Κάθριν Χάντερ, «Οποτε πηγαίνω στη θάλασσα, λέω “είμαι Ελληνίδα”»
Η ελληνικής καταγωγής βραβευμένη ηθοποιός του θεάτρου κάνει πάλι το θαύμα της, αυτή τη φορά στη νέα ταινία του Τζόελ Κοέν, του γνωστού κινηματογραφικού διδύμου.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
«Η απάντηση είναι ναι!». Το θέμα πάντα είναι ποια είναι η ερώτηση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Τζόελ Κοέν, των γνωστών και μη εξαιρετέων κινηματογραφιστών αδελφών, είχε προτείνει στην Κάθριν Χάντερ να συμμετάσχει στην απόλυτα προσωπική του ταινία με τίτλο «The Τragedy of Macbeth», την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα χωρίς τον σιαμαίο δημιουργικά Ιθαν. Παλιά γνώριμη του ιδίου και της συζύγου του, τρεις φορές βραβευμένης με Οσκαρ, Φράνσις Μακ Ντόρμαντ, η Κάθριν Χάντερ έμοιαζε η ιδανική επιλογή για να ενσαρκώσει κομβικούς ρόλους σε αυτή την κινηματογραφική διασκευή του σαιξπηρικού έργου: τις τρεις μάγισσες και τον ανώνυμο γέρο. Αποδείχθηκε σοφή επιλογή. Η Αικατερίνη Χατζηπατέρα της γνωστής εφοπλιστικής οικογένειας (αδελφός της ο γνωστός εικαστικός Μαρκ Χατζηπατέρας), απόφοιτη της Βασιλικής Ακαδημίας Δραματικής Τέχνης (RΑDΑ) του Λονδίνου, η οποία διαγράφει μια εντυπωσιακή πορεία κυρίως στο θέατρο (στη φαρέτρα της διαθέτει και βραβείο Olivier) ως Κάθριν Χάντερ, κατάφερε κατά γενική ομολογία να κλέψει την παράσταση από τους βασικούς πρωταγωνιστές Ντένζελ Ουάσιγκτον και Φράνσις Μακ Ντόρμαντ (τον Μάκβεθ και την κυρία του). Το λένε, για παράδειγμα, οι «Los Angeles Times», αλλά κυρίως το αναγνωρίζουν οι κινηματογραφικοί κριτικοί της Νέας Υόρκης, οι οποίοι της απένειμαν το New York Film Critics Circle Award για β’ γυναικείο ρόλο στο κινηματογραφικό φεστιβάλ της πόλης όπου έκανε πρεμιέρα η ταινία τον Σεπτέμβριο. Respect, chapeau και μόνο θαυμασμός για αυτή τη μικροκαμωμένη γυναίκα με το τσιγάρο στο χέρι και το συνεπακόλουθο γρέζι στη φωνή, η οποία γεμίζει με την παρουσία της όποιον χώρο και αν της διαθέσεις, με το καθαρό βλέμμα της, την ευγένειά της και το ατελείωτο χαμόγελό της.
Πώς προσεγγίσατε τον ρόλο ή, πιο σωστά, τους ρόλους των τριών µαγισσών;
«Ο Τζόελ μού είπε αρχικά να κάνω τις τρεις μάγισσες, στην πορεία ανέφερε ότι θα μπορούσαν να υπάρχουν άλλες δύο ηθοποιοί για να συμπληρώνουν την τριάδα. Eίπαμε ότι είναι καλύτερα να είναι μία η ηθοποιός που ενσαρκώνει και τις τρεις μάγισσες, σαν να κατέχεται από το πνεύμα των άλλων δύο. Οι τρεις μάγισσες είναι μια αναφορά στις τρεις Μοίρες, απλώς ο Σαίξπηρ έβαλε τον μύθο στο φολκλόρ της εποχής του. Η αναφορά του Τζόελ ήταν οπτική, γιατί η έμπνευσή του έρχεται από εικόνες. Μου έδειξε τη φωτογραφία ενός μικρού κοριτσιού που στέκεται στην όχθη του ποταμού και βλέπει την αντανάκλασή της στο νερό η οποία είναι τριπλή. Θελήσαμε να παίξουμε με την ιδέα, εάν η τριάδα αυτή είναι αληθινή ή αποκύημα της φαντασίας του Μάκβεθ. Στην ταινία όλα συμβαίνουν μέσα στο κεφάλι του σαιξπηρικού ήρωα. Επειτα, ο Τζόελ μού είπε ότι ήθελε τις τρεις μάγισσες να είναι σαν κοράκια και σαν μενίρ, όπως στο Στόουνχεντζ. Επρεπε να κάνω μεγάλη έρευνα πάνω στα κοράκια και τη σωματικότητά τους».
Στην ταινία έχετε και έναν δεύτερο ρόλο, εκείνον του γέρου. Σας ήταν κάτι πιο οικείο, δεδοµένου ότι έχετε παίξει πολλούς ανδρικούς ρόλους, όπως ας πούµε τον Βασιλιά Ληρ ή τον Ριχάρδο Γ’;
«Σίγουρα μου ήταν κάτι πιο οικείο από αυτή την άποψη και είναι αλήθεια ότι συχνά προτιμώ να παίζω άνδρες αντί για γυναίκες. Η Κλεοπάτρα ήταν μια μεγάλη πρόκληση, γιατί ένας τέτοιος ρόλος συνοδεύεται από προσδοκίες φυσικής ομορφιάς που δεν έχω. Αισθάνθηκα ότι το κοινό απογοητεύτηκε επειδή δεν μοιάζω με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ! Αυτό που υπήρξε σημαντικό στην περίπτωση του γέρου ήταν ότι, όπως και οι μάγισσες, κρούει τον κώδωνα. H φύση βγαίνει εκτός ισορροπίας όταν οι άνθρωποι συμπεριφέρονται χωρίς ισορροπία και υπευθυνότητα. Aν κάτι θα μπορούσε να θεωρηθεί μήνυμα των καιρών μας, θα ήταν αυτό!».
Στην πορεία των γυρισµάτων ξέσπασε η πανδηµία. Πόσο επηρέασε τη συγκέντρωσή σας και την επαφή σας µε τους ρόλους σας αυτή η µεγάλη διακοπή;
«Ξέρετε, ακόμα και όταν όλα πάνε καλά, στον κινηματογράφο η συγκέντρωση είναι πιο δύσκολη από ό,τι στο θέατρο. Από την άποψη ότι κάνεις μια σκηνή, σταματάς, η κάμερα πάει κάπου αλλού και μπορεί να αργήσει να επιστρέψει σε εσένα, αλλά εσύ πρέπει να είσαι στοχοπροσηλωμένη στο λεπτό του χρόνου που μπορεί να σου αναλογεί. Απλώς με την COVID-19 αυτή η διάσπαση συνέβη σε μεγαλύτερη κλίμακα. Πάντα όμως βρίσκεις τον τρόπο να επιστρέψεις στον ρόλο σου».
Με ποιους άλλους τρόπους διαφοροποιείται η θεατρική από την κινηµατογραφική υποκριτική εµπειρία;
«Κατ’ αρχάς στον χρόνο που αφιερώνεσαι στις πρόβες. Δεν μπορώ να πω, σε αυτή την περίπτωση είχαμε χρόνο, έκανα πρόβες μαζί με τον Ντένζελ Ουάσιγκτον για πέντε ολόκληρες ημέρες, κάτι που γενικά δεν συνηθίζεται τόσο πολύ. Επειτα, στο θέατρο στέλνεις την ενέργειά σου προς τα έξω, ενώ στον κινηματογράφο η συγκέντρωση είναι πιο εσωτερική και απαιτείται και περισσότερη ακινησία. Το θέατρο ζητεί την αλήθεια του ηθοποιού, η κάμερα τη δείχνει σε πιο πολλά επίπεδα. Δεν σημαίνει ότι πρέπει να κάνεις περισσότερα, γιατί αν το αίσθημα και οι σκέψεις που πηγάζουν από μέσα σου είναι ειλικρινή, η κάμερα μπορεί και τα διαβάζει δίχως να καταβάλλεις προσπάθεια».
Το µικρό trailer που κυκλοφορεί, πάντως, διακατέχεται από µια θεατρική ατµόσφαιρα, από την άποψη ότι η έµφαση δίνεται την ερµηνεία των ηθοποιών.
«Ο Τζόελ είναι πολύ θαρραλέος, αυτό που κάνει είναι πολύ αγνό. Θα έλεγα ότι έχει κάτι από την αγνότητα του ιαπωνικού θεάτρου Νο αλλά και από εκείνη του αρχαίου δράµατος. Αδειάζει τις εικόνες του ώστε να βλέπεις µόνο τα πρόσωπα. H πρόθεσή του ήταν να κάνει κάτι ανάµεσα σε θέατρο και κινηµατογράφο. To academy ratio (σ.σ.: οι διαστάσεις του καρέ της εικόνας) στα κοντινά πλάνα µάς µεταφέρει στους χαρακτήρες και στις σκέψεις τους, σαν να πρόκειται για έναν θεατρικό µονόλογο. Είναι µια τολµηρή επιλογή, δεν υπάρχουν αλλαγές σκηνικών, σκηνές δράσης τύπου Τζέιµς Μποντ, σε µια εποχή που τα blockbusters είναι κυρίαρχα. H αισθητική του είναι ριζοσπαστική. Θα αρέσει στο κοινό της Ελλάδας».
Αισθάνεστε ότι είχατε συγκριτικό πλεονέκτηµα έναντι των αµερικανών ηθοποιών της ταινίας οι οποίοι δεν έχουν τη θεατρική εµπειρία σας;
«Ο τρόπος που λένε το κείμενο ο Ντένζελ και η Φράνσις είναι άμεσος – ξέρετε, οι Αγγλοι κάποιες φορές αντιμετωπίζουν τα σαιξπηρικά κείμενα με στόμφο και επιτήδευση, με έναν τρόπο παλαιομοδίτικο. Οι ηθοποιοί αυτοί έχουν τόσο μεγάλη φιλμογραφία, ώστε θα έρθει να τους δει και κοινό που δεν θα έβλεπε Σαίξπηρ υπό άλλες συνθήκες. Αυτό είναι ένα δώρο προς τον Σαίξπηρ, γιατί εξοικειώνεται με το έργο του ένα μεγαλύτερο κοινό».
Η δική σας η προσέγγιση δεν διακατέχεται από αυτόν τον στόµφο ούτε στα αρχαία κείµενα. Εχει παίξει κάποιον ρόλο σε αυτή την πιο οργανική σύνδεσή σας µε τα κείµενα το γεγονός ότι γνωρίζετε την ελληνική γλώσσα;
«Μεγάλωσα στην Αγγλία και δεν μιλάω καλά ελληνικά, παρά μόνο για να κάνω μια συζήτηση, όχι για να αποδώσω υποκριτικά τα κείμενα σε αυτή τη γλώσσα. Κάπως όμως οι λέξεις υπάρχουν στο αίμα, στον ψυχισμό σου, και αυτό μάλλον βοηθάει. Είπαν ότι είχα μια περίεργη προφορά στον «Προμηθέα δεσμώτη» (σ.σ.: σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη) στην Επίδαυρο, αλλά δεν πειράζει. Εδινα περισσότερη σημασία στην ποιότητα των λέξεων, όπως ο ιταλός σύζυγός μου (σ.σ.: o Μαρτσέλο Μάνι, ιδρυτικό μέλος του Théâtre de Complicité, μέλος του οποίου έγινε και η Χάντερ) το κάνει όταν υποδύεται σαιξπηρικούς ρόλους και προσεγγίζει την αγγλική γλώσσα με μια κάποια περιέργεια. Πάντως, τον Προμηθέα τον έκανα γιατί ήθελα να τιμήσω τις ελληνικές ρίζες μου».
Με τον Γιώργο Λάνθιµο πώς προέκυψε η συνεργασία για την ταινία «Poor Things»;
«Τον θαυμάζω βαθύτατα. Κάποια στιγμή μου είπε ο ατζέντης μου ότι είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον να με δει, όμως εγώ δεν ήμουν διαθέσιμη εκείνον τον καιρό. Φρόντισα λοιπόν να είμαι διαθέσιμη και μου έδωσε έναν μικρό ρόλο στην ταινία. Είμαι λοιπόν η μαντάμ ενός πορνείου με την οποία «συνεργάζεται» κάποια στιγμή η Εμα Στόουν σε αυτή την κινηματογραφική οδύσσειά της. Ηταν μια ωραία εμπειρία, αν και δεν είχαμε την πολυτέλεια για πολλές πρόβες όπως με τον Τζόελ. Ο Γιώργος είναι υπέροχος και τρελός και δουλεύει τους ηθοποιούς του με τον δικό του, πολύ προσωπικό τρόπο. Παίζαμε παιχνίδια, κάναμε ασκήσεις σωματικότητας, τραγουδούσαμε τα λόγια μας ακόμα και ως χορωδία. Είναι ένας πολύ διανοούμενος, δεν θέλει όμως να αναλύει τα πράγματα με τη λογική. Γι’ αυτόν η υποκριτική πρέπει να είναι ενστικτώδης και όχι αποτέλεσμα συζήτησης».
Είστε µια ηθοποιός που αποδίδει µεγάλη βαρύτητα στην υποκριτική προσέγγιση και δουλεύετε πάρα πολύ για να µπείτε σε έναν ρόλο. Πώς αισθάνεστε που ταινίες σαν αυτή του Τζόελ Κοέν θα προβληθούν κατά βάση µέσω streaming (Apple TV) και εποµένως σε µικρή οθόνη;
«Με την πανδημία το streaming έγινε ο νέος κινηματογράφος. Πιστεύω ότι όταν περάσει αυτή η περιπέτεια, ο κόσμος θα επιστρέψει με εμπιστοσύνη στη μεγάλη οθόνη. Δείτε τι έγινε με τα LPs. Μέχρι πρόσφατα ανέφερες τη λέξη και σου έλεγαν «τι είναι αυτό;». Αντικαταστάθηκαν από τα CD, τα DVD κ.λπ., αλλά να που επιστρέφουν, τουλάχιστον στην Αγγλία. Αποκαθίστανται τα παλιά,
δημιουργούνται νέα. Ισως επιστρέψουμε σε παλαιότερους τρόπους θέασης της τέχνης, αν μη τι άλλο για να τους τιμήσουμε».
Η ελληνική καταγωγή σας είναι δεδοµένη, όµως εσείς πόσο συνδεδεµένη νιώθετε µε τη χώρα;
«Νιώθω αγάπη για την Ελλάδα. Μεγαλώσαμε στο Λονδίνο, στην Ελλάδα ερχόμασταν για διακοπές, είμαι πάντα σε επαφή με τους ανθρώπους της. Οποτε πηγαίνω στη θάλασσα, λέω «είμαι Ελληνίδα». Δεν μπορείς να γενικεύεις, όμως μου αρέσει το πάθος που έχουν οι Ελληνες, η εξυπνάδα, το μαχητικό πνεύμα. Ο άνδρας μου κι εγώ χτίσαμε ένα σπίτι στο Μεγανήσι, δεν ξέρω γιατί επιλέξαμε αυτό το μέρος, ο μπαμπάς μου ήταν από τη Χίο, η μητέρα μου από τον Πειραιά, όμως, όποτε επιστρέφουμε εκεί, it feels like home. Σπίτι μου όμως αισθάνομαι και τη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο. Ολος ο κόσμος είναι σπίτι μου. Είμαστε μια διεθνής κοινότητα και αυτό φάνηκε και με την πανδημία. Βγήκε προχθές ο Μπόρις Tζόνσον και είπε ότι θα κάνουμε την τέταρτη δόση του εμβολίου και βγήκε μετά ο πρόεδρος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και είπε ότι πρέπει να πάμε τα πράγματα πιο σιγά, γιατί υπάρχουν χώρες όπου ο κόσμος δεν έχει κάνει καν την πρώτη δόση. Πρέπει να σκεφτόμαστε ως μια διεθνής κοινότητα και η πανδημία είναι μια ευκαιρία για αφύπνιση».

