Kώστας Κουτσουρέλης, «Υπάρχει περισσότερη καλή ποίηση σήμερα στη μουσική παρά στα βιβλία»
Ο γνωστός ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής μιλάει για το νέο του βιβλίο και τα αδιέξοδα της σύγχρονης ποιητικής δημιουργίας.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Δύο χρόνια μετά το πολυσυζητημένο βιβλίο του «Η τέχνη που αυτοκτονεί» (εκδόσεις Μικρή Αρκτος), ο Κώστας Κουτσουρέλης επανέρχεται στο ποιητικό πρόβλημα της εποχής μας μέσα από το νέο του βιβλίο «Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση. Δώδεκα ομόκεντρα δοκίμια» (από τις ίδιες εκδόσεις). «Το 2019 κυκλοφόρησε το βιβλίο μου «Η τέχνη που αυτοκτονεί», όπου θέμα μου ήταν ο μαρασμός της ποίησης του καιρού μας» αναφέρει μιλώντας στο ΒΗΜΑgazino. «Η ζωηρή υποδοχή του με έπεισε ότι υπάρχει πράγματι ενδιαφέρον για τέτοια δοκίμια, που αποπειρώνται να δουν συνολικά το ποιητικό φαινόμενο. Το νέο αυτό βιβλίο ξαναπιάνει το νήμα εκεί που το άφησε το προηγούμενο βιβλίο, επεκτείνοντάς το προς νέες κατευθύνσεις».
«Αν τον 19ο αιώνα ο μέσος αναγνώστης λογοτεχνίας ήταν αυτονόητο ότι διάβαζε και ποιήματα, σήμερα, έναν αιώνα μετά την εμφάνιση του μοντερνισμού, ο μέσος αναγνώστης λογοτεχνίας είναι αυτονόητο ότι δεν διαβάζει» σημειώνετε στο βιβλίο σας. Ποιοι είναι οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτή την «απαξίωση» της ποίησης όπως την εκφράζετε, κύριε Κουτσουρέλη;
«Η κοινωνική απαξίωση της ποίησης συμπίπτει χρονικά με την επικράτηση του μοντερνισμού και των αντιλήψεών του για τον ρόλο του ποιητή – σε τούτο το συμπέρασμα δεν χωράει αντίρρηση, όλοι οι δείκτες, ποσοτικοί και ποιοτικοί, που διαθέτουμε αυτό μαρτυρούν. Το ίδιο συνέβη, θυμίζω, και με άλλες τέχνες. Η λόγια μουσική μετά τον Σένμπεργκ χάνει μέσα σε ελάχιστες δεκαετίες όλο της το ακροατήριο, με το film d’auteur αδειάζουν μαζικά οι ευρωπαϊκοί κινηματογράφοι. Αντιθέτως, άλλες τέχνες, τυχερότερες, η πεζογραφία λ.χ., δεν πατούν την μπανανόφλουδα της επιτήδευσης και του ερμητισμού. Ποιος θα διάβαζε σήμερα μυθιστόρημα αν οι συγγραφείς μας έγραφαν σαν τον όψιμο Τζόις;».
Γιατί όμως ευθύνεται ο μοντερνισμός;
«Στο βιβλίο δείχνω πως τρία είναι τα κύρια ιδεολογικά αξιώματα στα οποία βασίστηκαν οι ποικίλοι μοντερνισμοί. Η καινολατρεία, που είναι η μορφή την οποία έλαβε στο πεδίο της τέχνης η γενική λατρεία της προόδου και της κατανάλωσης. Η ακραία εκφραστική εξατομίκευση, που είναι φαινόμενο απότοκο του διάχυτου ατομικισμού και ναρκισσισμού της νεωτερικότητας. Και ο εκδημοκρατισμός και η μαζοποίηση της τέχνης, που εκπορεύονται από τη λαϊκιστική επαγγελία κάποιων νεωτερικών να αρθεί η διάκριση μεταξύ τέχνης και ζωής και να γίνουμε όλοι καλλιτέχνες.
Η ποίηση, ας μην το ξεχνάμε, ήταν εξαρχής η αιχμή του δόρατος των μοντερνιστικών κινημάτων, η πρωτοπορία της πρωτοπορίας, για να το πούμε έτσι. Και είναι ίσως η μόνη τέχνη όπου τα δόγματα αυτά επικράτησαν πλήρως. Ο κοινωνικός καταποντισμός της ήταν έτσι λίγο-πολύ μοιραίος. Οπως ξέρουμε και από τη μόδα, τίποτε δεν γερνάει τόσο όσο το επιδεικτικά μοντέρνο».
Την ίδια στιγμή παρατηρούμε όμως «έκρηξη» στον αριθμό των ποιητών. Δεν είναι οξύμωρο αυτό;
«Οχι. Η εσωστρέφεια της σημερινής ποίησης βολεύει. Και τους επίδοξους θεράποντές της, που μπορούν πλέον να αυτοτιτλοφορούνται ποιητές ακόμη κι αν δεν τους διαβάζει κανείς. Και τους εκδότες που βρήκαν, και δεν τους κατηγορώ διόλου γι’ αυτό, ένα μέσο για να ενισχύσουν το ταλαίπωρο ταμείο τους. Διότι ο εκδοτικός πληθωρισμός που μαστίζει την ποίηση χρηματοδοτείται βεβαίως από τους ίδιους τους εκδιδόμενους».
Πρεσβεύετε στο βιβλίο σας ότι το γνώρισμα του μεγάλου ποιητή του παρελθόντος είναι ότι δεν είχε ανάγκη από ειδικούς ερμηνευτές. Ωστόσο σήμερα επικρατεί η άποψη ότι το δυσερμήνευτο του στίχου είναι ακριβώς αυτό που κάνει ένα ποίημα ξεχωριστό…
«Η κλασική κριτική από τον Αριστοτέλη ως τον Σάμιουελ Τζόνσον θεωρούσε ανέκαθεν ως ποίηση σημαντική εκείνη που έχει να προσφέρει κάτι σε όλες τις μερίδες του κοινού. Αυτό αρχίζει να αλλάζει στα τέλη του 19ου αιώνα όταν ανατιμάται ο ρόλος των σχολιαστών, των scholars που τόσο ειρωνευόταν ο Γέιτς. Υπό την επιρροή του συμβολισμού και αργότερα του μοντερνισμού όλο και περισσότεροι ποιητές σνομπάρουν τον κοινό αναγνώστη, του στρέφουν επιδεικτικά την πλάτη. Στη θέση του βάζουν τον επαγγελματία αναγνώστη, τον λόγιο, τον κριτικό, τον ομότεχνο. Αυτός είναι άλλωστε ο μόνος που έχει το ενδιαφέρον και τον χρόνο για να διαλευκάνει το γριφώδες, ερμητικό περιεχόμενο των νέων ποιημάτων που γράφονται».
Εκφράζετε επίσης την άποψη ότι η ποίηση δεν είναι μόνο θέμα ταλέντου, αλλά και επίπονης δουλειάς…
«Δεν λέω κάτι πρωτότυπο. «Γράφοντας έρχεται η έμπνευση» έγραφε ο Παλαμάς. Πολλοί κορυφαίοι ποιητές τονίζουν ότι το ταλέντο είναι ασφαλώς το αναγκαίο θεμέλιο, από μόνο του όμως δεν επαρκεί. Ακόμη και η λεγόμενη έμπνευση είναι έννοια παρεξηγημένη. Μόνο ο ασκημένος ποιητής, αυτός που έχει δουλέψει πολύ για να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο των εκφραστικών του μέσων, μπορεί να αυτοσχεδιάσει επιτυχώς. Το γράψιμο είναι 5% έμπνευση και 95% εφίδρωση λέει κάπου ο Eκο».
Στην Ελλάδα με τα δύο Νομπέλ στον Σεφέρη και στον Ελύτη γιατί δεν διαβάζουμε σήμερα ποίηση; Πιστεύετε ότι υπάρχει αξιόλογη ποιητική παραγωγή στις μέρες μας;
«Φυσικά και υπάρχει. Αλλά με την κριτική ακυρωμένη και τον εκδοτικό πληθωρισμό να μαίνεται, σε ποιον τάχα να απευθυνθεί ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης για να προσανατολιστεί μέσα σε αυτόν τον αχαρτογράφητο ωκεανό; Ετσι μαζί με τα ξερά καίγονται δυστυχώς και τα χλωρά βλαστάρια της σημερινής μας ποίησης, που σε άλλη εποχή θα ήταν περίοπτα».
Το γεγονός ότι το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας το 2016 απονεμήθηκε στον Μπομπ Ντίλαν δημιούργησε ενστάσεις. Θεωρείτε ότι σήμερα η καλή ποίηση περισσότερο «ακούγεται» μέσω του τραγουδιού παρά τυπώνεται στις σελίδες ενός βιβλίου;
«Αυτή είναι πράγματι η γνώμη μου. Υπάρχει περισσότερη καλή ποίηση σήμερα στη μουσική που ακούμε, παρά στα βιβλία που τυπώνουμε. Η μακρά γραμμή των σπουδαίων στιχουργών μας, από τον Νίκο Γκάτσο έως τους τωρινούς άξιους τραγουδοποιούς, αποτελεί από μόνη της ένα εξαιρετικό κεφάλαιο στην ιστορία της λογοτεχνίας μας, που αργά ή γρήγορα θα αναγνωριστεί όπως του αξίζει. Τέτοια ήταν άλλωστε πάντοτε η κορυφαία μας ποίηση, από τον Ομηρο ως τους βυζαντινούς μελωδούς και ως τη νεότερη δημώδη μούσα: τραγούδι. Οποτε η ποίηση ξέκοβε από το τραγούδι, όπως στους Αλεξανδρινούς χρόνους λ.χ., παρήκμαζε. Αντίστροφα, όταν ανακάλυπτε και πάλι τη ζείδωρη συγγένειά της με τη μουσική, ήκμαζε: παράδειγμα, το λαμπρό κίνημα του ευρωπαϊκού ρομαντισμού».

