Πρόσφατα οι δύο βασικοί εργοδοτικοί φορείς της χώρας, το ΕΒΕΑ μέσα από τις στήλες του μηνιαίου δελτίου του και ο ΣΕΒ με δηλώσεις του προέδρου του, αναφέρθηκαν στα αντικίνητρα που δημιουργεί το Δημόσιο στη βιομηχανική και εμπορική παραγωγή της χώρας. Σε αντίθεση όμως με τη δημοσιότητα που θα εδίδετο αν οι συγκεκριμένοι οργανισμοί ανεφέροντο στην παροχή κινήτρων για επενδύσεις και ανάπτυξη, τα αντικίνητρα δεν ευαισθητοποίησαν την κοινή γνώμη και πέρασαν χωρίς ιδιαίτερες αναφορές στην ειδησεογραφία.


Ανεξάρτητα από τις όποιες άλλες δικαιολογίες θα μπορούσαν να αναφερθούν γύρω από το γιατί μας απασχολεί περισσότερο το θέμα της παροχής κινήτρων από το θέμα της άρσης των αντικινήτρων, κατά τη γνώμη μου η κλίση προς την κατεύθυνση των κινήτρων αναδεικνύει σε ένα μεγάλο βαθμό και μια πάγια ιδεολογική στρέβλωση της ελληνικής κοινωνίας.


Φαίνεται ότι είναι δύσκολο να παραδεχθούμε πως το κράτος με τις ενέργειές του ή με τις παραλείψεις του μπορεί να κάνει κακό παρεμποδίζοντας τις δημιουργικές δραστηριότητες των πολιτών του, δημιουργώντας αντικίνητρα. Ενώ λοιπόν με μεγάλη ευκολία αναγνωρίζουμε στο κράτος τη μεγαθυμία να έρθει αρωγός αυτών των προσπαθειών προσφέροντας κίνητρα, δεν παραδεχόμαστε εύκολα τη στρεβλωτική του συμπεριφορά.


Είναι η αρχέγονη και ξεπερασμένη για την οικονομική επιστήμη μαρξιστική θεώρηση ότι το κράτος έχει μόνο ηθική συμπεριφορά, υπάρχει μόνο για να βοηθάει τον πολίτη και δεν μπορεί να στρεβλώσει με τις ενέργειές του τη συνολική και την ατομική ευημερία. Και όλα αυτά όταν η πραγματικότητα καθημερινά δημιουργεί παραδείγματα που στην ουσία καταργούν αυτή τη θέση.


Και όμως η άρση των αντικινήτρων είναι, αν όχι όλες, τις περισσότερες φορές πιο δημιουργική για την ανάπτυξη της οικονομίας από την παροχή κινήτρων. Ο λόγος είναι απλός. Το κράτος παρέχοντας κίνητρα βελτιώνει την κερδοφορία μιας επιχείρησης. Αντίθετα, με την άρση των αντικινήτρων βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα και εξασφαλίζει τη μακροβιότητά της.


Για παράδειγμα, αν επενδύσω στη Θράκη, το κράτος θα συμβάλει με μια επιχορήγηση στο αρχικό κόστος της επένδυσης και έτσι θα έχω κατασκευάσει το εργοστάσιο με λιγότερα χρήματα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορώ να κάνω παραγωγή και να είμαι ανταγωνιστικός, αφού για να πετύχω ανταγωνιστική θέση στην αγορά, για να πουλήσω το προϊόν μου, πρέπει να έχω χαμηλό λειτουργικό κόστος, κάτι που μόνο οριακά επηρεάζεται από το κόστος της αρχικής επένδυσης.


Είναι σαν να χαρίζουμε σε ένα φτωχό που δεν έχει σπίτι έναν πύργο. Αν δεν έχει τα εισοδήματα να τον λειτουργήσει, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να τον πουλήσει και να ζήσει από την απόδοση των χρημάτων. Οπως ακριβώς και πολλοί «επιχειρηματίες» που πήραν τα κίνητρα και τα τοποθέτησαν αλλού καθώς γνώριζαν καλύτερα από το κράτος ότι η επιχορηγούμενη επένδυση δεν είχε ζωή.


Συμπέρασμα λοιπόν πρώτο, τα κίνητρα αυξάνουν την κερδοφορία και όχι την ανταγωνιστικότητα και παράλληλα επιτρέπουν σε όσους δεν έχουν τη δυνατότητα με ίδια μέσα να κερδίσουν να συμμετάσχουν στην παραγωγή και να κερδίσουν.


Τι κάνουν όμως τα αντικίνητρα; Αυτά δημιουργούν κόστος στις συναλλαγές, αυξάνουν το κόστος παραγωγής και μειώνουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής επιχείρησης. Για παράδειγμα, οι επιχειρήσεις μας αναλαμβάνουν το κόστος σε μισθούς και κινδύνους για να αντεπεξέλθουν στα εμπόδια που δημιουργούνται από τη γραφειοκρατία. Αντίθετα, οι ανταγωνιστές τους, είτε στην εγχώρια αγορά με τις εισαγωγές είτε στη διεθνή, δεν έχουν πληρώσει αυτό το κόστος. Είναι προφανές ότι υπό αυτές τις συνθήκες τα αντικίνητρα θα σπρώξουν τις ελληνικές επιχειρήσεις εκτός αγοράς, ανεξάρτητα από τα όποια κίνητρα τους έχουν δοθεί κατά καιρούς. Το τελικό συμπέρασμα είναι λοιπόν μονοσήμαντο.


Η άρση των αντικινήτρων είναι ζωτικής σημασίας ενέργεια από το Δημόσιο. Αν αναλογιστούμε τα στάδια της παραγωγής, θα μπορέσουμε να καταγράψουμε πλήθος δυσκαμψιών και αυξήσεων στο κόστος παραγωγής που δημιουργεί υπό την μορφή αντικινήτρων το Δημόσιο. Και τότε θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε γιατί, όταν αξιολογείται η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής επιχείρησης, η κατάταξή της είναι σε τόσο χαμηλά επίπεδα.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.