Μαρία Σκουλά: «Tο θέατρο λειτουργεί παρηγορητικά»
Η καταξιωμένη ηθοποιός μιλάει για την επιστροφή της στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, για τον Λευτέρη Βογιατζή και για όσα της φαίνονται ακατανόητα.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Φοράει τζιν και τυλίγεται στο μπουφάν της. Στο πρόσωπό της δεν υπάρχει ίχνος μακιγιάζ. Είναι μία από τις πρώτες πραγματικά φθινοπωρινές ημέρες αυτού του Οκτωβρίου. Η Μαρία Σκουλά με την εύθραυστη ομορφιά, η πρωταγωνίστρια του Λευτέρη Βογιατζή, του Γιάννη Χουβαρδά, του Θωμά Μοσχόπουλου και τόσων άλλων καταξιωμένων σκηνοθετών, είναι μία από τις σημαντικότερες ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου. Εφέτος επιστρέφει σε έναν χώρο οικείο για εκείνη, στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, μια σκηνή ταυτισμένη με την παρουσία του Λευτέρη Βογιατζή. «Ποτισμένο με την ενέργεια, τη μανία και τη σχέση αυτού του ανθρώπου με το θέατρο» συμπληρώνει. Εκεί συναντά, σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα, το «δύσβατο» έργο του Χάρολντ Πίντερ «Τέφρα και σκιά» με συμπρωταγωνιστή της τον Δημήτρη Ημελλο. Τρεις άνθρωποι βγαλμένοι από τα σπλάχνα του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων ενώνουν τις δυνάμεις τους.
Το αίνιγμα του Πίντερ
Το έργο αυτό σύστησε στο ελληνικό κοινό το 2000 ο Λευτέρης Βογιατζής, σκηνοθετώντας το και ανεβαίνοντας στη σκηνή ο ίδιος μαζί με τη Ρένη Πιττακή. Τα φιλμ μάλιστα, που αποτελούσαν μέρος της τότε παράστασης, είχε υπογράψει ο Γιώργος Σκεύας. Η Μαρία Σκουλά είχε παρακολουθήσει εκείνη τη θρυλική παράσταση και μάλιστα δύο φορές. «Είχε εγγραφεί μέσα μου. Θυμάμαι έντονα τον χώρο λειτουργίας των ηθοποιών. Και θυμάμαι πάσχιζα να κατανοήσω το έργο. Πλέον αντιλαμβάνομαι ότι το ζητούμενο δεν είναι να καταλάβω. Αυτό το έργο αντιστέκεται στην ερμηνεία, ίσως σε καλεί να συνδεθείς με άλλες περιοχές που δεν στοχεύουν στη λογική».
Οι ήρωες του Πίντερ είναι δύο: η Ρεβέκκα και ο Ντέβλιν. Δύο πρόσωπα τοποθετημένα στο σαλόνι ενός αγγλικού σπιτιού. Η Ρεβέκκα μιλάει για μια παλιά σχέση της, ένα πρώην εραστή. Ο Ντέβλιν προσπαθεί να ανιχνεύσει αυτή τη σχέση. Και ξαφνικά ο ιδιωτικός τους χώρος επεκτείνεται και στο μεσοαστικό σαλόνι εισβάλλει ένας κόσμος από λασπωμένες πόλεις, έρημες αποβάθρες και ένας άνδρας, ο πρώην εραστής, που αρπάζει βρέφη από μητέρες. Ενας εφιαλτικός κόσμος καταστροφής και εκμετάλλευσης εισχωρεί στο δωμάτιο με μόνο μέσο τη γλώσσα. Ναι, θα μπορούσε να είναι το ίδιο το Αουσβιτς. Κι όμως, η Ρεβέκκα με βάση την ηλικία της δεν μπορεί να είναι ενεργό κομμάτι αυτής της ιστορίας. Δεν μπορεί να τα έζησε όλα αυτά.
«Το έργο γράφτηκε το 1996» αναφέρει η Μαρία Σκουλά. «Κάτι που μας επισήμανε ο Γιώργος Σκεύας από την αρχή είναι το γεγονός ότι στις οδηγίες του ο Πίντερ ορίζει ως χρόνο το τώρα, το κάθε τώρα. Η Ρεβέκκα δεν μπορεί να έζησε όλα αυτά που περιγράφει. Και ενώ ξεκινά από το ιδιωτικό βίωμα, τελικά γίνεται φορέας μιας συλλογικής μνήμης, η οποία δεν πρέπει να σβήσει».
Για τη Μαρία Σκουλά ίσως ένα από τα ζητήματα που θέτει ο Πίντερ είναι το πώς μπορεί κάποιος να συνεχίσει τη ζωή του ξέροντας τη φρίκη γύρω του. «Κάποια στιγμή ο Ντέλβιν της λέει: «Tι θες;», «Nα σώσεις την πατρίδα σου; Εχεις ένα σπίτι, μία αδελφή, έναν κήπο». Το ενδιαφέρον είναι ότι και οι δύο βρίσκουν τελικά τρόπο να επιβιώσουν. Εκείνος επιλέγει να ξεχάσει, η Ρεβέκκα δεν μπορεί και για αυτό δεν δύναται να επιστρέψει πίσω σε αυτό που έκανε πριν από αυτή τη συζήτηση – τουλάχιστον αυτό βλέπουμε μέχρι να κλείσει η αυλαία. Είναι άλλωστε τόσα τα θέματα που θίγονται. Μπορεί κάποια πράγματα να ξεδιαλυθούν μέσα μου με το πέρας των παραστάσεων. Μπορεί και όχι. Αλλά δεν ψάχνω απαντήσεις».
Οι δύσκολες μέρες του ελληνικού θεάτρου
Η Μαρία Σκουλά είναι μία από τους ηθοποιούς που ανέβηκε στη σκηνή αυτή τη δύσκολη περίοδο. Είναι προβληματισμένη με τις εξελίξεις στον κλάδο της, με το θέμα της πληρότητας των θεάτρων στο 30%, με την ανεργία που μαστίζει τον καλλιτεχνικό χώρο, την ίδια στιγμή που άνθρωποι από τον τομέα του πολιτισμού διαμαρτύρονται ζητώντας μεγαλύτερη στήριξη από την πολιτεία.
«Δεν μου προκαλεί θυμό όλο αυτό, αλλά κάτι βαθύτερο, φόβο, φόβο μήπως συνηθίσουμε να ζούμε έτσι. Και δεν καταλαβαίνω πολλά πράγματα. Γιατί τα πρωτόκολλα για τα θέατρα άργησαν τόσο να εκδοθούν; Γιατί η πληρότητα είναι τόσο χαμηλή, ενώ κυκλοφορώ σε αυτή την πόλη και βλέπω τι συμβαίνει σε λεωφορεία και μετρό; Αλλά πολλά μου φαίνονται ακατανόητα πλέον. Οπως το γεγονός ότι ένα παιδί 14 ετών κρατούνταν επί τέσσερις ημέρες στη ΓΑΔΑ. Εχουν μιλήσει πολλοί συνάδελφοι για αυτά που συμβαίνουν στον χώρο καλύτερα από εμένα. Και είμαι εκεί απόλυτα μαζί τους όταν διαμαρτύρονται και διεκδικούν. Αλλά θέλω να πω και κάτι άλλο: ότι το θέατρο λειτουργεί παρηγορητικά. Γιατί υπάρχει μία μόνο απαραίτητη συνθήκη για να συμβεί: χρειάζεται ένας ηθοποιός και ένας θεατής. Αρκούν. Και ο καθένας από τους δύο βάζει τα ερωτήματα, τις απώλειές του, τις αγωνίες του για να δημιουργήσουν μαζί έναν κόσμο. Αυτό πώς μπορείς λοιπόν να το απαγορεύσεις;».
Αποπνέει γαλήνη. Και όμως, παλαιότερα, όπως λέει, χρησιμοποιούσε τον θυμό της πάνω στη σκηνή. «Πλέον δεν το κάνω. Αναζητώ στα κείμενα τη σχέση με τον χρόνο, το πώς μπορώ να καταφέρω να καταρρίψω τη γραμμικότητα της ζωής. Αυτό κάνω και στην καθημερινότητά μου. Παλαιότερα είχα πρόγραμμα ρομπότ. Δεν χρειαζόταν καν να σημειώνω, μπορούσα να σου απαριθμήσω το πρόγραμμά μου για έναν χρόνο. Σήμερα με κάνει χαρούμενη το γεγονός ότι μπορεί να ξεχάσω, για παράδειγμα, πού έχω παρκάρει το αυτοκίνητό μου. Επιτρέπω πλέον στον εαυτό μου να ξεχαστεί. Πιο παλιά έβαζα πρώτα το θέατρο και μετά τη ζωή. Να μου πεις, και το θέατρο ζωή δεν είναι; Ισως λέω και ανοησίες, έχω την οικογένειά μου, την κόρη μου, φίλους καλούς. Αλλά νιώθω ότι έζησα κάποιες στιγμές σαν να μην ήμουν εκεί. Το καταλαβαίνεις αυτό βλέποντας το παιδί σου να μεγαλώνει».
Η συζήτηση γυρνάει ξανά στον Λευτέρη Βογιατζή, στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, το οποίο για τα επόμενα 10 χρόνια ανέλαβε ο πολιτιστικός οργανισμός «Λυκόφως» του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου. Της ζητώ να μου διηγηθεί την πιο καθοριστική στιγμή που έζησε με τον Λευτέρη Βογιατζή. «Επαιξα στην τελευταία του παράσταση, το «Θερμοκήπιο», το 2013. Εκεί τον συνάντησα ξανά, 14 χρόνια μετά την τελευταία μας συνεργασία. Κρατάω μια σκηνή μαζί του σε μια πρόβα. Κάθισα δίπλα του και ένιωσα ηρεμία, τι σημαίνει να έχει ροή το σώμα σου. Αναρωτήθηκα: «Γιατί άργησε τόσο να μου συμβεί αυτό μαζί του;». Γιατί υπήρξα μπλοκαρισμένη; Ισως επέστρεψα τότε πιο ώριμη, πιο έτοιμη. Γιατί εκείνη τη στιγμή δίπλα στον Λευτέρη ένιωθα ότι βρισκόμουν ακριβώς στο κέντρο του θεάτρου».
INFO
«Τέφρα και σκιά»: Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής (Κυκλάδων 11 & Κεφαλληνίας, Κυψέλη), Τετάρτη έως Κυριακή.

