69ο Φεστιβάλ Βερολίνου: Γυναίκες, μην κλαίτε!
Το γυναικείο στοιχείο κατέκλυσε την εφετινή κινηματογραφική Μπερλινάλε τόσο στη θεματολογία των ταινιών όσο και στις παρουσίες πολλών σκηνοθετριών. Βέβαια, μια καλή ταινία δεν εξαρτάται μόνο από το φύλο εκείνου που τη δημιούργησε…
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Βερολίνο αποστολή
Πέρυσι τον Μάιο, στα μέσα περίπου του Φεστιβάλ των Καννών, περισσότερες από 80 διάσημες καλλιτέχνιδες όλων των εθνικοτήτων συγκεντρώθηκαν για να ανεβούν μαζί τα σκαλιά της μεγάλης αίθουσας Λιμιέρ. Ατυπη ηγέτιδά τους ήταν η πρόεδρος της κριτικής επιτροπής, αυστραλή ηθοποιός Κέιτ Μπλάνσετ. Ανάμεσα στις γυναίκες που την περιστοίχιζαν ήταν η Μαριόν Κοτιγιάρ, η Κρίστεν Στιούαρτ, η Λεά Σεντού, η Σάλμα Χάγεκ, η Κάγια Ντιν, η Αβα Ντι Βερνέ αλλά και η «γιαγιά» του γαλλικού Νέου Κύματος, η Ανιές Βαρντά. «Ενώ οι γυναίκες δεν είναι η μειοψηφία αυτού του κόσμου, η θεωρία του κινηματογραφικού συστήματος υποστηρίζει το αντίθετο» είχε δηλώσει τότε η Μπλάνσετ. «Ως γυναίκες αντιμετωπίζουμε η καθεμία τις δικές της προκλήσεις. Στεκόμαστε όμως όλες μαζί σε αυτά τα σκαλιά σήμερα, ως ένα σύμβολο της αποφασιστικότητάς μας και της αφοσίωσής μας στην πρόοδο».
Το μήνυμα πέρασε και όπως συχνά συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις δεν άργησε να βρει ακολούθους. Και είναι και λίγο φυσικό. Με τα απανωτά σεξουαλικά σκάνδαλα να έχουν ταράξει τις δομές του συστήματος στο Χόλιγουντ, με τη φωνή γυναικείων κινημάτων όπως το #Μetoo να έχουν μετατραπεί σε κραυγές απελπισίας και με τις γυναίκες της παγκόσμιας κινηματογραφικής κοινότητας να διεκδικούν με δυναμισμό ίσα δικαιώματα με εκείνα των ανδρών, το εφετινό Φεστιβάλ Βερολίνου, η αυλαία του οποίου πέφτει σήμερα με την τελετή απονομής των βραβείων, θα ήταν αδύνατον να μη δώσει την ανάλογη σημασία στη γυναίκα. Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και στη Βενετία που ακολούθησε τις Κάννες τον περασμένο Σεπτέμβριο οι δύο ταινίες που ξεχώρισαν, το «Ρόμα» του Αλφόνσο Κουαρόν και η «Ευνοούμενη» του Γιώργου Λάνθιμου, ήταν ταινίες που υμνούσαν τη γοητευτική, μυστηριώδη και απρόβλεπτη φύση της γυναίκας. Πρόεδρος της κριτικής επιτροπής εφέτος στην Μπερλινάλε ήταν γυναίκα, η διάσημη γαλλίδα ηθοποιός Ζιλιέτ Μπινός και στην εξαμελή επιτροπή υπήρχαν δύο ακόμη γυναίκες, η βρετανίδα παραγωγός – σκηνοθέτρια Τρούντι Στίλερ και η γερμανίδα ηθοποιός Σάντρα Χούλερ.
Η ταινία έναρξης «Η καλοσύνη των ξένων» («The kindness of strangers») είναι σκηνοθετημένη από γυναίκα, τη Δανή Λόνε Σέφρινγκ, και στο επίσημο πρόγραμμα των διαγωνιζόμενων ταινιών οι ταινίες που εστίαζαν σε γυναικεία θέματα επισκίαζαν τις υπόλοιπες, είτε είχαν σκηνοθετηθεί από γυναίκες, είτε από άνδρες. Ακόμα και το τιμώμενο πρόσωπο εφέτος ήταν μια γυναίκα, η σπουδαία βρετανίδα ηθοποιός Σαρλότ Ράμπλινγκ, η οποία τιμήθηκε με μια ειδική Χρυσή Αρκτο για τη συνολική προσφορά της στον κινηματογράφο (το 2015 είχε βραβευτεί με την Αργυρή Αρκτο καλύτερης ηθοποιού για την ταινία «45 χρόνια»).
Για πρώτη φορά, πάντως, το επίσημο πρόγραμμα είχε τόσο πολλές γυναικείες υπογραφές στη σκηνοθεσία. Η καλύτερη όλων, αλλά και μια ταινία που αγαπήθηκε τόσο από την κριτική όσο και από τον κόσμο, ήταν το «God exists, her name is Petrunya» (Ο Θεός υπάρχει, το όνομά του Πετρούνια), τρίτη μεγάλου μήκους δημιουργία της Τεόνα Στρούγκαρ Μπίτβεσκα που κατάγεται από την πΓΔΜ. Η Ζόριτσα Νούσεβα υποδύεται την 32χρονη καταπιεσμένη γυναίκα η οποία, όταν καταφέρνει να πιάσει τον ξύλινο σταυρό βουτώντας στη θάλασσα κατά τη διάρκεια του γνωστού εθίμου των Θεοφανίων, γίνεται στόχος της Εκκλησίας, της Αστυνομίας, της Δικαιοσύνης και των φανατικών θρησκόληπτων που δεν μπορούν να χωνέψουν το γεγονός ότι ηττήθηκαν.
Το «System crasher» σκηνοθετήθηκε επίσης από γυναίκα και έχει ένα μικρό κορίτσι στη θέση της πρωταγωνίστριας. Στην ταινία της Γερμανίδας Νόρα Φίνγκσαϊτ, η Ελενα Τσένγκελ υποδύεται το εννιάχρονο κορίτσι με την επιθετική συμπεριφορά, το οποίο αντιδρά σε ό,τι του λένε, επαναστατεί απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας και εν τέλει τίθεται υπό την προστασία μιας κοινωνικής υπηρεσίας όταν η μητέρα του φοβάται πια να είναι μαζί του. Η μικρή Τσένγκελ είναι εξαιρετική και δεν αποκλείεται καθόλου η πιθανότητα για βράβευσή της.
Μάχη για τα βραβεία
Γενικώς όμως στις γυναίκες ηθοποιούς ενδέχεται να γίνει πραγματική μάχη – τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα βραβεία. Η εργασιομανία μιας νεαρής γυναίκας καριέρας (Βάλερι Πάχνερ) σε συνδυασμό με τον εγκλεισμό της μεγαλύτερης αδελφής της (Πία Χιερτσέγκερ) σε ψυχιατρική κλινική οδηγούν την πρώτη σε νευρική κατάρρευση στην επίσης ενδιαφέρουσα ταινία «Το έδαφος κάτω από τα πόδια μου» («Der Boden unter den Fußen»), που είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους δημιουργία της αυστριακής σκηνοθέτριας Μαρί Κρόιτσερ. Αλλη μια ταινία που καταπιάνεται με φλέγον ζήτημα της εποχής, τη σχέση της γυναίκας με την εργασία αλλά και τις θυσίες που πρέπει να κάνει προκειμένου να πετύχει.
«Σας αγαπάμε, μην έχετε καμία ανησυχία γι’ αυτό» απάντησε στο «Βήμα» η ισπανίδα σκηνοθέτρια Ιζαμπέλ Κοασέτ όταν στη συνέντευξη Τύπου της ταινίας «Elisa & Marcela» ο υπογράφων επεσήμανε την κραυγαλέα υποβάθμιση του ανδρικού στοιχείου στην ιστορία που αφηγείται. «Απλώς κάποιοι άνδρες είναι assholes». Στην περίπτωση της ταινίας, βέβαια, είναι σχεδόν όλοι. Το ασπρόμαυρο φιλμ επιστρέφει στη Ισπανία των αρχών του αιώνα και εξιστορεί την περίπτωση δύο ομοφυλόφιλων γυναικών (Νατάλια Ντε Μολίνα, Γκρέτα Φερνάντεζ) οι οποίες για να μπορέσουν να ζήσουν τον έρωτά τους παντρεύτηκαν με τη μια να παριστάνει τον άνδρα. Το περιστατικό είναι πραγματικό και η Κοασέτ το διαχειρίστηκε με ποιητικό τρόπο, φροντίζοντας βεβαίως να προβάλλει στη διαπασών τη γυναικεία αποφαστικότητα απέναντι στην απόλυτη καταπίεση της πατριαρχικής κοινωνίας.
Η γιαγιά της νουβέλ βαγκ
Η Ανιές Βαρντά, που είχε ανέβει τα σκαλιά της Λιμιέρ στις Κάννες μαζί με τις υπόλοιπες καλλιτέχνιδες, ήταν και πάλι στο Βερολίνο για την παρουσίαση του τελευταίου ντοκιμαντέρ της «Agnes par Varda» («Η Ανιές από τη Βαρντά»), στο οποίο έχει μοντάρει αποσπάσματα από τις δεκάδες διαλέξεις για τον κινηματογράφο που έχει δώσει σε πανεπιστήμια όλου του κόσμου. Πάντα ανήσυχη και δραστήρια, η 90χρονη «γιαγιά της νουβέλ βαγκ», όπως είναι το παρατσούκλι της, δήλωσε ότι με αυτή την ταινία κλείνει καθετί σχετικό με διαλέξεις. Εξάλλου, αυτή την εποχή την ενδιαφέρουν περισσότερο οι εικαστικές τέχνες και μάλιστα ετοιμάζει έκθεση.
Αλλά ακόμα και ταινίες που δεν σκηνοθετήθηκαν από γυναίκες ένιωθες ότι ως επιλογές για το επίσημο πρόγραμμα είχαν μια διάθεση ανάδειξης της ανδρικής καταπίεσης απέναντι στις γυναίκες. Το «Χρυσό γάντι» («Der goldene Handschuh»), για παράδειγμα, του Φατίχ Ακίν είναι η ιστορία του Φριτς Χόνκα (Γιόνας Ντάσλερ), ενός διαβόητου serial killer ο οποίος στο Αμβούργο της δεκαετίας του 1970 σκότωνε αποκλειστικά κατατρεγμένες γυναίκες (πολλές από αυτές κλοσάρ) και αργότερα τις τεμάχιζε και τις καταχώνιαζε στο κελάρι του διαμερίσματός του!
Μιλώντας για το θέμα των γυναικείων συμμετοχών με τον θρυλικό γάλλο κριτικό κινηματογράφου Μισέλ Σιμάν («Positif»), τον άκουσα να κάνει μια πολύ καλή επισήμανση: «Με το να προσπαθείς ντε και καλά να συμπεριλάβεις κάποιες ταινίες στο πρόγραμμα με μόνο κριτήριο το ότι γυρίστηκαν από γυναίκες, αδικείς κάποιες άλλες που μπορεί να είναι πολύ καλύτερες». Ολοι θα συμφωνήσουν άπαξ και δουν, για παράδειγμα, τη γερμανική ταινία «Ημουν στο σπίτι, αλλά» («Ich war zuhause, aber») της Γερμανίδας Ανγκελα Σέλενεκ, ένα άνευ νοήματος (και θέματος) «πειραματικό» φιλμ στο οποίο οι άνθρωποι μονολογούν, σωπαίνουν, υστεριάζουν ή απαγγέλλουν χωρίς κανέναν λόγο. Γιατί λοιπόν να μη δοθεί η θέση αυτής της ταινίας σε κάποια άλλη πολύ καλύτερη; Μόνο και μόνο επειδή σκηνοθετήθηκε από γυναίκα;

