Για το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής της καριέρας η Ανγκελα Μέρκελ θεωρήθηκε αήττητη. Και ήταν. Στον βαθμό που επάξια κέρδισε το προσωνύμιο «καγκελάριος-τεφλόν». Είναι αλήθεια ότι οι συμπατριώτες της την εμπιστεύτηκαν ξανά και ξανά, καθώς προστάτευσε τα χρήματα των γερμανών φορολογουμένων στη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης.
Χωρίς ιδιαίτερο όραμα, διαχειρίστηκε μια δύσκολη συγκυρία, προτιμώντας να κάνει μικρά πολιτικά βήματα και το πιστώθηκε.
 Η Μέρκελ προσέφερε μια ασφαλή και προσεκτική οδήγηση στην…  ομίχλη (οι Γερμανοί το ονομάζουν «auf Sicht fahren») κατά την οποία οι οδηγοί – εν προκειμένω η ίδια – πηγαίνουν αργά μέχρι εκεί που βλέπουν και είναι σε θέση να επιβραδύνουν εγκαίρως, αν ξαφνικά εμφανιστεί κάτι μπροστά τους. Και γι’ αυτό παρέμενε αλώβητη. Για 13 ολόκληρα χρόνια συνέχιζε να φέρνει στο κόμμα της εκλογικές νίκες.
Ο κύκλος αυτός φάνηκε να κλείνει πέρυσι τον Σεπτέμβριο. Το CDU κατέγραψε μία από τις πλέον βαριές ήττες του στη μεταπολεμική ιστορία. Ηταν ξεκάθαρο ότι η ικανότητα της Μέρκελ να κερδίζει εκλογές άρχισε να διαγράφει φθίνουσα τροχιά. Οι σχολιαστές έγραψαν τότε στον γερμανικό Τύπο ότι το «Merkeldämmerung», δηλαδή το λυκόφως της Μέρκελ, έχει αρχίσει να αχνοφαίνεται στον ορίζοντα.
Επειτα ήρθε η Βαυαρία. Ηταν το πρώτο ηχηρό ράπισμα για τον κυβερνητικό συνασπισμό. Ο εταίρος της Χορστ Ζεεχόφερ υπέστη οδυνηρή ήττα και η Εσση απλά επιβεβαίωσε την πικρή αλήθεια. Η Μέρκελ αναγκάστηκε να συρθεί στην αποχώρηση από την αρχηγία του κόμματος προκειμένου να ελέγξει την πτώση της, να αποφύγει δηλαδή μια ταπεινωτική αποπομπή και να ορίσει εν τέλει τους όρους της αποχώρησης και της διαδοχής.
Η επόμενη μέρα για τους Χριστιανοδημοκράτες γράφεται στο Συνέδριο του Κόμματος στις 7 και 8 Δεκεμβρίου στο Αμβούργο, οπότε οι χίλιοι και ένας σύνεδροι θα αποφασίσουν ποιον αρχηγό επιθυμούν να οδηγήσει το κόμμα στην επόμενη μέρα. Μεγαλύτερη πρόκληση, τι άλλο; Η συρρίκνωση της εκλογικής τους βάσης, με διαρροές τόσο προς τους Πρασίνους, κυρίως όμως προς την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία, μετατόπιση που σηματοδοτεί μια γενικότερη κρίση του πολιτικού συστήματος.
Εκείνος που θα αναλάβει την αρχηγία θα πρέπει να συνεργαστεί στενά μαζί της για το υπόλοιπο της καγκελαρίας, η ίδια αναφέρει ότι θα την εξαντλήσει ως το 2021, πολλοί αντίθετα θέτουν ως όριο τις επερχόμενες ευρωεκλογές. Το σίγουρο είναι ότι, εάν στην ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών αναδειχθεί ένας σύμμαχος, θα κάνει τη μετάβαση ευκολότερη. Η Μέρκελ δηλώνει έτοιμη να συνεργαστεί με όποιον υποψήφιο επιλέξει το κόμμα να την αντικαταστήσει, ακόμη κι αν πρόκειται για αντίπαλο.
«Εχω τη φήμη να εργάζομαι πολύ καλά με πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους» δήλωσε η ίδια, πλην όμως η όποια «συγκατοίκηση» καγκελαρίας – αρχηγίας CDU μοιάζει a priori καταδικασμένη. Ετοιμη να αποχωρήσει, η Μέρκελ θα είναι μια αποδυναμωμένη καγκελάριος και ο διάδοχος θα έχει δεμένα τα χέρια ώστε να μπορέσει να γυρίσει τη νέα σελίδα.
Οι ζυμώσεις έχουν ήδη ξεκινήσει και τα κομματικά όργανα των Χριστιανοδημοκρατών προετοιμάζονται πυρετωδώς για το Συνέδριο. Μέχρι τις 7 Δεκεμβρίου σε όλη τη χώρα θα έχουν πραγματοποιηθεί περίπου δέκα περιφερειακές διασκέψεις με στόχο οι υποψήφιοι να παρουσιάσουν αναλυτικά στην κομματική βάση το πρόγραμμα και το βιογραφικό τους.
Σύμφωνα με τα εγχώρια Μέσα οι υποψήφιοι που φιλοδοξούν να διαδεχτούν τη Μέρκελ στην προεδρία θα είναι συνολικά δώδεκα, εκ των οποίων τρεις προκρίνονται ως φαβορί.

Η «εστεμμένη πριγκίπισσα» ΑΚΚ

Γνωστή ως η «μίνι Μέρκελ» λόγω του πολιτικού της στυλ, η Ανεγκρέτ Κραμπ Καρενμπάουερ – αλλιώς και ΑΚΚ – φαίνεται να έχει μέχρι στιγμής τις μεγαλύτερες πιθανότητες εκλογής, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις. Η 56χρονη πολιτικός έχει διατελέσει πρωθυπουργός της τοπικής κυβέρνησης του μικρού κρατιδίου του Σάαρλαντ.
Η ΑΚΚ είναι πιστή οπαδός της κεντρώας γραμμής που υιοθέτησε η Μέρκελ και διαμόρφωσε τις δύο τελευταίες δεκαετίες την πολιτική σκηνή της χώρας. Αυτό, λένε παρατηρητές, είναι το τρωτό της σημείο, μιας και για να έχει πιθανότητες επικράτησης θα πρέπει να κάνει πιο διακριτό το στίγμα της. Παρ’ όλα αυτά δεν ταυτίζεται σε όλα με τη Μέρκελ, με πιο χαρακτηριστικό το ότι έχει λάβει αποστάσεις από τη γενναιόδωρη πολιτική της στο Προσφυγικό.
Η Καρενμπάουερ θεωρείται η εκλεκτή της καγκελαρίου, καθώς υπήρξε προσωπική της επιλογή για τη γενική γραμματεία του κόμματος, το υπ’ αριθμόν δύο αξίωμα στην ιεραρχία, οπότε και ανέλαβε το συγκεκριμένο πόστο τον περασμένο Φεβρουάριο. Θεωρείται ότι είναι μετριοπαθής, παρά το γεγονός ότι αντιτίθεται στον γάμο μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου και δηλώνει ότι δεν είναι φεμινίστρια.

Ο «αντι-Μέρκελ» Γενς Σπαν

Μόλις σε ηλικία 22 ετών ο Γενς Σπαν ήταν ο νεότερος βουλευτής που εξελέγη στην Bundestag. Σήμερα, στα 38 του είναι υπουργός Υγείας και ο νεότερος ηλικιακά υποψήφιος. Ο Σπαν είναι δηλωμένος ομοφυλόφιλος και παντρεμένος με τον Ντάνιελ Φούνκε.
Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για έναν σκληρό εσωκομματικό αμφισβητία της καγκελαρίου, υποσχέθηκε ότι θα συνεργαστεί αδιαλείπτως και σε πλαίσιο εμπιστοσύνης με τη Μέρκελ σε περίπτωση εκλογής του. Ανήκει στη συντηρητική πτέρυγα του CDU, υποστηρίζοντας πιο σκληρές πολιτικές. Το σενάριο της εκλογής του φοβίζει τις Βρυξέλλες, κυρίως λόγω της στάσης του στο Προσφυγικό.
Προσφάτως ανέβασε τους τόνους, πραγματοποιώντας συναντήσεις με τον ακροδεξιό καγκελάριο της Αυστρίας Σεμπάστιαν Κουρτς και τον αμερικανό πρεσβευτή στο Βερολίνο Ρίτσαρντ Γκρένελ, θερμό υποστηρικτή του Ντόναλντ Τραμπ. Οι συγκρουσιακές του πρακτικές θεωρείται ότι δεν θα διευκολύνουν την πολυπόθητη ενότητα του κόμματος.

Ο «εκδικητής» Φρίντριχ Μερτς

Ο Φρίντριχ Μερτς, 62 ετών, ποτέ δεν συγχώρεσε στη Μέρκελ ότι το 2002 τον απομάκρυνε από τη θέση του επικεφαλής της βουλευτικής ομάδας του κόμματος στην Bundestag. Μόλις κυκλοφόρησαν οι πρώτες φήμες για παραίτηση της Μέρκελ, το περιβάλλον του δήλωσε το «παρών» στην κούρσα της διαδοχής, σαν να περίμενε καιρό να βγει από τη μέση η σιδηρά κυρία.
Οπως ο Σπαν, ο συντηρητικός Μερτς κατηγορεί τη Μέρκελ ότι οδήγησε το κόμμα προς τα αριστερά. Αντίθετα αυτός δηλώνει ότι παραμένει πιστός στις χριστιανοδημοκρατικές αξίες και ότι εκπροσωπεί την τάξη, την ασφάλεια και την πίστη στο Σύνταγμα. Οι απόψεις του σε οικονομικά ζητήματα ταυτίζονται με αυτές του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Από το 2009 δραστηριοποιείται ως δικηγόρος, ενώ είχε μια λαμπρή καριέρα ως σύμβουλος επιχειρηματικών κολοσσών. Σήμερα επανακάμπτει στην ενεργό πολιτική έπειτα από ένα μεγάλο διάστημα. Λέγεται ότι αυτό θα μπορούσε να δώσει νέα πνοή στους Χριστιανοδημοκράτες.