Με την ψήφιση στη Βουλή και του πρωτοκόλλου ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, ουσιαστικά έληξαν οι αποστολές της κυβέρνησης Τσίπρα. Ηταν μία από τις τελευταίες εκκρεμότητες, έπειτα από την πολυδιαφημισμένη έξοδο από τα μνημόνια το προηγούμενο καλοκαίρι.

Τους τελευταίους μήνες η δραστηριότητα της κυβέρνησης περιορίστηκε στις μεθοδεύσεις και στις μηχανορραφίες γύρω από το ζήτημα της πΓΔΜ, ενώ και από ευρωπαϊκούς διαύλους υπήρξαν πληροφορίες για το ότι επρόκειτο για μια συναλλαγή του Αλέξη Τσίπρα με τους διεθνείς οργανισμούς και τις ξένες κυβερνήσεις.

Κατόπιν τούτων και αφότου, εικονικά τουλάχιστον, έληξε και η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ, η κυβέρνηση, η οποία ξεκίνησε ορμητικά πριν από τέσσερα χρόνια ως ειδικού σκοπού, αναδεικνύεται σε μια κυβέρνηση χωρίς σκοπό.

Τα όσα εκτυλίσσονται και ομολογούνται στη Βουλή το πιστοποιούν. Ηταν χαρακτηριστικό ότι το θέμα της Βόρειας Μακεδονίας χρησιμοποιήθηκε από τον Πρόεδρο της Βουλής Νίκο Βούτση ως επιχείρημα ακόμα και για το πότε θα έπρεπε να παραιτηθεί κάποιος βουλευτής.

Παράλληλα δε καταφαίνεται ο πραγματικός χαρακτήρας και η κυρίαρχη αντίληψη της σημερινής κυβερνητικής πλειοψηφίας. Ποιος είναι ο λόγος παραμονής της στην εξουσία μετά και την ολοκλήρωση των διαδικασιών σε σχέση με το γειτονικό κράτος; Ακόμα και η πρόφαση της ψήφισης φιλολαϊκών νομοσχεδίων δεν πείθει και πολλούς, τουλάχιστον όχι ως επαρκής λόγος για την πρόκληση τόσο μεγάλης κοινοβουλευτικής αναστάτωσης και τον ευτελισμό θεσμών και προσώπων.

Οπως γίνεται φανερό, ο μόνος λόγος είναι η εξεύρεση του χρόνου των εκλογών.

Τι βλέπουν οι ξένοι

Κατά τα όσα γίνονται αισθητά στις συνομιλίες και με εκπροσώπους ξένων κυβερνήσεων ή διπλωματών στην Αθήνα, η κυρίαρχη αίσθηση είναι πως η αποστολή της κυβέρνησης Τσίπρα εξετελέσθη. Εξ ου και η πρωτοφανής και απροκάλυπτη στήριξη που είχε εξασφαλίσει το προηγούμενο διάστημα ή οι έπαινοι τους οποίους εισπράττει σήμερα.

Υπό αυτές τις συνθήκες, από τις ίδιες πηγές μεταδίδεται η βεβαιότητα ότι οι εκλογές είναι ειλημμένη απόφαση. Πιστεύουν δε οι περισσότεροι το σενάριο του Μαΐου, χωρίς πάντως να είναι βέβαιο αν η πληροφόρησή τους είναι πρωτογενής ή αποτέλεσμα επεξεργασίας των όσων διακινούνται από εγχώριες δημοσιογραφικές και άλλες πηγές.

Σε αυτό το περιβάλλον, εξελίξεις των τελευταίων ημερών έχουν ενισχύσει την αίσθηση ότι η κυβέρνηση Τσίπρα μεθοδεύει τις τελευταίες κινήσεις της πριν από την προκήρυξη εκλογών. Και παράλληλα εντείνουν την εντύπωση ότι στο κυβερνητικό στρατόπεδο επίκειται μια διαδικασία, ενδεχομένως όχι ανώδυνη, καταμερισμού ευθυνών.

Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα για όλα αυτά ήταν οι αλλεπάλληλες πρόσφατες παρεμβάσεις του Γιάννη Δραγασάκη. Επειτα από αρκετούς μήνες απουσίας από την πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης επέλεξε τη συγκεκριμένη συγκυρία προκειμένου να θέσει το ζήτημα των τραπεζών και τον επείγοντα χαρακτήρα της ρύθμισης των «κόκκινων» δανείων.

Προειδοποιητικές βολές

Πέραν των ανησυχιών οι οποίες προκλήθηκαν προ μιας ενδεχόμενης νέας ανακεφαλαιοποίησης, η πρωτοβουλία Δραγασάκη εκλήφθηκε περισσότερο ως μια προειδοποιητική βολή προς το Μέγαρο Μαξίμου. Εκεί, και συγκεκριμένα στον Αλέκο Φλαμπουράρη, έχουν μεταφερθεί οι αρμοδιότητες για την εποπτεία του τραπεζικού συστήματος και εκεί καταβάλλεται η προσπάθεια για μια… ευφάνταστη ρύθμιση των «κόκκινων» δανείων.

Η κατάληξη της προσπάθειας αυτής είναι μία από τις κομβικής σημασίας παραμέτρους της περιόδου – πιθανώς και καταλυτική, είτε για τον χρόνο των εκλογών είτε για το περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτές θα διεξαχθούν. Και πέραν τούτου, είναι και ένα από τα ζητήματα για τα οποία το ενδιαφέρον των ξένων πολιτικών και οικονομικών παραγόντων εξακολουθεί να είναι μεγάλο.

Η εκλογική εξίσωση του κ. Τσίπρα έχει αρχίσει να δυσκολεύει εξαιτίας της αλληλεπίδρασης και πολλών άλλων παραμέτρων.

Μία από αυτές είναι το διαφαινόμενο πολιτικό περιβάλλον στην Ευρώπη έπειτα από τις ευρωεκλογές του Μαΐου. Κατά τα όσα προκύπτουν από τις εξελίξεις στο ευρωπαϊκό πεδίο και από τις κατά τόπους δημοσκοπήσεις, ενδέχεται να μην υπάρχει καν συνομιλητής στις Βρυξέλλες μετά τον Μάιο. Η άνοδος των δεξιών ή και ακραίων δυνάμεων είναι το πιθανότερο ενδεχόμενο και από τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών θα κριθεί εν πολλοίς η σύνθεση των ευρωπαϊκών οργάνων και το ποιος θα καταλάβει τις θέσεις-κλειδιά. Εν όψει των αλλαγών, οι σημερινοί συνομιλητές του κ. Τσίπρα θα έχουν μόνο περιορισμένες δυνατότητες και πολιτική νομιμοποίηση έως το τέλος της θητείας τους.