Κάρι Γκραντ: H επιτομή του χολιγουντιανού στυλ
Από το Μπρίστολ στη Μέκκα του κινηματογράφου, από το βοντβίλ στη μεγάλη οθόνη, από τη φτώχεια στα πλούτη, ο μεγάλος σταρ του κλασικού Χόλιγουντ έζησε το αμερικανικό όνειρο και άφησε πίσω του μια θρυλική κληρονομιά.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Αρρενωπότητα, στυλ, λάμψη. Φήμη, χρήμα, γυναίκες. Επιτυχία, διάρκεια, υστεροφημία. Δεν υπάρχει κάτι από τον κατάλογο των ιδανικών του παλιού Χόλιγουντ που ο Κάρι Γκραντ να μην ενσάρκωσε, και μάλιστα χωρίς η εικόνα του να υποστεί τις ρυτίδες του χρόνου ή τη φθορά των σκανδάλων, όπως συνέβη με πολλούς άλλους σταρ της εποχής του. Για ένα παιδί της εργατικής τάξης με βεβαρημένο οικογενειακό ιστορικό που ξεκίνησε κάνοντας ακροβατικά στα μιούζικ χολ του Μπρίστολ η ιστορία μοιάζει παραμυθένια – μια σειρά από μελετημένες κινήσεις ή ευτυχείς συμπτώσεις που οδηγούν από τη φτώχεια στα πλούτη, από τον πυθμένα στην κορυφή. Δύο νέες μεγάλες βιογραφίες του που κυκλοφόρησαν τον περασμένο μήνα στην Αμερική επιβεβαιώνουν τόσο το διαρκές ενδιαφέρον για την προσωπικότητά του όσο και το στάτους του θρύλου που εξακολουθεί να κατέχει, 34 χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1986.
Τα βιβλία των Σκοτ Αϊμαν («Cary Grant: A Brilliant Disguise», εκδ. Simon & Schuster) και Μαρκ Γκλάνσι («Cary Grant: The Making of a Hollywood Legend», εκδ. Oxford University Press) εκκινούν από την ίδια αφετηρία: την εργατική γειτονιά του Μπρίστολ όπου στις 18 Ιανουαρίου 1904 γεννήθηκε ο Αρτσιμπαλντ Αλεκ Λιτς. Γιος ενός υπαλλήλου σε εργοστάσιο ενδυμάτων και μιας μοδίστρας, σε ένα περιβάλλον μόνιμου άγχους για την εξασφάλιση του επιούσιου, ο Αρτσι θεωρούσε πάντοτε δυσάρεστη την παιδική του ηλικία. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος αν πράγματι η αγάπη των γονέων του ήταν λειψή ή αν τις αναμνήσεις του χρωματίζει η απόφαση του πατέρα του να κλείσει τη συναισθηματικά ασταθή μητέρα του σε άσυλο φρενοβλαβών το 1913. Την απουσία της τη δικαιολόγησε λέγοντας στον γιο του ότι είχε φύγει για διακοπές και αργότερα ότι πέθανε. Εκείνος θα έφτιαχνε μια νέα οικογένεια με μια άλλη γυναίκα, ο Αρτσι θα απομακρυνόταν σταδιακά από κοντά του και θα μάθαινε την τύχη της μητέρας του έπειτα από 22 ολόκληρα χρόνια, σπεύδοντας να τη βγάλει από το φρενοκομείο. Θα την επισκεπτόταν από καιρού εις καιρόν και θα τη φρόντιζε εξ αποστάσεως έως τον θάνατό της, το 1973, από τη μακρινή χώρα όπου είχε μεταναστεύσει σε ηλικία μόλις 16 ετών. Εγκαταλείποντας το σχολείο για το βοντβίλ και τη Βρετανία για την Αμερική, ο έφηβος Αρτσι ήταν έτοιμος να υιοθετήσει μια νέα ταυτότητα.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες τους πλανόδιους θιάσους του βοντβίλ διαδέχθηκε το θέατρο, μικροί ρόλοι στο Μπρόντγουεϊ, το μεγάλο break του ομιλούντος κινηματογράφου. Με μόλις τέσσερα χρόνια εμπειρία στη μουσική κωμωδία, ο 27χρονος νέος έφυγε το 1931 για το Χόλιγουντ. Σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειοψηφία των ηθοποιών που ενθέτουν στη σκηνική τους παρουσία στοιχεία από τον εαυτό τους, η περσόνα του Κάρι Γκραντ ήταν ένας άλλος εαυτός που διαμορφώθηκε σταδιακά. Ο έφηβος του βοντβίλ, ο πρωτάρης του Μπρόντγουεϊ, ο νεαρός ηθοποιός που συμπλήρωνε το εισόδημά του πουλώντας γραβάτες στον δρόμο ήταν ο Αρτσι Λιτς. Εκείνος που υπέγραφε το συμβόλαιό του με την Paramount αντί 450 δολαρίων για κάθε εβδομάδα γυρισμάτων τον Δεκέμβριο του 1931, έχοντας δανειστεί το όνομα του χαρακτήρα του από την τελευταία θεατρική του εμφάνιση και από ένα κοινό αμερικανικό επώνυμο ήταν ο Κάρι Γκραντ. Οχι μια συνεσταλμένη φιγούρα χαμηλών τόνων, αλλά ένας άνδρας που εξέπεμπε γοητεία και αυτοπεποίθηση και θα χρησιμοποιούσε την έμφυτη ευγένεια και το γούστο του προκειμένου να εξελιχθεί σε έναν από τους κορυφαίους εκφραστές του χολιγουντιανού στυλ. Αυτό ήταν ήδη εμφανές από το 1933. Πολύ αργότερα, γράφει ο Αϊμαν, η μεγάλη πρωταγωνίστρια της εποχής Μέι Γουέστ θα εξιστορούσε την πρώτη τους συνάντηση στην ταινία «She Done Him Wrong»: «Τα γυρίσματα άρχιζαν και δεν είχαμε πρωταγωνιστή. (…) Είχα μόλις βγει από την αίθουσα του κάστινγκ και κατευθυνόμουν προς το στούντιο. Ενας τύπος έστριψε τη γωνία και, Θεέ μου, ήταν ο ομορφότερος άνδρας στο Χόλιγουντ».
Ο Κάρι και οι γυναίκες
Ο ομορφότερος άνδρας του Χόλιγουντ βρισκόταν στην αρχή μιας μετεωρικής ανόδου. Για τα επόμενα τριάντα χρόνια θα γινόταν εγγύηση επιτυχίας σε ταινίες όπως «Η γυναίκα με τη λεοπάρδαλη» (1938), «Ξαναπαντρεύομαι τη γυναίκα μου» (1940), «Υποψίες» (1941), «Αρσενικό και παλιά δαντέλα» (1944), «Υπόθεση Νοτόριους» (1946), «Το κυνήγι του κλέφτη» (1955), «Μεγάλε μου έρωτα» (1957), «Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων» (1959), «Ραντεβού στο Παρίσι» (1963). Με άψογο τάιμινγκ, κωμική φλέβα, αίσθηση του μέτρου και απαράμιλλη φωτογένεια, ο Κάρι Γκραντ έγινε αγαπημένος συνεργάτης κορυφαίων σκηνοθετών όπως οι Τζορτζ Κιούκορ και Χάουαρντ Χοκς. Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ δήλωνε ότι «δεν σκηνοθετείς τον Κάρι Γκραντ, απλώς τον τοποθετείς μπροστά στην κάμερα» (εκείνος ανταπέδιδε λέγοντας: «Θα έπαιζα για τον Χίτσκοκ ακόμη κι αν σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο»). Μάρλεν Ντίτριχ, Τζίντζερ Ρότζερς, Τζιν Χάρλοου, Κάθριν Χέπμπορν, Ινγκριντ Μπέργκμαν, Γκρέις Κέλι, Ντέμπορα Κερ, Οντρεϊ Χέπμπορν, κορυφαία γυναικεία ονόματα της αμερικανικής βιομηχανίας του κινηματογράφου συνεργάστηκαν μαζί του. Η Μέριλιν Μονρόε κυνηγούσε ταυτόχρονα τον ίδιο και τον μεγιστάνα φίλο του, Χάουαρντ Χιουζ. Η Εύα Μαρί Σεντ εκτιμούσε απεριόριστα το γεγονός πως ποτέ δεν προσπάθησε να την επισκιάσει στη «Σκιά των τεσσάρων γιγάντων». Η Αϊρίν Νταν υμνούσε τη γοητεία και την καλοσύνη του.
Αξιαγάπητος, εργατικός, αψεγάδιαστος επαγγελματίας, πάντοτε προσεκτικός με τις συμπρωταγωνίστριές του, απέφευγε τις ερωτικές σχέσεις στα σετ των ταινιών και φρόντιζε να μη διασαλεύεται η ισορροπία ακόμη και όταν η χημεία στο πλατό δεν ήταν η καλύτερη. Κατά τον Αϊμαν, οι κανόνες αυτοί τηρούνταν απαρέγκλιτα, με τρεις εξαιρέσεις: την Τζόαν Φοντέν και τον Μάικλ Κερτίζ στον εργασιακό τομέα, τη Σοφία Λόρεν στον σεξουαλικό. Η 22χρονη το 1939 Φοντέν τον έφερε στα όριά του στον «Gunga Din»: Hταν μια «σκύλα» και «δεν ήταν καθόλου δύσκολο να παίξει κανείς κάποιον που έμοιαζε να θέλει να τη σκοτώσει». Οσο για τον σκηνοθέτη της «Καζαμπλάνκα», θεωρούσε ότι του είχε ξεφύγει τόσο η κατάσταση στo «Νύχτα και μέρα» (1946) για τη ζωή του Κόουλ Πόρτερ, που την τελευταία ημέρα της παραγωγής τού δήλωσε ότι «αν είμαι τόσο ηλίθιος ώστε να ξαναδουλέψω ποτέ για σένα, να ξέρεις ότι είτε θα έχω χρεοκοπήσει είτε δεν θα είμαι καλά στα μυαλά μου».
Δέκα χρόνια αργότερα, το 1956, θα ανακοίνωνε στους υπευθύνους της Paramount ότι θα έφευγε για την Ισπανία προκειμένου να συμμετάσχει σε ένα φιλμ «με τον Φρανκ Σινάτρα και μια Ιταλίδα». Ο Γκραντ είχε πάψει να δεσμεύεται με αποκλειστικά συμβόλαια, επομένως αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Πρόβλημα αποδείχθηκε η 23χρονη Λόρεν. Εκείνη γοητεύθηκε από την ωριμότητά του, εκείνος από τον αισθησιασμό της. Εκείνος ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Μπέτσι Ντρέικ, εκείνη ήταν ερωμένη του παντρεμένου διάσημου παραγωγού Κάρλο Πόντι. Η απόσταση και από τους δύο νίκησε κατά κράτος τις αναστολές. Ο Γκραντ επικοινώνησε με τους συνεργάτες του στην Paramount οι οποίοι στη διάρκεια της απουσίας του ετοίμαζαν την επόμενή του ταινία, τους ανακοίνωσε ότι είχε συναντήσει τη «νέα Γκάρμπο» και τους ζήτησε να ακυρώσουν τον ρόλο που προοριζόταν για τη σύζυγό του και να γράψουν έναν για τη Λόρεν. Της έκανε πρόταση γάμου, την οποία εκείνη απέκρουσε ζητώντας του περισσότερο χρόνο. Μετά την απόρριψη αυτός θέλησε να αποχωρήσει και από το φιλμ της Paramount, ωστόσο ανακάλυψε ότι δεν γινόταν να αθετήσει τη συμφωνία. Ξεκίνησε τα γυρίσματα χωρίς να θέλει να τη βλέπει στα μάτια του – και στην πορεία τους την ερωτεύθηκε ξανά. Ακολούθησε νέα πολιορκία με υποσχέσεις για διαζύγιο σε τρεις εβδομάδες, έπειτα γάμο και κρουαζιέρες ανά τον κόσμο. Η Σοφία κατέφυγε στον σκηνοθέτη ζητώντας του να λογικέψει τον Κάρι, αλλά ο συμβιβασμός του με την πραγματικότητα επήλθε μόνο όταν η Λόρεν και ο Πόντι κατέθεσαν έγγραφο αίτημα πολιτικού γάμου στο Μεξικό.
Το επεισόδιο υποδεικνύει κάποια σκοτεινά σημεία κάτω από το άψογο παρουσιαστικό του τζέντλεμαν. Απέφευγε συστηματικά πλήθη, θαυμαστές και υπερβολικές κοσμικότητες όπου θα έπρεπε να είναι ο υποδειγματικός, κατασκευασμένος δημόσιος εαυτός του: «Ενας φίλος μού είπε κάποτε: «Πάντα ήθελα να ήμουν ο Κάρι Γκραντ». «Κι εγώ το ίδιο!» του απάντησα». Δεν ευτύχησε στην προσωπική του ζωή λόγω των προσωπικών του δαιμόνων: «Ανάγκη και φόβος, αποπλάνηση και φυγή» ήταν το επαναλαμβανόμενο μοτίβο των σχέσεών του, γράφει ο Σκοτ Αϊμαν. Η πρώτη σύζυγός του, Βιρτζίνια Τσέριλ, ζήτησε διαζύγιο το 1935, μόλις μερικούς μήνες μετά τον γάμο τους. Η δεύτερη, Μπάρμπαρα Χάτον, κληρονόμος περιουσίας 40 εκατ. δολαρίων του παππού της, ιδρυτή των καταστημάτων Woolworth’s, άντεξε δυόμισι χρόνια: παντρεύτηκαν τον Ιούλιο του 1942, χώρισαν οριστικά τον Φεβρουάριο του 1945. Το 1949 ήταν η σειρά της ηθοποιού και συγγραφέως Μπέτσι Ντρέικ. Αυτός ο γάμος έληξε το 1958, έπειτα από το ειδύλλιο με τη Σοφία Λόρεν. Ο Γκραντ στο μεταξύ προσηλυτίστηκε στην αμφιλεγόμενη ψυχοθεραπεία με μικρές δόσεις LSD και θεώρησε ότι ήταν έτοιμος για μια νέα αρχή. Με την ηθοποιό Νταϊάν Κάνον το 1965 τα πράγματα έμοιαζαν να είναι διαφορετικά: απέκτησαν μαζί μία κόρη, την οποία ο Γκραντ λάτρευε και υπήρξε υποδειγματικός πατέρας. Ολα έληξαν το 1967 και το ζευγάρι αντιδικούσε επί μακρόν για την κηδεμονία της Τζένιφερ. Ισως η 47 χρόνια νεότερή του Μπάρμπαρα Χάρις, την οποία παντρεύτηκε το 1981, να ήταν όντως η ορθή επιλογή: η πενταετία που έζησαν μαζί ήταν αρμονική, χωρίς εντάσεις – εκτός αν επρόκειτο για την ηρεμία πριν από μια καταιγίδα που δεν πρόλαβε να έρθει. Στο μεταξύ, είχε έρθει η αποχώρησή του από τον κινηματογράφο.
Ο πλουσιότερος τσιγκούνης του Χόλιγουντ
Ο Κάρι Γκραντ κινήθηκε πρωτοποριακά, εκμεταλλευόμενος το star power προκειμένου να επιβάλει τους δικούς του όρους στις εταιρείες. Φρόντισε να ξεγλιστρήσει από τα συμβόλαια που τον δέσμευαν μόνο με ένα στούντιο και να αμείβεται με ποσοστά επί των εισπράξεων, όχι με μισθό. Στη τέλη της δεκαετίας του 1950 μάλιστα ίδρυσε τη δική του εταιρεία παραγωγής ώστε να επενδύει στα φιλμ που έπαιζε και να εξασφαλίζει μεγαλύτερη συμμετοχή στα κέρδη. Τον Νοέμβριο του 1963 το περιοδικό «Variety» θα τον αναγόρευε σε «πλουσιότερο ηθοποιό» υπολογίζοντας τις μελλοντικές του απολαβές σε βάθος τριετίας σε 12 εκατομμύρια δολάρια. Με ένα τέτοιο μαξιλάρι, με την αγορά να αλλάζει και τον ίδιο να μη θέλει να μεταλλαχθεί σε ρολίστα ή ηθοποιό ειδικών περιστάσεων, θα αποσυρόταν το 1966. Τα διοικητικά συμβούλια της Fabergé και της MGM θα του άνοιγαν διάπλατα τις θύρες τους και επί μια δεκαετία πλήθος ανθρώπων του χώρου θα του ζητούσαν να επιστρέψει, ικανό βάλσαμο της ματαιοδοξίας του.
Αν κάτι είχαν να του προσάψουν όλοι ασυζητητί αυτό ήταν η εξοργιστική φιλαργυρία του. Λέγεται ότι τριγύριζε στην έπαυλή του σβήνοντας τα φώτα για οικονομία και αφαιρούσε από την αμοιβή του προσωπικού τα αναψυκτικά που έπιναν εκτός της ώρας του φαγητού. Εξηγούσε στην Κάνον ότι χρησιμοποιούσε λάθος τα πόμολα και, κατά συνέπεια, τα έφθειρε. Ο ίδιος είχε παραδεχθεί ότι κρατούσε τα κουμπιά από τα πουκάμισά του σε περίπτωση που τα χρειαζόταν για μελλοντική αντικατάσταση άλλων – παραδοχή παράξενη, αν σκεφτεί κανείς ότι διέθετε μια γκαρνταρόμπα με περισσότερα από 250 κοστούμια από τη Σάβιλ Ρόου του Λονδίνου και διακεκριμένους ράφτες στο Τόκιο και στο Χονγκ Κονγκ. Κάποτε η στενή του φίλη Κάθριν Χέπμπορν του έστειλε ένα τσεκ για 1,81 δολάρια – το αντίτιμο των τηλεφωνημάτων που είχε κάνει όντας φιλοξενούμενη για λίγες ημέρες στο σπίτι του. Γνώριζε ότι δεν θα το ξεχνούσε, η μνήμη του σε ζητήματα απολαβών ήταν παροιμιώδης. Το 1947, η General Electric θέλησε να τοποθετήσει για διαφημιστικούς λόγους μια υπερσύγχρονη κουζίνα της στο σετ ενός φιλμ υποσχόμενη παράλληλα να δωρίσει μικροσυσκευές της σε όλο το καστ. Δεκαετίες αργότερα ο τότε υπεύθυνος του διαφημιστικού τμήματος της εταιρείας βρέθηκε να συνταξιδεύει σε μια πτήση με έναν ηλικιωμένο κύριο που φορούσε μεγάλα κοκάλινα γυαλιά. «Τι θα γίνει με την τοστιέρα που μου χρωστάτε; Δεν την έλαβα ποτέ», του είπε ο Κάρι Γκραντ. Και για όσους θεωρούν ότι επρόκειτο για πρώιμη μορφή τρολαρίσματος, ο φίλος του, Ντάγκλας Φέρνμπακς ο νεότερος, διαβεβαίωνε ότι «ο Κάρι έχει ακόμη ως και το πρώτο δολάριο που κέρδισε».
Το σχόλιο του Φέρνμπακς προέρχεται από την τελευταία πράξη της καριέρας του, όταν θέλοντας να επιβεβαιώσει ότι δεν είχε ξεχαστεί έκανε αντί συμβολικής αμοιβής περιοδείες σε μικρές πόλεις των ΗΠΑ. Λίγο εξομολόγηση, λίγο μύηση στην τέχνη του ηθοποιού, λίγο χαλαρή κουβέντα με το πολυπληθές κοινό («Πώς διατηρείστε τόσο αδύνατος;» – «Think thin!»), το «Μια συζήτηση με τον Κάρι Γκραντ» ήταν το ευχάριστο επιστέγασμα μιας θρυλικής σταδιοδρομίας. Υπό αυτή την έννοια, ήταν ίσως και ένα ταιριαστό τέλος: ένα εγκεφαλικό επεισόδιο τον πρόλαβε πριν από μια ύστατη αυλαία στο Ντάβενπορτ της Αϊόβα, στις 29 Νοεμβρίου 1986.

