«Κοντή κουβέρτα η ποίηση και, κάθε που την τραβάς

για να φυλάξεις το κεφάλι σου απ’ τους εφιάλτες αυτού του κόσμου,

στην παγωνιά αυτού του κόσμου τα πόδια σου αφύλακτα αφήνεις»

Αργύρης Χιόνης

Ψάχνοντας το αρχείο μου έπεσα σε μια συζήτηση που είχα κάνει χρόνια πίσω με τον Αργύρη Χιόνη (1943-2011), έναν σπουδαίο ποιητή, που αξίζει να θυμηθούμε. Και μαζί να θυμηθούμε έναν τρόπο σκέψης και ένα ήθος που ξεθωριάζει, αν όχι χάνεται στη σημερινή ψηφιακή λαίλαπα.

Τυπικά ανήκει στη λεγομένη Γενιά του ’70. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1966, σε ηλικία 23 ετών, με τη συλλογή «Απόπειρες Φωτός». Εχοντας ζήσει πολλά χρόνια στο εξωτερικό, ήταν τότε εγκατεστημένος στο Θροφαρί της Κορινθίας, όπου ασχολούνταν με τη γεωργία χωρίς να εγκαταλείπει την ποίηση. Μίλησα με τον ποιητή, έναν γλυκό άνθρωπο με δύσκολα παιδικά χρόνια, στον οποίο, όσο και να ακούγεται περίεργο, οφείλουμε τις μεταφράσεις του περίφημου «Αστερίξ», ενός ποιητή που ταξίδεψε και έζησε σε πολλές πόλεις του κόσμου και, αφού απαρνήθηκε το πολύβουο άστυ για την ύπαιθρο, δούλεψε παράλληλα τον στίχο και τη γη, παρατηρώντας πού και πού από του ποταμού την κοίτη «…τα βότσαλα από την αδιάκοπη ροή να στρογγυλεύουν…».

«Είχα μπουχτίσει την Αθήνα» μου είπε. «Εχω ζήσει χρόνια έξω, στη Γαλλία για ενάμιση χρόνο, στην Ολλανδία για οκτώμισι, μετά γύρισα για πέντε χρόνια. Από το ’67 μέχρι το ’77 ήμουν έξω… Από το ’74 άρχισα να έρχομαι για διακοπές. Το ’77 εγκαταστάθηκα στην Αθήνα και δούλεψα μεταφράζοντας κόμιξ και ειδικά «Αστερίξ». Το ’82 έγινε ένας διαγωνισμός για μεταφραστές από την ΕΟΚ και έτσι πήγα στις Βρυξέλλες όπου κάθισα άλλα δέκα χρόνια στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Γύρισα στην Αθήνα, αλλά η πόλη δεν μου πήγαινε. Η ποίηση που αρχίζω και γράφω κατά τη δεκαετία του ’70, και ειδικά με τις «Μεταμορφώσεις» (1974), δεν είναι βέβαια ποίηση ολλανδική. Τότε στην Ολλανδία ήταν η εποχή του χιπισμού, των παιδιών των λουλουδιών, του χασισιού, των λευκών κοινόχρηστων ποδηλάτων, της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Εμείς το σεξ το είχαμε ανακαλύψει πολύ πιο νωρίς και πιο υγιώς. Η Ολλανδία είναι κατά βάση μια πουριτανική σφιχτή, καλβινιστική κοινωνία γεμάτη αναστολές. Αγόραζαν φέρ’ ειπείν τα προφυλακτικά σαν πρωτοχριστιανοί, δεν τολμούσε κανείς να τα αγοράσει στο φαρμακείο. Υπήρχαν σπίτια που προμήθευαν προφυλακτικά κρυφά σαν τους χριστιανούς που διέδιδαν τον λόγο του Θεού στις κατακόμβες».

Του επισημαίνω ότι στο έργο του υπάρχει μια οντολογικής υφής μεταμόρφωση – παρατηρούμε τα πράγματα να σωματοποιούνται, να μιλούν.

«Αυτό ξεκινάει από το τρίτο μου βιβλίο, τις «Μεταμορφώσεις», δική μου έκδοση, εκεί για πρώτη φορά στρέφομαι προς τα πράγματα και τους προσδίδω ανθρώπινες ιδιότητες, υπάρχει ένα τραπέζι που αφηγείται τη ζωή του, για το πώς υφίσταται την καταπίεση των ανθρώπων, υπάρχει ο βράχος ο οποίος τεμαχίζεται σε μικρά χαλίκια».

Επισημαίνω πως βλέπω στο έργο του τον άνθρωπο ως έναν εξωτερικό παρατηρητή, έναν observer της ματαιότητας του θνητού κόσμου.

«Στην ποίησή μου υπάρχει, νομίζω, ένα είδος θετικής απαισιοδοξίας, ας μου συγχωρεθεί ο όρος. Τα πράγματα είναι έτσι όπως είναι, αλλά αυτό δεν με θλίβει. Τα παρακολουθώ, τα παρατηρώ. Το κεντρικό πρόσωπο των ποιημάτων μου είναι μέσα στα πράγματα και ταυτόχρονα έξω. Μπορεί να αποστασιοποιηθεί από αυτά. Τα πράγματα, ο κόσμος, η πραγματικότητα είναι σκοτεινά, ερεβώδη, πιεστικά, αλλά παρ’ όλα αυτά μετέχω στη ζωή. Δεν παραιτούμαι. Εκεί έγκειται και η αισιοδοξία» απαντά.

Σε ένα ποίημά σας από τη συλλογή «Εσωτικά τοπία» (Νεφέλη, 1991), λέτε: «Τα ποιήματα είναι τοπία, ή αποσπάσματα τοπίων, όπως αυτά που βλέπεις απ’ το παράθυρο υπερταχείας: εικόνες […] που έρχονται ή φεύγουν…». Τα ποιήματα είναι εικόνες εν κινήσει ή εν στάσει, του λέω.

«Οταν είμαστε σ’ ένα αυτοκίνητο ή σ’ ένα τρένο λέμε «φεύγει το τοπίο», «περνούν τοπία από μπροστά μας». Στην ουσία είμαστε εμείς που περνάμε μπροστά από τοπία. Είναι αυτό το διφορούμενο της κίνησης. Περνούν σπίτια, βουνά, αυτοκίνητα μπροστά μας, είναι σαν να τρέχει το τοπίο, ενώ στην ουσία είμαστε εμείς που τρέχουμε…».

Η σιωπή και η ακινησία διατρέχουν επίσης την ποίησή σας ως μόνιμα μοτίβα, του επισημαίνω.

«Μόνο με τη σιωπή και την ακινησία μπορείς να παρατηρήσεις σωστά και να πας στο βάθος των πραγμάτων. Σ’ ένα βιβλίο μου, στην ενότητα με τίτλο «Ακίνητος στου ποταμού την κοίτη», υπάρχει ένας άνθρωπος ξαπλωμένος εκούσια στην κοίτη ενός ποταμού που μόνο με την όραση, γιατί δεν ακούει και δεν οσφραίνεται, φαντάζεται τη μυρωδιά των λουλουδιών και τα κελαηδίσματα των πουλιών, με τους σολομούς να ταξιδεύουν κόντρα στο ρεύμα, τις καρένες των πλοίων να περνούν, το χτυποκάρδι ενός κυνηγημένου ελαφιού που σκύβει…».

Οσο για τις ποιητικές του καταβολές: «Στα πρώτα μου ποιήματα βρίσκω μερικές επιδράσεις οι οποίες μετά εξαφανίζονται και ειλικρινά δεν ξέρω τι συμβαίνει» μου είπε. «Στην αρχή υπήρχαν επιρροές Ρίτσου, Σεφέρη, Καβάφη, αλλά όλα αυτά ανάκατα, δεν είχα και πολλά βιβλία, η καταγωγή μου ήταν προλεταριακή και δεν είχα κάποια βιβλιοθήκη στο σπίτι, ό,τι έβρισκα στα παγκάκια, στο Μοναστηράκι, στα παλαιοπωλεία. Ηταν ένας αχταρμάς. Η περίπτωσή μου βέβαια δεν είναι παρθενογένεσης, αλλά δεν μπορώ να πω πως μαθήτευσα ιδιαίτερα σε έναν συγκεκριμένο ποιητή. Οσο για το πώς πρωτομπήκε η ποίηση στη ζωή μου; Ξεκίνησα να γράφω ποίηση ως εξής: Ημασταν σε ένα δωμάτιο στα Σεπόλια, όλη η οικογένεια· όλα, κουζίνα, υπνοδωμάτιο, σε έναν χώρο και είχαμε ένα ημερολόγιο απ’ αυτά με τα φυλλαράκια που τα τραβάς κι είχε μια μαντινάδα από πίσω. Κάποια στιγμή στα δεκατρία τράβηξα ένα χαρτάκι, κοίταξα από πίσω, διάβασα και είπα μέσα μου «μπορώ να γράψω και εγώ κάτι τέτοιο» και έτσι άρχισα να γράφω. Αυτό συνεχίζεται ως σήμερα. Τώρα όμως αισθάνομαι περισσότερο γεωργός παρά ποιητής. Τον περισσότερο χρόνο μου ασχολούμαι με το χώμα. Οταν όμως η ποίηση με επισκέπτεται, δεν της κλείνω την πόρτα».

Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.