Πολλοί δεν θα καταδεχτούν να το θεωρήσουν καν ως είδηση, αλλά και όσοι το θεωρήσουν ας μη μιλήσουν για είδηση «που έσκασε σαν βόμβα», γιατί πρόκειται μάλλον για το χρονικό μιας προαναγγελθείσης «μεταρρυθμιστικής» κίνησης. Ο κ. Γαβρόγλου, λοιπόν, ανακοίνωσε την απάλειψη των Λατινικών από τις Πανελλαδικές και την αντικατάστασή τους με το μάθημα της Κοινωνιολογίας. Πριν από μερικά χρόνια ένας άλλος υπουργός της Παιδείας, και με αφορμή έναν από τους περιοδικούς καβγάδες για τη χρησιμότητα ή μη των Αρχαίων Ελληνικών και Λατινικών στο σχολικό πρόγραμμα σπουδών, απεφάνθη ότι σε αντίθεση με τα πρώτα, που σφύζουν από ζωτικούς χυμούς, τα Λατινικά είναι πολύ νεκρά για να χρησιμεύουν σε οτιδήποτε. Δεν ξέρω αν ο σημερινός υπουργός συνυπογράφει το κηδειόχαρτο που τοιχοκόλλησε ο τέως, πάντως, απαντώντας σε σχετικές δημοσιογραφικές ερωτήσεις, προέβαλε διαφορετικό σκεπτικό, ή μάλλον δυο-τρία χωλά και προφανούς προχειρότητας σκεπτικά, από τα οποία, προς το παρόν τουλάχιστον, θα σχολιάσω μόνο ένα.
Είπε, λοιπόν, ο κ. Γαβρόγλου ότι «το μάθημα της Κοινωνιολογίας σού δίνει πολλές δυνατότητες να δεις και τι άλλο μπορείς να κάνεις. Το μάθημα των Λατινικών δεν σου δίνει αυτή τη δυνατότητα, είναι κάπως μονοσήμαντο» (sic). Δεν ξέρω αν ο υπουργός βλέπει την Κοινωνιολογία ως μάθημα επαγγελματικού προσανατολισμού, αλλά ακόμη περισσότερο δεν ξέρω αν ξέρει και ο ίδιος τι εννοεί με το «μονοσήμαντο». Και επειδή εδώ δεν με ενδιαφέρει να προχωρήσω σε μια σύγκριση των δύο διδακτικών αντικειμένων με γνωσιολογικούς και επιστημολογικούς όρους, θα περιοριστώ αποκλειστικά στα «μονοσήμαντα» Λατινικά.

Τέσσερις σημαντικοί παράγοντες

Και, πρώτον, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η διαγραφή των Λατινικών από τις Πανελλαδικές σημαίνει αυτόματα τον οριστικό ευτελισμό τους ως διδακτικού αντικειμένου στη σχολική τάξη και την ένταξή τους στη ζώνη του μαθητικού χαβαλέ, δηλαδή στον προθάλαμο της οριστικής τους απάλειψης. Και οι φιλότιμοι δάσκαλοι που καταφέρνουν ακόμη να το διδάσκουν επαρκώς θα πρέπει να βρουν τρόπους για να διαφυλάξουν την αυτοεκτίμησή τους όσο θα διαρκεί το δίωρο πασατέμπο.
Δεύτερον, οι διδάσκοντες στα πανεπιστημιακά Τμήματα Φιλολογίας θα βρεθούν να υποδέχονται ανυποψίαστα «πρωτάκια» τα οποία στη συντριπτική πλειονότητά τους θα κάνουν αρχή τριτοβάθμιων σπουδών με το αλφαβητάρι και το λατινικό αντίστοιχο του «Λόλα, να ένα μήλο». Οι συνέπειες για την ειδίκευση στους Τομείς Κλασικών Σπουδών και στα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών δεν θα είναι τίποτε λιγότερο από ολέθριες.
Τρίτον, όσοι νοιάζονται να δουν το δάσος πέρα από τα δέντρα γνωρίζουν ότι η εξαγγελθείσα αλλαγή θα επηρεάσει νομοτελειακά την αντίληψη για το σύνολο της αρχαιογνωσίας, και των ανθρωπιστικών σπουδών γενικότερα, και σε βάθος χρόνου τα οψώνια αυτού του αμαρτήματος θα είναι η ερευνητική τετραπληγία του συγκεκριμένου ακαδημαϊκού κλάδου.
Τέταρτον, είτε το θέλει είτε όχι η εκπαιδευτική φιλοσοφία ορισμένων, υπάρχουν και παιδιά που από κάποιον, «αδιάγνωστο» ας πούμε, προγραμματισμό αισθάνονται ότι τις καλύτερες στιγμές τους στη μέση εκπαιδευτική βαθμίδα τις χρωστούν στα γλωσσικά μαθήματα. Και πολλά από αυτά που έχουν την προίκα της αυξημένης γλωσσικής δεκτικότητας ανακαλούν τα Λατινικά του σχολείου, είτε τα προχώρησαν είτε όχι, ως ένα από τα πρώιμα διεγερτικά της διανοητικής περιέργειας που δρομολόγησε το οδοιπορικό τους στον ευρύτερο χώρο των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, της κουλτούρας ή και της γλωσσομάθειας. Πολλοί δεν υποψιάζονται ή υποτιμούν την παραγωγική και προοπτική σημασία τέτοιων διεγερτικών στην κρίσιμη σχολική ηλικία. Ουδείς ψόγος, αρκεί να μην έχουν σχέση με τα εκπαιδευτικά επιτελεία.

Η κλασική Αρχαιότητα είναι ΠΟΠ

Κάποιοι επικεντρώνονται ήδη στις συντεχνιακές σιλουέτες που διαφαίνονται πίσω από την εξαγγελία του υπουργείου, αλλά τέτοιου είδους ιδιοτέλειες δεν θα είχαν αποτελεσματικότητα αν η κατά καιρούς αναφλεγόμενη συζήτηση για τη θέση των αρχαιογλωσσικών μαθημάτων στο σχολικό πρόγραμμα δεν γινόταν με οικτρά απλουστευτικούς και κατάφωρα χρησιμοθηρικούς όρους. Γιατί, βέβαια, τα Αρχαία και τα Λατινικά στο σχολείο δεν είναι απλώς η γραμματική και συντακτική νεκροτομή γλωσσικών πτωμάτων αλλά το εισαγωγικό (και, για να το πούμε ξανά, το διεγερτικό) συναπάντημα με πολιτισμικά κληροδοτήματα που ερμηνεύουν την «αρχαιολογία» της ζωής που ζούμε σήμερα και αποκαλύπτουν την ιστορικότητά μας.
Τη χρειαζόμαστε άραγε αυτή την αποκάλυψη; Αν εξαιρέσουμε τους ξένοιαστους καβαλάρηδες της τεχνολογικής επιτάχυνσης που θεωρούν την ιστορικότητα των πραγμάτων τόσο χρήσιμη όσο και τις προηγούμενες εκδόσεις των ηλεκτρονικών τους γκάτζετ, υπάρχει χώρος για προβληματισμό και συζήτηση. Και εμείς συζητώντας αποφασίσαμε εδώ και πολύν καιρό ότι η κλασική Αρχαιότητα είναι ΠΟΠ, δηλαδή Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης, όπου η προέλευση είναι αποκλειστικά και αδιαπραγμάτευτα ελληνική. Πρόκειται για πανηγυρική εκδήλωση του ελληνικού εξαιρετισμού (exceptionalism), δεδομένου ότι σε ολόκληρη τη Δύση, αλλά τώρα και σε αρκετά λημέρια της Ανατολής, την Αρχαιότητα τη σέρνει η συνωρίδα Ελλάδας και Ρώμης.
Δεν είναι της ώρας να αφηγηθούμε πώς το μακρύ χέρι της Ιστορίας επέμεινε πάντα να αχνογράφει ή και να σβήνει ολότελα τον έναν πυλώνα από τον μαυροπίνακα της ελληνικής εκπαίδευσης, και αν μερικοί από τους μαχητές του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, επειγόμενοι να στερεώσουν ελληνική εθνική συνείδηση με το αλφάδι της Αρχαιότητας, απέκλεισαν τη λατινική συνιστώσα έχοντας τους κατανοητούς λόγους τους. Και, βέβαια, ούτε χρειάζεται ούτε μπορούμε να βλέπουμε τη Ρώμη ως αυτό που ονόμασαν «το οικογενειακό ρομάντζο της Δύσης», αλλά το να μας είναι, γενικά αλλά και εκπαιδευτικά, αδιάφορο το ότι η γλώσσα της, σφυρηλατημένη, ναι, και στο ελληνικό αμόνι, υπήρξε για αιώνες το αποκλειστικό επίσημο όχημα της επιστήμης και του στοχασμού στη Δύση είναι μια από τις σκοτεινές ρίζες που τρέφουν τον αμαθή, «ανάδελφο» και επαρχιώτικο εγωισμό μας. Και μπορεί η Δύση, όταν όλο και πιο σπάνια σήμερα αναλογίζεται την αρχαιολογία της, να συμφωνεί με τον άγγλο ποιητή ότι κατά κάποιον τρόπο «όλοι είμαστε Ελληνες», δεν ξεχνά όμως και τον μεγάλο ανθρωπιστή που είπε ότι με πολλούς τρόπους «είμαστε ακόμη πολίτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας».
Ψιλά γράμματα, θα πουν κάποιοι, όταν πρέπει να βρεθεί θέση στη λιακάδα του Δημοσίου και για τον υπερπληθυσμό των κοινωνιολόγων. Ναι, αλλά ο υπουργός Παιδείας θα έπρεπε να ξέρει καλύτερα –και εν πάση περιπτώσει να ξανασκεφτεί αν αυτά τα Λατινικά είναι τόσο «μονοσήμαντα» όσο φαίνεται να πιστεύει.
Ο κ. Θεόδωρος Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ