H τέχνη τού να σχεδιάζεις κτίρια δεν ήταν ποτέ εύκολη υπόθεση. Ιδίως όταν έχεις πάντα κατά νου ότι «πρέπει να ψάχνεις τις Ατλαντίδες, πρέπει να είσαι εξερευνητής και παράλληλα να χτίζεις με υπευθυνότητα». Οπως ο Ρέντσο Πιάνο δηλαδή. Ο «δικός μας» Πιάνο, ο αρχιτέκτονας του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, ο οποίος χάρη στο ταλέντο του, τη σκληρή δουλειά και το άστρο του ανήκει δικαιωματικά σε όλες τις πόλεις σε Ευρώπη, Βόρεια Αμερική, Αυστραλία και Ανατολική Ασία, όπου έχουν κατά καιρούς ανεγερθεί τα 130 αρχιτεκτονικά πρότζεκτ του.
Η λαμπρή αναδρομική έκθεση «Renzo Piano: The Art of Making Buildings», που εγκαινιάστηκε πρόσφατα στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Λονδίνου σε συνεργασία με το αρχιτεκτονικό του γραφείο αλλά και με το Fondazione Renzo Piano, το ίδρυμα στη Γένοβα που φέρει το όνομά του, εστιάζει σε 16 από τα πιο γνωστά και εμβληματικά από αυτά. Μέσα από μακέτες, φωτογραφίες και σχέδια σκιαγραφείται αυτή η συναρπαστική αλλά και απροσδόκητη πορεία, δεδομένου ότι ο δημιουργός της δεν έχει «μια προκαθορισμένη ιδέα για την αρχιτεκτονική, ένα συγκεκριμένο μοτίβο ή στυλ» το οποίο έχει κατοχυρώσει και ανατρέχει σε αυτό. Από το Κέντρο Ζορζ Πομπιντού στο Παρίσι (1977), στον ουρανοξύστη «The Shard» στο Λονδίνο (2012), στο νέο Μουσείο Τέχνης Whitney (2015) και στα γραφεία της ιστορικής εφημερίδας «The New York Times» στη Νέα Υόρκη (2007), στο πολιτιστικό κέντρο Jean-Marie Tjibaou στη Νέα Καληδονία (1998) ή στο κτίριο για τη Συλλογή Μενίλ στο Χιούστον του Τέξας (1987), ο Πιάνο δίνει σε κάθε πόλη και από ένα αλησμόνητο και ολόδικό της αρχιτεκτονικό ορόσημο.
Οπως δήλωσε πρόσφατα στον ιταλικό Τύπο, το ίδιο είναι διατεθειμένος να πράξει και στη γενέθλια πόλη του, Γένοβα, και μάλιστα αφιλοκερδώς. Η γέφυρα που κατέρρευσε στις 14 Αυγούστου οδηγώντας στον θάνατο 43 ανθρώπους και μέχρι πρότινος έφερε το όνομα του μηχανικού της, Ρικάρντο Μοράντι, θα έχει την υπογραφή του Πιάνο όταν ανεγερθεί ξανά με το καλό και για το καλό της πόλης. H ανιδιοτελής προσφορά του είναι ο τρόπος του να δώσει κάτι πίσω στον τόπο των προγόνων του αλλά και να άρει τον δυσοίωνο συμβολισμό μιας πόλης που χωρίζεται πλέον στα δύο με βίαιο τρόπο. «Η γέφυρα είναι ένα σύμβολο και δεν πρέπει να καταπέσει ποτέ, γιατί όπου πέφτουν οι γέφυρες υψώνονται τείχη» έχει πει χαρακτηριστικά. ‘Η αλλιώς, «όταν ο δημόσιος χώρος αποσαθρώνεται, η δημοκρατία υποφέρει».
Το μόνο πάντως που μπορεί να αποκαλύψει για την ώρα σχετικά με τον σχεδιασμό της νέας γέφυρας είναι ότι θα πρέπει να είναι ένα αρχιτεκτονικό σύμβολο «που αποπνέει αληθινή περηφάνια και αξίες». Γιατί, σύμφωνα με τον Πιάνο, «η αληθινή ομορφιά προκύπτει όταν το αόρατο συναντά το ορατό και βγαίνει στην επιφάνεια. Και αυτό δεν ισχύει μόνο στην τέχνη και στη φύση. Αφορά και την επιστήμη, την ανθρώπινη περιέργεια ή την αλληλεγγύη – γι’ αυτό και μιλάμε «για έναν όμορφο άνθρωπο» ή για ένα «όμορφο μυαλό». Αυτή είναι η ομορφιά που μπορεί να κάνει τους ανθρώπους καλύτερους ανάβοντας ένα ιδιαίτερο φως στα μάτια τους. Το να σχεδιάζεις κτίρια για αυτού του είδους την ομορφιά καθιστά τις πόλεις καλύτερους τόπους για να μένεις. Και οι καλύτερες πόλεις κάνουν καλύτερους πολίτες» έλεγε στον λόγο του σε διοργάνωση TED το 2018.

Ο αρχιτέκτονας από την περήφανη Λιγουρία

Ο Πιάνο γεννήθηκε το 1937 στην πόλη των ναυπηγών, των ναυτικών αλλά και των ποντοπόρων – για να μην ξεχνάμε και τον γενοβέζο Χριστόφορο Κολόμβο. Μολονότι δεν ήταν ποτέ ο τύπος ανθρώπου που αρέσκεται να αναλώνεται σε νοσταλγικές αναπολήσεις, μιας και «αυτό που είναι σημαντικό δεν είναι αυτό που έχεις κάνει, ούτε αυτό που έχεις υπάρξει αλλά τι θα γίνεις και θα πράξεις», έχει αναγνωρίσει ότι η πρωτεύουσα της Λιγουρίας, στην οποία μεγάλωσε, επηρέασε σε καθοριστικό βαθμό τη διαμόρφωση των ιδεών του. Αρχικά η πόλη, η θάλασσα και τα πλοία της, στη συνέχεια η γόνιμη ανταλλαγή απόψεων με φίλους από πολλούς δημιουργικούς χώρους, αλλά και τα διδάγματα των ινδαλμάτων του, όπως ο αρχιτέκτονας, μηχανικός και γλύπτης της Αναγέννησης Φιλίπο Μπρουνελέσκι (1377-1446) ή ο φίλος του, αυτοδίδακτος αρχιτέκτονας Ζαν Προυβέ (1901-1984).
Ο πατέρας, όπως και ο παππούς του, αλλά και τέσσερις θείοι του ήταν εργολάβοι οικοδομών. Εκείνος δούλεψε σε πολλά εργοτάξια μαζί τους, αλλά αποφάσισε να γίνει αρχιτέκτονας. Ο αδελφός του, Ερμάνο, ανέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση, ενώ ο Ρέντσο αποφοίτησε από το Τμήμα Αρχιτεκτονικής στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου το 1964, χωρίς ωστόσο να ξεχάσει ποτέ την πληγωμένη αντίδραση του πατέρα του όταν του ομολόγησε την επιθυμία του: «Μα γιατί να το κάνεις, αφού μπορείς να είσαι εργολάβος;». Απότοκο των τύψεων για την «προδοσία» απέναντι στην οικογενειακή παράδοση ήταν η επιλογή του ονόματος «Renzo Piano Building Workshop» αντί του κλασικού και αναμενόμενου Piano Architects & Associates όταν ίδρυσε το αρχιτεκτονικό γραφείο του το 1981. Δεν επρόκειτο όμως για έναν επιφανειακό φόρο τιμής. Μια πάγια τακτική των γραφείων του σε Γένοβα, Παρίσι και Νέα Υόρκη είναι να συνεργάζονται επιδέξιοι τεχνίτες και ξυλουργοί.

Το θαύμα του Μπομπούρ και η high tech σφραγίδα

Μετά τις σπουδές του, ο Πιάνο εργάστηκε στα γραφεία του εσθονο-αμερικανού αρχιτέκτονα Λούις Καν στη Φιλαδέλφεια και του Πολωνού Σίγκμουντ Στάνισλαβ Μακόβκσι στο Λονδίνο. Χάρη στην πρώτη σημαντική προσωπική του ανάθεση για το Περίπτερο των ιταλικών βιομηχανιών στη Διεθνή Εκθεση της Οσάκα το 1970 γνώρισε τον Ρίτσαρντ Ρότζερς, τον βρετανό αρχιτέκτονα με την ιταλική ρίζα. Μαζί υπέβαλαν το 1971 την πρότασή τους στον διεθνή διαγωνισμό για τον σχεδιασμό του Κέντρου Ζορζ Πομπιντού στο Παρίσι και επικράτησαν πανηγυρικά έναντι των υπόλοιπων 680 προτάσεων από 49 διαφορετικές χώρες. Αλλωστε, «η δημιουργικότητα είναι εφικτή μόνο όταν τη μοιράζεσαι» έχει πει ο Πιάνο. Εκείνος ήταν μόλις 33 ετών και ο Ρότζερς 37 και εντυπωσίασαν αλλά και σόκαραν με το όραμά τους για «μια παιχνιδιάρικη αστική κατασκευή που μοιάζει με πλάσμα βγαλμένο από τα βιβλία του Ιουλίου Βερν ή ένα αναπάντεχης εμφάνισης πλοίο προσαραγμένο σε μια στεγνή αποβάθρα» όπως το έχει περιγράψει ο Πιάνο. «Δηλαδή είναι «High Tech»» απέφυγαν με επιδεξιότητα τις ατραπούς της φαντασίας του Πιάνο οι ειδικοί προκειμένου να συνοψίσουν το κόνσεπτ της στιβαρής σιδηροκατασκευής και τη μεταφορά της τεχνολογίας και της αισθητικής βιομηχανικών τομέων όπως η παραγωγή αυτοκινήτων ή η αεροναυπηγική, στην αρχιτεκτονική. «Πρόκειται για μια παρανόηση. Το Μπομπούρ (σ.σ.: όπως επίσης αποκαλείται το κτίριο) συνιστά μια διπλή πρόκληση απέναντι στον ακαδημαϊσμό και λειτουργεί επίσης ως μια παρωδία για τους τεχνολογικούς συμβολισμούς του καιρού μας». Οπως και αν το περιγράψει κανείς, ήταν η απόλυτη επιτυχία, κι ας αμφισβητήθηκε λυσσαλέα όταν πρωτοεμφανίστηκε στον παρισινό ορίζοντα. Δύο δεκαετίες από τα εγκαίνιά του, που έγιναν το 1977, είχαν ήδη περάσει τις πύλες του (και ανεβεί τις εξωτερικές κυλιόμενες κλίμακές του) περισσότεροι από 150.000.000 επισκέπτες. Ανάμεσά τους, συχνά πυκνά, και ο Πιάνο, καθώς τα γραφεία του στο Παρισι βρίσκονται στο Μαρέ, δυο βήματα από το Μουσείο.
O Πιάνο το εννοούσε όταν μιλούσε περί «παρωδίας» όσον αφορά το Μπομπούρ. Στα επόμενα πρότζεκτ του, όπως για παράδειγμα στο Μουσείο της Συλλογής Μενίλ, το «high tech» έδινε το «παρών», αλλά αναφερόταν στην τεχνολογία που χρησιμοποιούσε προκειμένου να είναι το κτίριο λειτουργικό και ενεργειακά αυτόνομο. Στο βιβλίο του με τίτλο «Logbook» (εκδ. Monacelli Press) σημειώνει: «Παραδόξως, το κτίριο αυτό με την ηρεμία, τη γαλήνη και τη λιτότητά του είναι πολύ πιο «μοντέρνο», από επιστημονική άποψη, από το Μπομπούρ». Ούτως ή άλλως, «πρόκειται για ένα ψευδοδίλλημα: ένας αρχιτέκτονας, ένας κατασκευαστής, δεν μπορεί να μη χρησιμοποιεί την τεχνολογία όταν σχεδιάζει», καθώς «σε μια τεχνολογικά προηγμένη εποχή όπως η δική μας υπάρχουν υλικά εξαιρετικά ανθεκτικά και εύκολα να δουλευτούν, οπότε είναι πολιτιστικά εσφαλμένο να μην προσπαθεί κανείς να βρει μια αρχιτεκτονική γλώσσα ώστε να τα αξιοποιήσει» έγραφε στο «Progetti e architetture (1964-1994)» (εκδ. Mondadori Electa). Αυτό που εφαρμόζει στον σχεδιασμό του ο Πιάνο είναι ένα μείγμα «δεοντολογίας, ομορφιάς και ποίησης», χωρίς να ξεχνά ενίοτε όχι μόνο να ακροπατάει αλλά και να βουτάει τα πόδια του στην Ιστορία.
Το αποδεικνύει περίτρανα το πολιτιστικό κέντρο Ζαν Μαρί Τχιμπάου που σχεδίασε στη Νουμέα, την πρωτεύουσα της Νέας Καληδονίας (μια υπερπόντια κτήση της Γαλλίας, ανατολικά της Αυστραλίας). Πρόκειται για ένα συγκρότημα από δέκα «καλύβες», ελαφρές ξύλινες κατασκευές χαμηλών τεχνολογικών απαιτήσεων, με θέα στον Νότιο Ειρηνικό Ωκεανό και σχεδιασμό που παραπέμπει έντονα στην τοπική αρχιτεκτονική και συγκεκριμένα στις κατοικίες των αρχηγών της εθνοτικής ομάδας Κανάκ. O Πιάνο είχε βρεθεί στο νησί για πρώτη φορά όταν έκανε τον μήνα του μέλιτος με τη δεύτερη σύζυγό του, Μίλι. «Δεν ξεκινάς ποτέ μια δουλειά χωρίς να περάσεις χρόνο στο μέρος που θα ανεγείρεις εργοτάξιο» είναι άλλη μια αρχή που πρεσβεύει. Εστω κι αν αυτό σου στοιχίσει τον γάμο σου, όπως συνέβη με την πρώτη σύζυγό του και μητέρα των τριών από τα τέσσερα παιδιά του, στη διάρκεια της κατασκευής του Μπομπούρ στο Παρίσι. Το πολιτιστικό κέντρο στη Νουμέα ολοκληρώθηκε το 1998, χρονιά που του απονεμήθηκε το βραβείο Pritzker, αυτό που συχνά-πυκνά αποκαλείται και «Οσκαρ» της αρχιτεκτονικής. Ο ψηλόλιγνος Πιάνο με τα διακριτικά γυαλιά, ο οποίος ζωγραφίζει τις ιδέες του πάντα με ένα πράσινο μαρκαδοράκι, είχε κατακτήσει και επισήμως τον κόσμο με την αρχιτεκτονική του.
Ωστόσο, ακόμη και ο απόλυτος άρχων μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις με το έργο του. Πρόσφατα, η εφημερίδα «Libération» τον αποκαθήλωνε μέσα από τις σελίδες της με αφορμή το νέο δικαστικό Μέγαρο του Παρισιού (2018). Πρόκειται για ένα γυάλινο κτίριο – στο εσωτερικό του θυμίζει αρκετά τη δική μας Εθνική Βιβλιοθήκη – το οποίο χαρακτηρίστηκε ως «ο ναός του υπερθετικού βαθμού». Αν βάλει κανείς κάτω τα νούμερα, αυτή την αίσθηση αποκομίζει: 160 μ. ύψος, 90 αίθουσες και 24 χλμ. διαδρόμων όπου πηγαινοέρχονται 9.000 άνθρωποι, κόστος 2,35 δισ. ευρώ. Πολλοί από τους εργαζομένους μιλούν για ένα αποστειρωμένο και απάνθρωπο κτίριο. Είναι αμφίβολο αν ήταν επιλογή του ίδιου του Πιάνο η συγκεκριμένη «λεπτομέρεια», καθώς στο κτίριο εφαρμόζονται δρακόντεια μέτρα ασφαλείας σε μια πόλη που ζει σε έντονη ανασφάλεια. «Είναι ένα εχθρικό κτίριο» λένε οι δικαστές, αλλά ο σταθερά αεικίνητος Πιάνο έχει ήδη σαλπάρει για το επόμενο πρότζεκτ. Γνωρίζει πολύ καλά πως μόνο η Ιστορία μπορεί να τον δικαιώσει.
INFO: «Renzo Piano: The Art of Making Buildings»: Βασιλική Ακαδημία Τεχνών, Λονδίνο, έως τις 20 Ιανουαρίου 2019.