μπορούσε να μου προσφέρει σταθερότητα. Πότε έβγαζα δίσκο, πότε δεν έβγαζα, πότε έπαιζα, πότε όχι».
Σας απομάκρυνε ποτέ αυτό από τους «κανονικούς» ανθρώπους; 
«Φαίνεται πως το να είσαι κοντά στα συναισθήματά σου είναι ελκυστικό, οι άλλοι σε θέλουν. Εκείνοι τρέχουν με τις δουλειές τους, οπότε χρειάζονται και κάποιον που ζει χάσκοντας, όπως όταν ήταν παιδί. Διότι λίγο-πολύ αυτό μού συμβαίνει. Χαζεύω, θαυμάζω, παρατηρώ, απορώ. Δίνω στον εαυτό μου την πολυτέλεια του δημιουργού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχω σκοτούρες ή ότι δεν κάνω σχέδια».
Καινούργια τραγούδια έχετε γράψει τα τελευταία χρόνια; 
«Εγραψα για τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη που κάναμε πριν από μερικά χρόνια. Εχω κάνει επίσης τη «Θεογονία» του Ησιόδου. Δεν νιώθω την ίδια ανάγκη να γράψω. Μου αρέσει όμως πάρα πολύ να παίζω, περισσότερο απ’ ό,τι παλιά. Οταν ήμουν νέος, όλο και κάποια φαντάσματα έβλεπα και νόμιζα ότι ήμουν κάτι άλλο από αυτό που ήμουν πραγματικά. Επηρεαζόμουν από αυτό που ήθελε ο κόσμος να είμαι. Αυτό το πράγμα με έσφιγγε. Είμαι πιο χαλαρός τώρα, νιώθω πιο ελεύθερος και με ευχαριστεί πολύ να στήνω προγράμματα».
Πότε σας ζόρισαν πιο πολύ οι απαιτήσεις που είχε από εσάς το κοινό σας; 
«Την πρώτη φορά ήταν με τους «Αχαρνής». Εκανα εκεί μια σάτιρα της μεταπολιτευτικής ρητορείας που ενόχλησε πολλούς. Σηκώνονταν και φεύγανε, άδειαζε η αίθουσα. Υστερα ήταν με τη «Ρεζέρβα» το 1979. Τραγουδούσα «δεν είμαι πασόκα, δεν είμαι ούτε κουκουέ». Εξαλλες οι κομματικές νεολαίες μού σούρνανε τα μύρια όσα στα έντυπά τους. Αλλά και με το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» είχα πολλά προβλήματα με τους πιο συντηρητικούς ακροατές. Τέλος, με το «Κούρεμα» ταλαιπωρήθηκα αρκετά. Ακούστε, ο Ανδρέας ήταν ιδιοφυΐα, δεν υπάρχει αμφιβολία, είχε τον κόσμο στο χέρι του και θα μπορούσε να κάνει θαύματα. Δεν έδωσε όμως καμία παραγωγική κατεύθυνση, άρχισαν τα δάνεια και τα πάρτι. Οταν είσαι στην κατρακύλα, χρειάζεται ένα φρένο, και φρένο σημαίνει συντηρητική λύση, έτσι είχα εκτιμήσει τότε τα πράγματα και είχα υποστηρίξει τον μακαρίτη τον Μητσοτάκη. Αυτό έκανε έξαλλους τους περισσότερους από το ακροατήριό μου, το οποίο ήταν αυτό που λέμε προοδευτικό».
Δεν σας πείραζε να μην είστε αρεστός; 
«Με πείραζε. Κάθε φορά που δυσαρεστούσα με τις κουβέντες ή τα τραγούδια μου, έλεγα πως την επόμενη φορά θα πρέπει να τα πω πιο μαλακά. Αλλά όταν καθόμουν να γράψω το ξεχνούσα αυτό. Διότι είναι στη φύση του τροβαδούρου να λέει ό,τι αισθάνεται. Καλό είναι να είμαι εντάξει με τους άλλους, αλλά δεν είναι καλύτερο να είμαι εντάξει με τον εαυτό μου; Δεν υπάρχει πιο κακόμοιρο θέαμα από τον καλλιτέχνη που λέει αυτά που θέλει να ακούσει ο κόσμος για να εισπράξει τα παλαμάκια».
Συμπληρώσατε πρόσφατα 51 χρόνια έγγαμου βίου με τη σύζυγό σας. Πώς τα καταφέρατε; 
«Κοιτάξτε, ο γάμος είναι στ’ αλήθεια μυστήριο. Πολλές φορές φτάνεις στο δεν πάει άλλο, να το διαλύσουμε, και ξαφνικά ανοίγει ο ουρανός πάλι. Πώς γίνεται αυτό; Τι να πω… Ο,τι δυσκολίες και να είχαμε με την Ασπα, φαίνεται πως μέσα μας υπήρχε μια χρυσή εικόνα του ζευγαριού. Είναι ενδιαφέρουσα προσωπικότητα η Ασπα. Είμαστε συνδεδεμένοι πάρα πολλά χρόνια. Οταν ήμουν στη φυλακή, εκείνη ήταν 17 χρονών. Οι φίλοι, δικαιολογημένα, εξαφανίστηκαν και ερχόταν το κοριτσάκι και περίμενε στην ουρά με τους άλλους συγγενείς των κρατουμένων για να με δει. Οι γυναίκες στην ουρά με τσεμπέρια και μαύρα ρούχα, και μέσα εκεί η Ασπα έλαμπε: χειλάκια μεταξωτά, ματάκια μοβ, με το μίνι της. Κούκλα. Πέρασαν πενήντα ένα χρόνια».
Η φυσική φθορά σάς απασχολεί; 
«Αν εξαιρέσουμε που λαχανιάζω στον ανήφορο, δεν με πολυεπηρεάζει. Και η πρεσβυωπία ισορρόπησε τη μυωπία και δεν χρειάζομαι πια γυαλιά όλη την ώρα. Κάθε λίγο και λιγάκι τα βγάζω».
Η υστεροφημία σάς ενδιαφέρει; 
«Ναι, με ενδιαφέρει. Νομίζω ότι τους περισσότερους ανθρώπους τούς ενδιαφέρει να τους θυμούνται. Υπάρχει και κάτι άλλο που με νοιάζει ακόμα περισσότερο. Θα ήθελα να συνεχίσει και να καλλιεργείται η λαχτάρα για ένα τραγούδι όπου ο στίχος, η μουσική και η φωνή γίνονται ένα. Η τραγουδοποιία είναι μια τέχνη που υπήρχε πριν από τη γραφή. Ανήκει στην παράδοση της προφορικότητας και θέλω να συνεχιστεί αυτή η τέχνη. Και μάλιστα στα ελληνικά. Κατά βάθος αυτή η λαχτάρα της αδιάσπαστης ενότητας στίχων, μουσικής και φωνής ταυτίζεται, νομίζω, με τη λαχτάρα να είναι το σώμα και η ψυχή ένα, το σεξ και ο έρωτας ένα, να μην είναι διαφορετικά πράγματα, να είναι ο άνθρωπος και ο Θεός ένα. Τέτοια λαχτάρα τροφοδοτεί τον τραγουδοποιό».

«Πιστεύω στον Θεό, αλλά αν με ρωτήσετε δεν ξέρω να πω τι είναι»

Μου αναφέρατε τον Θεό. Τι πιστεύετε ότι συμβαίνει αφού πεθάνουμε; 
«Η ζωή συνεχίζεται, αλλά δεν ξέρουμε πώς και δεν μπορούμε να το συλλάβουμε. Το μυαλό δεν μπορεί να κατανοήσει κάτι που δεν έχει χώρο και χρόνο. Κάτι υπάρχει, αλλά ο άνθρωπος δεν έχει λέξεις να το περιγράψει. Πιστεύω στον Θεό, αλλά αν με ρωτήσετε δεν ξέρω να πω τι είναι. Ευτυχώς που δεν υπάρχουν λέξεις να τον περιγράψουμε, γιατί αν υπήρχαν θα τον παίρναμε και θα τον βάζαμε στο τσεπάκι μας. Ας παραμείνει ένα μυστήριο, ένα αίνιγμα. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να έχει πείρα θανάτου. Οι σοφοί λένε διάφορα. Ο Σωκράτης έλεγε ένα ωραίο. Οτι οι ψυχές φτάνουν στην Αχερουσία και εκεί πέρα ανάλογα με το τι αποτυχίες είχαν στη ζωή τους διαλέγουν ένα άλλο σώμα, το σπέρμα ενός άλλου άνδρα για να σαρκωθούν. Βάζει μάλιστα σε εννιά κατηγορίες τους άνδρες. Οι καλύτεροι είναι οι μαθηματικοί και οι μουσικοί, δεύτεροι είναι οι γενναίοι πολεμιστές και οι δίκαιοι βασιλιάδες. Και τελευταίοι τελευταίοι οι πολιτικοί και οι ρήτορες, ως κατώτερο είδος. Τους δημαγωγούς εννοεί».Διαχρονικά τα συμπεράσματα του Σωκράτη. Θα μου κάνετε για το κλείσιμο ένα σύντομο σχόλιο για την περίοδο που διανύουμε; 
«Ισχύει αυτό που είπε ο Παύλος Παυλίδης, “όσο πιο άσχημα είναι τα πράγματα τόσο πιο ωραίοι πρέπει να είμαστε εμείς”. Ας βρούμε μέσα μας την αξιοπρέπεια και τη γαλήνη που θα μας βοηθήσουν να αλλάξουμε».