Καμία βελτίωση δεν έχει επέλθει στους μέσους μισθούς, παρά τις αυξήσεις που δόθηκαν στις κατώτατες αμοιβές τα τελευταία χρόνια. Η κατάρρευση των κλαδικών συμβάσεων έχει ως αποτέλεσμα μόλις και μετά βίας να καλύπτουν το 25% των εργαζομένων.

Ετσι το 80% των εργαζομένων δηλώνει πως δεν έχει λάβει καμία αύξηση εντός του έτους, γεγονός που σημαίνει πως οι αυξήσεις στα κατώτατα όρια δεν επηρεάζουν τους υπόλοιπους μισθούς.

Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την έκρηξη του πληθωρισμού και την ενεργειακή κρίση, έχει οδηγήσει το 71% των εργαζομένων ιδιωτικού τομέα σε περιορισμό δαπανών για βασικά αγαθά διατροφής.

Ερευνα

Η εικόνα αυτή καταγράφεται σε έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, η οποία ταυτοχρόνως δείχνει κατάρρευση της αγοραστικής δύναμης τόσο του μέσου όσο και του κατώτατου μισθού, ο οποίος ενισχύθηκε στις αρχές του έτους.

Σύμφωνα με την έρευνα, η αγοραστική δύναμη των κατώτατων μισθών καταγράφει απώλεια της τάξεως του 18% τον μήνα Απρίλιο (πριν από την αύξησή του) εξαιτίας του κύματος ακρίβειας.

Απώλεια κατέγραψε και ο μέσος μισθός κατά 9,9%, ενώ ο μέσος μισθός μερικής απασχόλησης έχασε το 28% της αγοραστικής του δύναμης.

Δραματική πτώση της αξίας του κατώτατου μισθού κατά 19% καταγράφεται φέτος στις χώρες της Ευρώπης, γεγονός που διαπιστώνεται από τα στοιχεία της Eurostat. Οι νόμιμοι κατώτατοι μισθοί αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 7,6% κατά το τελευταίο έτος στις 21 χώρες της ΕΕ που διαθέτουν κατώτατο μισθό. Ωστόσο, στις ίδιες χώρες το ποσοστό του πληθωρισμού αυξήθηκε 12,4% κατά μέσο όρο.

 

Πλήττονται

Η βασική αιτία που οι αυξήσεις μισθών δεν περνούν στις υπόλοιπες κατηγορίες εργαζομένων είναι η έλλειψη κλαδικών συμβάσεων. Το 2021 υπογράφηκαν 16 εθνικές κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις εργασίας, 9 τοπικές ομοιοεπαγγελματικές και 182 επιχειρησιακές.

Οι κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές που βρίσκονται σε ισχύ καλύπτουν δυνητικά περίπου 625.000 άτομα, αριθμός που αντιστοιχεί περίπου στο 27% του συνόλου των μισθωτών εργαζομένων, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ενωση φθάνει το 70%.

Οι 182 νέες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας καλύπτουν δυνητικά 152.077 μισθωτούς.

Αυτό σημαίνει ότι ο μεγαλύτερος αριθμός των εργαζομένων στερείται συμβάσεων, αμείβεται με χαμηλές αμοιβές και πλήττεται περισσότερο από τη νέα έξαρση της κρίσης.

Συνεπώς η επαναφορά όλων των μισθών σε τροχιά αυξήσεων προϋποθέτει την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων. Η κυβέρνηση δέχεται πιέσεις για επαναφορά και του νομικού καθεστώτος που ίσχυε για τις συλλογικές συμβάσεις προ της οικονομικής κρίσης και της ισχύος των μνημονίων.

Πάγιο αίτημα

Κάτι τέτοιο θα σηματοδοτούσε την οριστική λήξη της δύσκολης αυτής περιόδου και θα έδινε το έναυσμα για ουσιαστικότερη βελτίωση των αμοιβών, ικανοποιώντας και το πάγιο αίτημα της ΓΣΕΕ σύμφωνα με το οποίο το ύψος των αμοιβών θα πρέπει να καθορίζεται μέσω των διαπραγματεύσεων των εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων. Αρση των περιορισμών στις συμβάσεις σημαίνει επαναφορά της ευθύνης της διαμόρφωσης των κατώτατων αμοιβών στην υπογραφή Εθνικής Σύμβασης μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων.

Οπως και επαναφορά σε ισχύ της μετενέργειας των συλλογικών κλαδικών συμβάσεων εργασίας, καθώς και της αρχής της ευνοϊκότερης σύμβασης. Η ΓΣΕΕ θέτει μετ’ επιτάσεως το αίτημά της για επαναφορά της ευθύνης διαμόρφωσης του κατώτατου στους κοινωνικούς εταίρους. Δηλαδή μέσω της διεξαγωγής συλλογικών διαπραγματεύσεων και της υπογραφής Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.