Γιώργος Βέλτσος

Λευκή Ελλάδα

Εκδόσεις Περισπωμένη, 2018

σελ. 80, τιμή 12 ευρώ

Στην προμετωπίδα του νέου του ποιητικού βιβλίου υπάρχει μια λιθογραφία του Τσαρούχη από το 1960. «Αξιον Εστί» τιτλοφορείται και συνιστούσε, όπως αποδείχθηκε, το πρόπλασμα για την έγχρωμη εκδοχή που κόσμησε αργότερα τον ομώνυμο δίσκο του Θεοδωράκη. Ο Γιώργος Βέλτσος – μολονότι έχει στο σπίτι του αυτό το μικρό έργο, ως οικογενειακό κειμήλιο, δώρο του Μινωτή προς τη μητέρα του Αννα – δεν γνώριζε την παραπάνω ιστορία, την έμαθε πρόσφατα, ενόσω ακόμη έγραφε τη Λευκή Ελλάδα. Και όλο αυτό το θεώρησε «εύρεση» επειδή, όπως δήλωσε προς «Το Βήμα», σκόπευε το άρτι εκδοθέν πόνημά του «να είναι ένα «Αξιον Εστί» για τα καθ’ ημάς, στο 2018». Θέλησε η δική του ποιητική απεύθυνση («Πώς διανοήθηκα να σε υμνώ ενώ διαρκώς εκτροχιάζομαι στο μέτωπό σου, Ελλάδα;) να αποτελέσει ευρύτερα έναν ζωντανό διάλογο με τους νεκρούς ποιητές, με τον Ελύτη («Σαν να το ξέραμε από τότε πως ανέκαθεν υπήρξε η πίκρα και η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ»), τον Σεφέρη («όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει») ή τον Καρούζο («Σε αποκρούω Ελλάδα»).

Η γραφή,
μια λειτουργία ζωτική

Γιατί όμως λευκή η χώρα; Πού παραπέμπει αυτός ο χρωματικός προσδιορισμός; «Στη λευκή ψύχωση. Η Ελλάδα πάσχει απ’ αυτήν – έτσι τη βλέπω εγώ μέσα στο βιβλίο – και συνεπώς είναι καταδικασμένη να μην καταλαβαίνει τα συμπτώματα της ασθένειάς της, διότι αυτά δεν είναι διαπιστώσιμα, απλώς υποβόσκουν… Η «Λευκή Ελλάδα», για να το πω κι αλλιώς, είναι η ποιητική αποτύπωση των όσων θλιβερών βλέπουμε να εκτυλίσσονται αυτές τις μέρες, μέσα και έξω απ’ τη Βουλή, με αφορμή το Μακεδονικό» σημείωσε ο Γιώργος Βέλτσος, υπενθυμίζοντάς μας ότι κάθε συζήτηση μαζί του προσκρούει μοιραία στην τρέχουσα πολιτική και πολιτιστική επικαιρότητα. «Ανέκαθεν ήμουν στην πρώτη γραμμή, με τις δημόσιες παρεμβάσεις μου. Και πάντοτε με συμβούλευαν να μην ασχολούμαι, να μη χαραμίζομαι, να απεμπλακώ, να απομονωθώ. Το είχα πει κάποτε και στον Χειμωνά. «Ποτέ να μην το σταματήσεις αυτό» μου απάντησε τότε εκείνος, «το ένα τροφοδοτεί το άλλο»» θυμήθηκε ο ίδιος. Και συνέχισε: «Γράφοντας αναγνώρισα κι εγώ (στην καθημερινή γραφή, στην εφημερίδα, αλλά και στη νυχτερινή γραφή, στην ποίηση) ότι η γραφή είναι μια λειτουργία ζωτική όπου ο φανατικός αναγνώστης που είμαι (της εφημερίδας, της ποίησης) είναι αυτός που αρχίζει να γράφει μέσα στον συγγραφέα. Και κατάλαβα ότι αυτό που εκδιπλώνεται στην εκκοσμικευμένη δημοσιογραφία ως σχόλιο αναδιπλώνεται στην υπερβατικότητα της ποίησης, αφιερώνεται, κατά κάποιον τρόπο, στην ίδια την ποίηση «προσφέροντας», όπως λέει ο Μαλαρμέ, «τον λόγο για να τον βυθίσει στη ματαιότητά του»». Πώς τα συνειδητοποίησε όλα αυτά; «Γράφοντας ποίηση. Δίνοντας σημασία σ’ αυτό που, όταν γραφτεί (το ποίημα), με αγνοεί. Και καμιά συνέντευξή μου δεν θα το κάνει να με προσέξει. Διότι ξέρει πως με την περιαυτολογία μου στην εφημερίδα εμένα θα προσέξουν, και όχι το ποίημα κατατεθειμένο, θα έλεγα θαμμένο, στον τάφο ενός βιβλίου στα τελευταία ράφια ενός βιβλιοπωλείου, που προκαλεί τον αναγνώστη με εκείνο το «μη με διαβάζεις»».

Η ποίηση
και το νεύρο της

Ο Γιώργος Βέλτσος έκλεισε μια εικοσιπενταετία δημοσιεύοντας ανελλιπώς την ποίησή του και συνεχίζει με μια ορμή εντυπωσιακή. «Εχω ένα νεύρο μέσα μου, το οποίο με μαστιγώνει συνεχώς. Τον ξέρω πλέον αυτόν τον μηχανισμό, τον δικαιολογώ, και θέλω σ’ αυτή την ηλικία, στα εβδομήντα τέσσερα, να τον καταθέσω, να τον αποκαλύψω. Αυτό κάνει η ποίηση: αφανίζει, μηδενίζει τον εαυτό της, σπάει τον καθρέφτη της. Και επανέρχομαι στον Μαλαρμέ: «Αν δεν είχα αυτόν τον καθρέφτη απέναντί μου για να κοιτάζομαι την ώρα που σκέφτομαι, θα ξαναγινόμουν μηδέν». Αν έχω επιβιώσει, αν στέκομαι ακόμα όρθιος, είναι γιατί υπάρχει μέσα μου αυτό το νεύρο που έγινε ποίηση». Πώς πυροδοτήθηκε όμως αυτή η περιπέτεια, με την ποίηση συγκεκριμένα, η οποία έμελλε να μετεξελιχθεί σε ένα πολύ σοβαρό στοίχημα ζωής; «Σκέφτομαι μια ανάλογη ερώτηση που μου έκανε η Τζίνα Πολίτη και αναρωτιέμαι: «τι μου συνέβη και πέρασα από τη θεωρία στην ποίηση;», πώς δηλαδή – απ’ όσα έλεγε για μένα ο Νίκος Πουλαντζάς, το 1976, προλογίζοντας το βιβλίο μου «Κοινωνία και γλώσσα», ότι «για πρώτη φορά επιχειρείται στην Ελλάδα μια συστηματική παρουσίαση και ανάλυση σε βάθος των συσχετισμών μεταξύ ειδικών αντικειμένων όπως η γλώσσα και το ασυνείδητο» – πέρασα σε όσα, χρόνια πολλά αργότερα, σημείωνε στο «Βήμα» ο Δ. Ν. Μαρωνίτης κατατάσσοντάς με στους ποιητές εκείνους «που τους κυνηγά η ποίηση και δεν την κυνηγούνε»; Απλούστατα, συνέβη η γραφή. Η γραφή, όχι μόνο ως καταγραφή ή περιγραφή ή ανάγνωση, αλλά κυρίως ως μοναξιά και επιβεβαίωση της μοναξιάς του έργου (της) και με τον κίνδυνο το έργο αυτό να μείνει αμετάδοτο. Δυστυχώς, η δημοσιογραφία κι αυτή η ντρόγκα του τυπωμένου ονόματος κάθε μέρα στο περίπτερο έχει ως επακόλουθο να παρακωλύει την πορεία μου προς την ολοκλήρωση, να μη με αφήνει να εισέλθω πλήρως σε αυτό που διακηρύσσω, στη μοναξιά του έργου. Αυτό ίσως να μη γίνει και ποτέ, δηλαδή να γίνει μια και καλή μετά θάνατον» υπογράμμισε ο Γιώργος Βέλτσος.

Οι πολιτικοί
και οι ετοιμοθάνατοι

«Αυτή όμως η σκέψη – απολογία της ποίησης και της ιστορίας – δημιουργεί και έναν αποπροσανατολισμό από την εποχή. Ακολουθώντας μια διαγώνιο, προκαλώντας ένα βραχυκύκλωμα στα καθιερωμένα νοήματα και τις σημασίες της εποχής, παραδόξως, μιλά ακριβέστερα για την εποχή – δεν είναι τυχαίο ότι οι πολιτικοί τσιτάρουν στα δύσκολα ποιητές» τόνισε ο ίδιος πιάνοντας το κεφάλι του. «Ας μου επιτραπεί να προσθέσω, στο σημείο αυτό, πως με την ποίηση σαν να ξεκλείδωσα ό,τι προφυλάσσει το μετωπιαίο οστό μου, και σαν να είδα να ανάβει ξαφνικά ο πολυέλαιος των εκατομμυρίων συνάψεων του εγκεφάλου μου, του μυαλού μου, που ήταν σβηστές και που τις είχε σβήσει η κοινωνική μου εξέλιξη και η ζωή μου που ήταν πάντα προσηλωμένη στο ρολόι. Και δεν κατάλαβα πως, όπως ακριβώς λέει με τρόπο συγκλονιστικό ο Ζαν-Ζακ Ρουσό, «άρχισα να ζω από τότε που θεώρησα τον εαυτό μου ετοιμοθάνατο». Το 1994, με τον θάνατο της μάνας μου, άρχισα να ζω ως ετοιμοθάνατος, πολύ αργά αλλά και πολύ νωρίς, διότι τώρα πιστεύω ότι ο εαυτός μου λαμβάνει πρωθύστερα ένα μερίδιο της αιωνιότητας».