Καταρρέει η παραγωγή γούνας στην Ευρώπη
Ερωτηματικά για τον κλάδο μετά τη σφαγή εκατομμυρίων μινκ και την αναστολή λειτουργίας των μονάδων εκτροφής – 20 χρόνια πίσω πήγε η παραγωγή στη Δανία

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Η εξολόθρευση των μινκ στη Δανία εξαιτίας της ενοχοποίησής τους για τη μετάδοση κορωνοϊού στους ανθρώπους σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η «πανδημία του 21ου αιώνα» ξέσπασε στη Γουχάν της Κίνας εξαιτίας της εμπορικής εκμετάλλευσης αγρίων ζώων έχουν φέρει με δραματικό τρόπο στην επικαιρότητα το ζήτημα της ανθρώπινης επέμβασης στη φύση. Δημιουργούν ταυτόχρονα μεγάλα ερωτηματικά για το μέλλον της βιομηχανίας γούνας στην Ευρώπη – παγκοσμίως ο κλάδος δεν μοιάζει να κινδυνεύει.
Προ ολίγων εβδομάδων η πρωθυπουργός της Δανίας Μέτε Φρέντρικσεν διέταξε την σφαγή όλων των μινκ που εκτρέφονται στη χώρα της – μιλάμε για περισσότερα από 17 εκατ. ζώα.
Διαμαρτυρίες
Πρόκειται για μια απόφαση πολιτικά τολμηρή, δεδομένου ότι η Δανία είναι η μεγαλύτερη χώρα παραγωγής γούνας σε ολόκληρο τον κόσμο. Διοργανώθηκαν μεγάλες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Το περασμένο Σάββατο αγρότες με εκατοντάδες τρακτέρ κατέκλυσαν το κέντρο της Κοπεγχάγης, του Ααλμποργκ και του Ααρχους και ο υπουργός Γεωργίας παραιτήθηκε.
Η δανέζα πρωθυπουργός έλαβε την επίμαχη απόφαση όταν οι 250 από τις περίπου 1.000 φάρμες εκτροφής μινκ στη χώρα της είχαν μετατραπεί σε εστίες υπερμετάδοσης της COVID-19. Το Κοινοβούλιο της Δανίας αναμένεται να εγκρίνει την προταθείσα από την κυβέρνηση απαγόρευση εκτροφής μινκ έως το 2022 και το ενδιαφέρον πλέον εστιάζεται στις διαπραγματεύσεις για τις αποζημιώσεις που θα λάβουν οι εκτροφείς.
Φονικές μεταλλάξεις
Περίπου 6.000 θέσεις εργασίας στον κλάδο γούνας της Δανίας βρίσκονται σε κίνδυνο. Αλλά και η Ελλάδα, που συγκαταλέγεται μεταξύ των 6 μεγαλύτερων ευρωπαϊκών χωρών παραγωγής γούνας, έκλεισε περίπου το 30% των μονάδων εκτροφής μινκ λόγω των κρουσμάτων που εντοπίστηκαν. Στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες παραγωγής (Ολλανδία, Γαλλία, Ισπανία, Σουηδία) ισχύει αναστολή λειτουργίας των μονάδων έως τον Μάρτιο του 2021.
Δεν είναι μόνο τα κρούσματα των εργαζομένων στα εκτροφεία μινκ που εκτινάχθηκαν. Οι ειδικοί σημειώνουν ότι οι μεταλλάξεις που υφίσταται ο ιός όταν μεταδίδεται από τα ζώα αυτά στον άνθρωπο υπονομεύουν τις προσπάθειες παρασκευής αποτελεσματικών εμβολίων για τη νόσο. Η λήψη δραστικών μέτρων είναι μονόδρομος. Αλλά δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς το γεγονός ότι ένας επιχειρηματικός κλάδος απειλείται με αφανισμό. Ο πρόεδρος της Ενωσης Δανών Εκτροφέων Μινκ Τάγκε Πέτερσεν μιλώντας στο BBC εξηγεί γιατί: «Η μαζική εξολόθρευση αλλάζει τον χαρακτήρα ολόκληρων των κοινοτήτων εκτροφής. Θα χρειαστεί να περάσουν 15 με 20 χρόνια για να αποκτήσουν τα δέρματα την ίδια ποιότητα, για να εξασφαλίσουμε το ίδιο χρώμα…».
Οι νεόπλουτοι Κινέζοι
Την πρώτη εικοσαετία μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης οι νέες αγορές της Ρωσίας και των πρώην σοβιετικών Δημοκρατιών έδωσαν ώθηση στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια παραγωγή γούνας. Την τελευταία δεκαετία, όμως, ο κλάδος εκτοξεύθηκε χάρη στη βουλιμία των νεόπλουτων Κινέζων για αγαθά πολυτελείας.
Η Κίνα είναι πλέον μακράν η μεγαλύτερη χώρα εισαγωγής γουνών. Τα τελευταία χρόνια, όμως, εξελίσσεται σε υπερδύναμη σε ό,τι αφορά και την παραγωγή. Οι ευρωπαίοι γουνοποιοί φοβούνται ότι οι Κινέζοι ανταγωνιστές τους θα καλύψουν το κενό που δημιουργούν στην παραγωγή ο σφαγιασμός των ζώων και η πανδημία εν γένει.
Σκάσιμο της φούσκας
Ηδη η μεγάλη αύξηση της εκτροφής μινκ παγκοσμίως έχει προκαλέσει το σκάσιμο της φούσκας της αγοράς γούνας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2013 το δέρμα ενός ζώου μινκ κόστιζε πάνω από 90 δολάρια. Πέρυσι η τιμή του έπεσε στο ένα τρίτο. Πολλοί παραγωγοί στην Ευρώπη αντιμετώπιζαν ήδη προτού ξεσπάσει η πανδημία προβλήματα επιβίωσης.
Το 2018 σε 24 ευρωπαϊκές χώρες λειτουργούσαν 4.350 φάρμες εκτροφής μινκ. Εκτός Ευρώπης και αν εξαιρεθεί η ανερχόμενη Κίνα, μονάδες λειτουργούν επίσης στις ΗΠΑ, στον Καναδά και βεβαίως στη Ρωσία. Αλλες χώρες, ωστόσο, όπως η Γερμανία, η Αυστρία και η Ιαπωνία υπό την πίεση περιβαλλοντικών και φιλοζωικών οργανώσεων έχουν απαγορεύσει την παραγωγή γούνας – στη Βρετανία τα εκτροφεία έκλεισαν οριστικά το 2003.
Κραυγή αγωνίας των βρετανών κατασκευαστών αυτοκινήτων
Απώλειες 55,4 δισ. στερλινών (62 δισ. ευρώ) περιμένει για την επόμενη πενταετία η βρετανική αυτοκινητοβιομηχανία σε περίπτωση ενός Brexit δίχως συμφωνία. Τη μαύρη αυτή πρόβλεψη ανακοίνωσε η Ενωση Κατασκευαστών και Εμπόρων Αυτοκινήτων της Βρετανίας (SMMT), η οποία ταυτόχρονα απηύθυνε αγωνιώδη έκκληση προς την κυβέρνηση του Λονδίνου να υπογράψει με την ΕΕ μια συμφωνία που θα αποτρέπει τη δασμολόγηση των βρετανικών αυτοκινήτων βάσει των κανόνων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ).
Με μόλις έναν μήνα να μένει μέχρι να εκπνεύσει η μεταβατική περίοδος για την υπογραφή συμφωνιών που θα εξασφαλίζουν μια μηδενική ή έστω «λογική» επιβάρυνση των προϊόντων που θα διασχίζουν τη Μάγχη, η SMMT τονίζει ότι αν δεν ελαχιστοποιηθούν με μια συμφωνία οι εμπορικοί φραγμοί, «θα είναι σοβαρός ο αντίκτυπος στη δυνατότητα του κλάδου να αναπτύξει, να κατασκευάσει και να υποστηρίξει στην αγορά οχήματα νέας γενιάς με μηδενικές εκπομπές ρύπων».
Σχεδόν ανάλογες απώλειες με τους βρετανούς κατασκευαστές θα έχουν όμως, σε περίπτωση άτακτου Brexit, και οι κατασκευαστές της ηπειρωτικής Ευρώπης, καθώς τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν ανεγείρει πάμπολλες μονάδες κατασκευής μοντέλων τους στη Βρετανία. Σε κοινή επιστολή που δημοσιοποίησαν τον περασμένο Σεπτέμβριο 23 κατασκευαστές εκατέρωθεν της Μάγχης προειδοποιούσαν ότι, εκτός από την τεράστια ζημιά που τους προκάλεσε η πανδημία, την επόμενη πενταετία απειλούνται με πρόσθετες απώλειες 100 δισ. στερλινών (πάνω από 112 δισ. ευρώ) σε περίπτωση μιας άνευ συμφωνίας αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ.
Αγωνιούν και
οι τυροκόμοι
Την αγωνία τους εκφράζουν και οι τυροκόμοι της Βρετανίας που εισάγουν πρώτες ύλες από την ΕΕ. Ο διευθυντής της εταιρείας Prima Cheese, που απασχολεί 140 εργαζομένους, δίνει μέσω του BBC ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Η παραγωγή μοτσαρέλας κοστίζει σήμερα περίπου 2,60 στερλίνες (2,90 ευρώ) το κιλό. Με τους δασμούς του ΠΟΕ θα προστεθούν 1,84 στερλίνες (2 ευρώ) στην τιμή. Είναι ένα έξτρα κόστος που ο καταναλωτής δύσκολα θα ανεχθεί».

