Του πηγαίνουν του Μάριου Φραγκούλη τα ερωτικά τραγούδια (και στο θέατρο άλλωστε τον ρομαντικό ήρωα υποδυόταν προτού ξεκινήσει την καριέρα του στη μουσική). Οι πολυάριθμοι θαυμαστές του το γνωρίζουν, εξ ου και οι δύο αφιερωμένες στη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου συναυλίες του στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με τίτλο «P.S. I Love You» έχουν γίνει ήδη soldout. Στις 13 και 14 Φεβρουαρίου θα παρουσιάσει συνοδευόμενος από big band (υπό τη μουσική διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού) μια ελαφρώς διαφορετική παράσταση από αυτές στις οποίες μάς έχει συνηθίσει, ερμηνεύοντας golden standards της τζαζ, του γαλλικού chanson και του swing. «Μεγάλωσα με τις φωνές της Σάρα Βον, της Ντάινα Ουάσιγκτον, της Ελα Φιτζέραλντ, του Φρανκ Σινάτρα, του Μπινγκ Κρόσμπι, των crooners εκείνης της εποχής» εξηγεί ο ίδιος, και στην ερώτηση αν υπάρχει στο πρόγραμμα κάποιο κομμάτι που να ξεχωρίζει ιδιαίτερα δεν διστάζει να δώσει την απάντηση: «Το «Ev’ry Time We Say Goodbye» του Κόουλ Πόρτερ, γιατί η συνέχεια του στίχου που λέει «I die a little» αποκαλύπτει μια γενικότερη αλήθεια για τη ζωή, αφού κάθε χωρισμός ή αποχωρισμός, κάθε τέλος, είναι και ένας μικρός θάνατος».

Δεν είναι παράξενο να τον αγγίζει αυτός ο στίχος αν αναλογιστείς το βιογραφικό του. Ο δημοφιλής τραγουδιστής γεννήθηκε στη Ροδεσία (νυν Ζιμπάμπουε) – η μητέρα του είχε πάει στην Αφρική έπειτα από προξενιό, σαν τις «Νύφες» του Βούλγαρη. Ο Μάριος Φραγκούλης μεγάλωσε ωστόσο στην Αθήνα. Οι γονείς του τον άφησαν όταν ήταν τεσσάρων ετών στη θεία του και στον σύζυγό της επειδή φοβόντουσαν την έκρυθμη κατάσταση που επικρατούσε τότε σε αρκετές χώρες της Μαύρης Ηπείρου. Η αλλαγή στη ζωή του ήταν τεράστια, ήρθε όμως σε πιο στενή επαφή με την ελληνική κουλτούρα. Ηταν ξένος εδώ, ένα παιδί ευαίσθητο και μικροκαμωμένο. «Είχα βιώσει το bullying από συμμαθητές και φίλους, με έσπρωχναν, με προσέβαλλαν. Η θεία μου και ο θείος μου με είχαν μάθει να πιστεύω στον εαυτό μου και να εμπιστεύομαι τις δυνάμεις μου. Θεωρώ πως δεν πρέπει να υπάρχει καμία ανοχή σε τέτοιες συμπεριφορές, γιατί αν ένα παιδί μεγαλώσει με τέτοια τραύματα δύσκολα τα ξεπερνάει, μπορεί ακόμα και να χάσει τον δρόμο του».

Στις δυσκολίες που αντιμετώπισε απάντησε με πείσμα. Υπό τη μουσική υπόκρουση του «Canção do Mar» δηλώνει μαχητής, ένας survivor. «Εχω χάσει πολλές φορές το έδαφος κάτω από τα πόδια μου, όταν έβρισκα μπροστά μου εμπόδια δούλευα ακόμα πιο σκληρά για να τα καταφέρω. Οταν ξεκίνησα να παίζω σε μιούζικαλ στο Λονδίνο, με αντιμετώπισαν με τρομερό ρατσισμό». Με κόπους και βάσανα γνώρισε την επιτυχία, αν και άργησε λιγάκι να αντικρίσει κατάματα τους δαίμονές του: «Μέχρι κάποια ηλικία είχα άρνηση. Νόμιζα ότι θα έβρισκα τις λύσεις μέσα από τη μουσική, τους ρόλους που έπαιζα, το θέατρο, τα τραγούδια, όμως είχα πολύ καταπιεσμένο θυμό, μου έβγαινε συχνά ένταση που δεν οφειλόταν στη φιλοδοξία ή στην τελειομανία αλλά σε παιδικά τραύματα. Εκείνα τα χρόνια βέβαια το AIDS θέριζε και το Γουέστ Εντ θρηνούσε απώλειες, χάσαμε φίλους και συνεργάτες, υπήρχε ένα γενικότερο μούδιασμα. Αποφάσισα να θεραπευτώ. Εκανα ψυχανάλυση, ψυχοθεραπεία, και τίποτα δεν λειτουργούσε αποτελεσματικά. Αυτό που με βοήθησε τελικά ήταν η συμμετοχή μου σε group therapy, σε ομαδική θεραπεία. Εκεί καταλάβαινες ότι δεν είσαι μόνος σου, ότι υπάρχουν ιστορίες πιο τραγικές από τις δικές σου, και έτσι έφτανες στην εσωτερική συνειδητοποίηση, σε μια αποδοχή αυτών που σε απασχολούσαν. Εμαθα πως και τον θυμό μπορείς να τον εκτονώσεις με δημιουργικό τρόπο: κολύμπησε περισσότερο, τραγούδα πιο δυνατά. Ετσι βρήκα τη φωνή μου».

Οι εντυπωσιακές φωνητικές του δυνατότητες τον οδήγησαν σε σπουδές λυρικού τραγουδιού στην Ιταλία. Οι ποικίλες επιρροές του και οι μουσικές ανησυχίες του δεν του επέτρεψαν να περιοριστεί σε ένα μόνο είδος. Δεν είναι τυχαίο που το 2011 ψηφίστηκε ως ο Best Male Classical Crossover Artist διεθνώς. «Στην Ελλάδα βέβαια όταν ξεκίνησα να τραγουδάω με έλεγαν περιπαικτικά «πολυτεχνίτη και ερημοσπίτη». Εμένα μου αρέσει όμως που έχω συνεργαστεί με τον ρόκερ Τζάστιν Χέιγουορντ των Moody Blues για το «Notte di Luce / Nights In White Satin» ή με τον Αλεχάντρο Φερνάντες, έναν ποπ τραγουδιστή, σταρ στο Μεξικό. Γιατί να βάζουμε ετικέτες; Καθένας μας μπορεί να εκφράσει τόσο πολλά πράγματα» εξηγεί.

Στις 12 Φεβρουαρίου θα κυκλοφορήσει (από τη Minos EMI/Universal) και το νέο του άλμπουμ με τίτλο «Γαλάζια Λίμνη», γεγονός που θα εορταστεί την ίδια ημέρα με μια εκδήλωση στη Στοά του City Link (στη 1 το μεσημέρι), όπου θα δώσουν το «παρών» ο ίδιος ο Φραγκούλης, οι στιχουργοί Λίνα Νικολακοπούλου (η οποία υπογράφει τη γενικότερη καλλιτεχνική επιμέλεια της δισκογραφικής δουλειάς) και Αρης Δαβαράκης και ο μουσικός Πέτρος Κλαμπάνης, υπεύθυνος για τις ενορχηστρώσεις. Τη μουσική στα περισσότερα τραγούδια την έχει γράψει ο ερμηνευτής τους. «Η σπίθα για τη δημιουργία αυτού του δίσκου άναψε σε μια συνάντησή μου με τη Λίνα. Μέχρι πριν από έναν χρόνο αισθανόμουν κάπως απογοητευμένος, είχα τόσες μουσικές που ήθελα να γίνουν τραγούδια και δεν έβλεπα τα πράγματα να προχωρούν. Εκείνη μού πρότεινε ένα κομμάτι της Λουθ Κασάλ, το «Madrugada», το οποίο είχε αποδώσει στα ελληνικά με τον τίτλο «Ο έρωτας γυμνός», και ενθουσιαστήκαμε. Ηταν σαν να χτυπήσαμε μια κοινή φλέβα: της έδωσα μελωδίες, μου έστειλε πίσω στίχους, και αντίστροφα. Με βοήθησε επίσης να ολοκληρώσω ένα πολύ προσωπικό τραγούδι που έγραψα σε δικούς μου στίχους και μουσική για έναν πολύ δικό μου άνθρωπο που έχασα τελείως ξαφνικά πριν από σχεδόν 30 χρόνια και μου είχε μείνει έντονα η αίσθηση αυτής της απώλειας. Υπάρχουν πολλά δικά μου κομμάτια σε αυτό το άλμπουμ. Εικόνες, ταξίδια, συναισθήματα, προβληματισμοί… Δεν ήθελα να δοθεί η αίσθηση ότι βρίσκομαι σε ένα ροζ συννεφάκι, ειδικά μετά από ό,τι έγινε το περασμένο καλοκαίρι στην Ελλάδα, χωρίς φυσικά να ξεχνάω πως ως καλλιτέχνης πρέπει να γίνομαι η ελπίδα, το φως, ο συμπαραστάτης αυτών που με ακούνε».

INFO

Μάριος Φραγκούλης, «P.S. I love you»: Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης),
13 και 14 Φεβρουαρίου.