«Με ελκύει το σκοτάδι»
Η διάσημη αυστραλή ηθοποιός αποδεικνύεται για ακόμη μία φορά έξοχη «μοιραία» γυναίκα περπατώντας το «Μονοπάτι των χαμένων ψυχών» του Γκιγέρμο ντελ Τόρο
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Στο «Μονοπάτι των χαμένων ψυχών», την τελευταία, υπέροχη ταινία «εποχής» του μεξικανού σκηνοθέτη Γκιγέρμο ντελ Τόρο, η Κέιτ Μπλάνσετ, σε έναν ρόλο που της ταιριάζει γάντι, υποδύεται τη Λίλιθ, μια καλλιεργημένη ψυχοθεραπεύτρια, η οποία θα παίξει καταλυτικό ρόλο στη ζωή του κεντρικού ήρωα Στάντον Κάρλαϊλ (Μπράντλεϊ Κούπερ), ενός αδίστακτου εγκληματία που στο πρόσωπό της θα βρει την πιο σκληρή αντίπαλο.
Με κοφτά χαμόγελα σαρκαστικής ειρωνείας και με ένα look που μοιάζει με διασταύρωση Βερόνικα Λέικ και Λορίν Μπακόλ, η Μπλάνσετ για ακόμη μία φορά κερδίζει τη συμπάθειά μας, αν και ο ρόλος της δεν είναι αυτό που θα λέγαμε συμπαθής. Για την εμπειρία της στην ταινία, που γυρίστηκε εν μέσω COVID-19 και είναι επίσης ένας φόρος τιμής στο film noir από τον σκηνοθέτη ταινιών όπως «Ο λαβύρινθος του Πάνα» και «Η μορφή του νερού», η δις βραβευμένη με Οσκαρ αυστραλή καλλιτέχνις έδωσε την παρακάτω ειδική συνέντευξη, την οποία η εταιρεία διανομής της ταινίας στην Ελλάδα παραχώρησε για αποκλειστική χρήση στο «Βήμα».
Πώς βρεθήκατε στο «Μονοπάτι των χαμένων ψυχών»;
«Δεν γνώριζα το μυθιστόρημα στο οποίο βασίστηκε το σενάριο αλλά είχα δει την πρώτη ταινία με τον Τάιρον Πάουερ και την Τζόαν Μπλοντέλ και μου είχε αρέσει (σ.σ.: «Nightman alley» του Εντμουντ Γκάουλντινγκ). Ανέκαθεν έβρισκα γοητευτικές τις ιστορίες, τις αφηγήσεις, τις εικόνες που διαδραματίζονται σε τσίρκο. Ισως να με ελκύουν οι ιστορίες ανθρώπων εντελώς ξένων από μένα. Σίγουρα όμως με ελκύει το σκοτάδι και αυτό το ένιωσα πολύ σε αυτήν τη ταινία. Ομως κατά βάθος, νομίζω ότι πρώτος και κύριος λόγος ήταν η ευκαιρία μιας συνεργασίας με τον Γκιγέρμο ντελ Τόρο. Δεν θα είχε σημασία τι θα μου ζητούσαν να παίξω ή ποια θα ήταν η ιστορία. Θα ήμουν εκεί».
Πώς θα συνδέατε τον συλλογισμό σας για το σκοτάδι με την ίδια την ταινία;
«Το γεγονός ότι έχεις έναν αντιήρωα στο κέντρο της ιστορίας, κάποιον που παραβιάζει διαρκώς τους κανόνες αλλά καταφέρνει πάντα και ξεφεύγει. Αυτό, κατά κάποιον τρόπο, μεταμορφώνει την αμφίβολη νίκη του σε ένα μανιφέστο για το πώς να ζεις μια επιτυχημένη ζωή. Και είναι όντως πολύ σκοτεινό».
Πώς θα περιγράφατε τη Λίλιθ, την ηρωίδα σας στο «Μονοπάτι των χαμένων ψυχών»;
«Βρίσκεται πολύ κοντά στο αρχέτυπο της femme fatale. Είναι κάπως δυσανάγνωστη και διφορούμενη και γεμάτη σκοτεινά μυστικά, αλλά υποθέτω ότι κάθε μοιραία γυναίκα είναι σχεδόν σαν μια φιγούρα Σειρήνας που χωρίς ιδιαίτερο λόγο θέλει να παρασύρει έναν άνδρα στην καταδίκη του».
Σε σχέση με αυτό που είπατε, τι κάνει τη διαφορά στο «Μονοπάτι των χαμένων ψυχών»;
«Νομίζω ότι η σύγχρονη ανατροπή στη δική μας ταινία, είναι ότι λόγω της δικής της ζημιάς, η οποία υπονοείται, η Λίλιθ θέλει να εκθέσει τον Σταν στον εαυτό του. Και δεν θέλει απλώς να τον καταρρίψει, αλλά να καταρρίψει το ίδιο το σύστημα στο οποίο ο Σταν θέλει τόσο πολύ να ανήκει και να κυριαρχεί. Αρα, υπάρχει σκοπός σε αυτό που η Λίλιθ κάνει. Δεν είναι η καταστροφή για χάρη της καταστροφής. Θέλει να φέρει αυτή την υποκρισία και το κρυμμένο σκοτάδι στο φως, ή τουλάχιστον να το τραβήξει προς τη φλόγα. Ομως περισσότερο από τον δικό μου ρόλο, ο ρόλος του Σταν είναι ο πραγματικά περίπλοκος και δύσκολος και ο Μπράντλεϊ έκανε θαυμάσια δουλειά μαζί του».
Πώς θα αναλύατε τον συλλογισμό σας πάνω στο είδος της δυσκολίας του ρόλου του Σταν;
«Αυτό που συνήθως βλέπουμε στον κινηματογράφο όταν έχεις να κάνεις έναν ελαττωματικό χαρακτήρα είναι κάποιον που από καλός γίνεται κακός ή από κακός γίνεται καλός. Σπανίως βλέπουμε κάποιον στο επίκεντρο μιας ιστορίας που είναι ένας ψεύτικος, κούφιος. Καμία νίκη δεν θα του είναι ποτέ αρκετή, γιατί υπάρχει ένα απόλυτο ηθικό κενό στο κέντρο του. Η νίκη οδηγεί μόνο σε μια άλλη πρόκληση. Νομίζω ότι αυτό είναι το τρομακτικό με τον χαρακτήρα που υποδύεται ο Μπράντλεϊ. Είναι ένα πραγματικά δύσκολο αίτημα για έναν ηθοποιό να υποδυθεί έναν κούφιο άνθρωπο. Λέει, «Λέω ψέματα, και ξέρεις ότι λέω ψέματα. Και ξέρω ότι ξέρετε ότι λέω ψέματα, και δεν δίνω δεκάρα». Είναι απίστευτα μη ελκυστικό».
Το «Μονοπάτι των χαμένων ψυχών» άρχισε να γυρίζεται στην αρχή της COVID-19 αλλά διανεμήθηκε στις αίθουσες 18 μήνες αργότερα. Πώς αισθανθήκατε που χρειάστηκε να περιμένετε τόσο πολύ;
«Παρόλο που όταν σκέφτομαι τους τελευταίους 18 μήνες νομίζω ότι μπορώ να μιλήσω για κάθε δευτερόλεπτό τους, περιέργως νιώθω σχεδόν σαν να μην έχει περάσει χρόνος. Ημουν απίστευτα τυχερή. Υπάρχουν άλλοι συνάδελφοι που πέρασαν απίστευτα σκληρά. Αλλά για μένα ήταν μια πολύ περίεργη εμπειρία, σαν να ήταν μόλις χθες που ολοκληρώσαμε τα γυρίσματα. Εν τω μεταξύ, έκανα μικρά κομμάτια του Πινόκιο με τον Γκιγέρμο, οπότε ήμασταν σε επαφή καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της τόσο άσχημης περιόδου».
Το «Μονοπάτι των χαμένων ψυχών» προβάλλεται στις αίθουσες από τη Feelgood Entertainment.

