Μαρία Λαιμού: «Η μόδα οφείλει να αντικατοπτρίζει την εποχή μας»
Μία από τις πιο φημισμένες fashionistas και entrepreneurs του Λονδίνου αφηγείται στο ΒΗΜΑgazino την ενδιαφέρουσα ζωή της και εξηγεί τι πιστεύει ότι θα βοηθούσε την ελληνική μόδα να αναδειχθεί στη διεθνή αγορά.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Ιδρύτρια και διευθύντρια της εταιρείας Rainbow Wave, η οποία εκπροσωπεί τα πιο εκλεκτικά brands βάζοντάς τα στα καλύτερα καταστήµατα του πλανήτη, αλλά και ιδιοκτήτρια της µπουτίκ Mouki Mou, η Μαρία Λαιµού αποτελεί εξέχουσα φιγούρα της λονδρέζικης µόδας. Η κοµψή Ελληνίδα προσπαθεί πάντα να προωθεί και τους εγχώριους δηµιουργούς και είναι µάλιστα υπεύθυνη για ένα πολυσυζητηµένο πρόσφατο «συνοικέσιο», καθώς ήταν εκείνη που πρότεινε στον οίκο ZEUS+ΔIONE να συνεργαστεί µε τον Μάριο Σουάµπ.
Κυρία Λαιµού, πείτε µου λίγα λόγια για τα παιδικά σας χρόνια.
«Γεννήθηκα στο Λονδίνο. Ο πατέρας µου είχε έρθει στη βρετανική πρωτεύουσα για σπουδές και έµεινε µόνιµα εδώ. Η οικογένειά του ασχολείτο µε τη ναυτιλία. Οι γονείς µου χώρισαν όταν ήµουν πολύ µικρή και γύρισα στην Ελλάδα µε τη µητέρα και την αδελφή µου. Σχολείο πήγα στην Αθήνα. Ζούσα πάντα µεταξύ Ελλάδας και Αγγλίας, αργότερα και Γαλλίας. Τα καλοκαίρια, αντί για διακοπές ερχόµασταν στην Αγγλία εσωτερικές σε σχολείο, αλλά υπήρχε βέβαια πάντα και η Χίος, ο τόπος καταγωγής του πατέρα µου, όπου δενόµασταν µε την ελληνική µας ταυτότητα. Η µητέρα µου ήθελε να µας µεγαλώσει ως ανεξάρτητες γυναίκες και πάντα επέµενε ότι πρέπει να δώσουµε βαρύτητα στην παιδεία µας, µε έµφαση στις ξένες γλώσσες, και να νιώθουµε πολίτες του κόσµου. Κάναµε µαζί της πολλά ταξίδια, έτσι αγαπήσαµε και οι δύο τη µετακίνηση και γρήγορα συνηθίσαµε την εναλλαγή. Αυτό µας βοήθησε αργότερα πολύ στο να αφοµοιωνόµαστε γρήγορα και παντού».
Ποιο ταξίδι σας από εκείνη την εποχή θα σας µείνει αξέχαστο;
«Το ταξίδι που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι σίγουρα η πρώτη φορά που επισκέφθηκα την Αφρική και συγκεκριµένα τη Σενεγάλη και την Ακτή Ελεφαντοστού. Δεν είχα έρθει σε επαφή µέχρι τότε µε ανθρώπους που ζουν µε ελάχιστα, µε βασικές ελλείψεις, αλλά κάνουν την πιο απλή ζωή, µε ηρεµία και χαµόγελο. Ηταν σαν να ταξιδεύεις στο παρελθόν της ανθρωπότητας. Η Αφρική παραµένει µια παρθένα ήπειρος. Θα ήθελα πολύ να ξαναπάω».
Η µόδα πότε µπήκε στη ζωή σας;
«Η οικογένειά µου δεν είχε καµία σχέση µε τη µόδα. Εκ των υστέρων συνειδητοποιώ βέβαια ότι αποτυπώνονταν πολύ έντονα στο µυαλό µου οι εικόνες που είχαν σχέση µε την προσωπική αισθητική – θυµάµαι πόσο ωραία ντυνόταν η µητέρα µου ή η γιαγιά µου, αλλά δεν σκέφτηκα ποτέ ότι θα έκανα καριέρα στη µόδα. Ακολουθώντας αυτό που µου άρεσε, βρέθηκα στην Οξφόρδη για σπουδές κλασικής και γαλλικής φιλολογίας. Εµαθα πολλά πράγµατα εκεί, την κριτική σκέψη και έναν καινούργιο τρόπο να λειτουργώ, να έχω ανεξαρτησία και υπευθυνότητα. Είχα ωστόσο πάθος για τη µόδα. Διάβαζα τη βρετανική «Vogue», το «The Face», το «i-D». Μιλάµε για τη δεκαετία του ’80. Υπήρχε αναβρασµός. Οταν τελείωσα τις σπουδές µου, ζήτησα από τη µητέρα µου, που τότε είχε ξαναπαντρευτεί και µετακοµίσει στο Παρίσι, να µε βοηθήσει να βρω οποιαδήποτε δουλειά για να εισχωρήσω σε αυτό το σύµπαν».
Πώς ξεκινήσατε τελικά;
«Η πρώτη µου δουλειά ήταν στο ατελιέ του Νίκου Αποστολόπουλου. Εβαζα τα ρούχα στις κρεµάστρες, ήταν όµως µια αρχή. Εµαθα πολλά και πολύ γρήγορα. Στη συνέχεια πήγα στη Σόνια Ρίκελ, όπου έκανα δηµόσιες σχέσεις. Τότε γνώρισα, σε διακοπές στη Μύκονο, τον µετέπειτα σύζυγό µου. Είναι γιατρός και έπρεπε να έρθει στην Αγγλία για να κάνει την ειδικότητά του. Βλεπόµασταν τα Σαββατοκύριακα, τότε δεν υπήρχε και το Eurostar. Ηταν κουραστική αυτή η συνθήκη και αποφάσισα να µετακοµίσω ξανά στη Βρετανία. Πήγα σε συνέντευξη σε ένα γραφείο headhunting του Λονδίνου και µε ρώτησαν µε ποιον σχεδιαστή θα ήθελα να συνεργαστώ. «Μόνο µε τον Τζον Γκαλιάνο» απάντησα. Εξι µήνες αργότερα µε ενηµέρωσαν πως ο Γκαλιάνο έψαχνε εµπορικό διευθυντή. Την πήρα τη δουλειά χωρίς να έχω ιδέα από πωλήσεις. Ο Γκαλιάνο ήταν ένα απίστευτο ταλέντο, υπήρχε µαγική ατµόσφαιρα, δίναµε όλοι τον καλύτερό µας εαυτό. Οταν εξαγοράστηκε ο οίκος του από την LVMH η συνεργασία µας σταµάτησε. Τότε γνώρισα τους Clements Ribeiro οι οποίοι µου ζήτησαν να δουλέψω για εκείνους. Τώρα πια είµαστε και πολύ καλοί φίλοι, χτίσαµε πολλά µαζί, αυτή την περίοδο ετοιµάζουν και relaunch. Εκανα ένα διάλειµµα στην επαγγελµατική µου πορεία όταν βρέθηκα στον Καναδά όπου ο άνδρας µου έκανε µετεκπαίδευση. Οταν επέστρεψα στο Λονδίνο, οι Clements Ribeiro είχαν αναλάβει τον οίκο Cacharel και µου ζήτησαν να ξανασυνεργαστούµε. Ηταν η περίοδος που λανσαρίστηκε το net-a-porter. Χάρη στην επιτυχία που είχαµε, άρχισαν να έρχονται προτάσεις κι από άλλους σχεδιαστές: Tomas Maier, Erdem, JW Anderson, Peter Pilotto. Ετσι αποφάσισα να ιδρύσω το 2002 το fashion agency Rainbow Wave και είµαστε πλέον µια οµάδα 45 ατόµων».
Η τροπή που πήραν τα πράγµατα για τον Τζον Γκαλιάνο πώς σας φαίνεται;
«Με στενοχωρεί, αλλά οι δρόµοι µας έχουν χωρίσει εδώ και χρόνια και δεν µπορώ να πάρω κάποια θέση. Το µόνο που µπορώ να πω είναι πως δεν υπάρχουν πλέον σχεδιαστές που υπηρετούν τη δηµιουργία και την τέχνη. Είναι τόσοι οι εµπορικοί συντελεστές που καθορίζουν τα πράγµατα. Αν ένας νέος σχεδιαστής δεν βρει από νωρίς επενδυτές δεν θα καταφέρει να επιβιώσει. Η µόδα αποτελεί ένα πολύ ανταγωνιστικό πεδίο. Οι νέοι δηµιουργοί πρέπει πολύ γρήγορα να γίνουν και επιχειρηµατίες. Και αυτές είναι δύο αντιφατικές ιδιότητες».
Τι λείπει από την ελληνική µόδα;
«Η ποιότητα παραγωγής προϊόντος. Είχαµε κάποτε βιοµηχανία βαµβακιού, λινού, δέρµατος, σήµερα δεν παράγουµε ποιοτικά υλικά, ούτε έχουµε την τεχνογνωσία να το κάνουµε. Αυτό είναι ένα µεγάλο µειονέκτηµα. Σχεδιαστές, µεγάλα ταλέντα γεννιούνται στην Ελλάδα, αλλά αφοµοιώνονται σε άλλες χώρες. Είµαστε ως λαός ευέλικτοι, εργατικοί, χαρισµατικοί. Πιστεύω στο ελληνικό δυναµικό. Χρειάζεται όµως να δηµιουργήσουµε και σοβαρές υποδοµές. Δεν ξέρω πώς το κατάφεραν στην Πορτογαλία. Οταν ξεκίνησα, αυτή η χώρα δεν υπήρχε στον τοµέα της παραγωγής και έχει κάνει άλµατα. Το ίδιο και η Ανατολική Ευρώπη. Εχουµε βέβαια καταπληκτική παραγωγή, εξαιρετικούς τεχνίτες και πολλούς αναγνωρισµένους δηµιουργούς στο κόσµηµα και θα µπορούσαµε να τα πάµε ακόµη καλύτερα. Υπάρχει παράδοση σε αυτόν τον τοµέα από τους αρχαίους χρόνους µέχρι σήµερα».
Εσείς εκπροσωπείτε τα brands Ancient Greek Sandals, ZEUS+ΔIONE, Ileana Makri και Yannis Sergakis. Θεωρείτε εθνικό χρέος σας το να προωθείτε ελληνικές ετικέτες;
«Η αλήθεια είναι πως µεγαλώνοντας νιώθουµε τις ρίζες µας να µας τραβάνε προς τα πίσω. Οταν είσαι πιο νέος είσαι λιγότερο δεµένος µε την πατρίδα σου. Το Rainbow Wave έχει ωστόσο διεθνή χαρακτήρα, συνεργαζόµαστε µε οίκους από την Κορέα µέχρι την Ουκρανία, και δεν θα ήθελα να χαθεί η ισορροπία υπέρ των ελληνικών brands».
Στην µπουτίκ σας Mouki Mou;
«Το µαγαζί είναι πιο πολύ έκφραση της δικής µου ταυτότητας. Εκεί υπάρχει µια νοσταλγία για την Ελλάδα, είναι ξεκάθαρο αυτό, ειδικά το καλοκαίρι, µέχρι και υποβρύχιο σερβίρουµε. Φιλοξενούµε βιβλία µε φωτογραφίες του Ρόµπερτ Μακ Κέιµπ από τη Σαντορίνη, τα µάρµαρα από το Kalodromo της Νάξου, τα ρόδια του Μανούσου Χαλκιαδάκη από την Κρήτη, τα σαπούνια του Πατούνη από την Κέρκυρα. Ολα µε µια εκλεπτυσµένη προσέγγιση, χωρίς να γίνεται φολκλόρ. Ενστικτωδώς, όχι προµελετηµένα».
Γιατί προτείνατε αλήθεια τον Μάριο Σουάµπ για τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στη ZEUS+ΔIONE;
«Τον Μάριο Σουάµπ τον εκπροσωπούσα όταν ξεκίνησε. Είδα το ταλέντο του από πάρα πολύ νωρίς. Πρόκειται για έναν αυθεντικό σχεδιαστή. Μου φάνηκε ο άνθρωπος-κλειδί που θα µπορούσε να έχει το βλέµµα του εξωτερικού παρατηρητή και να βοηθήσει το συγκεκριµένο brand να κάνει ένα βήµα παραπέρα στη διεθνή αγορά. Γενικά µιλώντας, πιστεύω πως αν αντιστραφεί το brain drain, θα δηµιουργηθεί µια απίστευτη ζύµωση στην Ελλάδα, η οποία ίσως να κάνει θαύµατα για τη χώρα. Τα κράτη που έχουν περάσει από µια σοβαρή κρίση οφείλουν να διδαχθούν από τις δυσκολίες. Νοµίζω πως το µόνο µας σοβαρό ελάττωµα είναι η οµφαλοσκόπηση. Πρέπει να γίνουµε λίγο πιο ανοιχτοί στις ξένες επιρροές».
Από τη µόδα αυτής της δεκαετίας τι να περιµένουµε;
«Παρατηρώ την κόρη µου που είναι 23 ετών, θέλει να σώσει τον κόσµο και κάνει µεταπτυχιακό επάνω στο προσφυγικό ζήτηµα. Οι νέοι άνθρωποι αντιµετωπίζουν τη µόδα µε λιγότερα στεγανά. Εχουν πολύ πιο ανοιχτές αντιλήψεις για το τι είναι ανδρικό και τι γυναικείο ή για το πώς βλέπουµε τα µεγέθη. Εµείς εκπροσωπούµε µια ολλανδική εταιρεία που λέγεται Extreme Cashmere και είναι genderless, κάνει µικρή παραγωγή και χρησιµοποιεί µοντέλα που απέχουν από τις συνήθεις προδιαγραφές οµορφιάς. Αυτό είναι µοντέρνο και µας εξελίσσει όλους. Η µόδα οφείλει να αντικατοπτρίζει την εποχή µας».

