Η εναλλακτική ξανθιά





«Θα την κάψω τη μις Λολίτα»
φοβέρισε αυτάρεσκα η Τζούλια Ρόμπερτς στον «Γάμο του καλύτερού μου φίλου». Η μελίρρυτος και απελπιστικά τρισδιάστατη Κίμι ­ η ανταγωνίστριά της εντός, πολύ πιθανόν και εκτός, οθόνης ­ ρίχνει λάδι και στην πιο καταλαγιασμένη πυρκαϊά γυναικείου φθόνου. Διότι η Κάμερον Ντιάζ, πολύ προτού προσγειωθεί στα πλατό του φιλμ, είχε σίγουρη τη θέση μιας από τις 50 πιο αψεγάδιαστες εκπροσώπους του ανθρωπίνου είδους στη νεοσυσταθείσα λίστα του αμερικανικού «People». Ανάλογη τύχη είχε και στο όχι και τόσο πολιτικώς ορθό δημοψήφισμα του ανδρικού περιοδικού «FMS». Μισό εκατομμύριο άρρενες απεφάνθησαν ότι είναι η πέμπτη πιο σέξι γυναίκα αυτού του χιλιοταλαιπωρημένου πλανήτη. Τα ίδια (13η θέση) και με τις σχετικές έρευνες του βρετανικού «Empire», τα ίδια και στα αυτοσχέδια «πηγαδάκια» στην κρυφή γωνία του γραφείου, στα αμούστακα εφηβικά δωμάτια, τα ίδια και στο τοπ τεν φαντασιώσεων του απαυδημένου γιάπι. Οσο για την ίδια, διατηρεί τις επιφυλάξεις της: «Ειλικρινά δεν ξέρω τι να περιμένω απ’ όλα αυτά».


Η εύλογη ερώτηση είναι «και ποιος νοιάζεται;» (εκτός δηλαδή από τους συλλέκτες ημερολογίων τοίχου με θεματολόγιο του τύπου Ανν Νικόλ Σμιθ, Πάμελα Αντερσον κ.ο.κ.) Τι ενδιαφέρον μπορεί να παρουσιάζει μία ακόμη 26χρονη στάρλετ, πρώην μοντέλο με ανατομία Barbie και με τα προσφιλή σύνδρομα «δεν είμαι απλώς ένα κομμάτι κρέας, αλλά μπορώ και να παίξω»; Στο σημείο αυτό θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη μια παρέμβαση της Κιμ Μπέισινγκερ που είχε την τύχη να περάσει από όλα αυτά τα στάδια ­ θεοποίησης, αμφισβήτησης και αναγωγής σε ένα εκλεκτό κομμάτι φιλέτο ­ για να τρίψει τελικώς στα μούτρα της Αμερικανικής Ακαδημίας το χρυσό αγαλματάκι τού «Λος Αντζελες: Εμπιστευτικό». Το εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο στην περίπτωση της Ντιάζ είναι οι επιλογές της. Δεν είναι τυχαίο ότι γνωρίζει καλά να περιμένει, να τη «στήνει» στη γωνία για τον επόμενο ανυποψίαστο γκουρού του ανεξάρτητου σινεμά, να βάζει τρικλοποδιές σε όλες τις νεαρές σταρ (βλ. Γκουίνιθ Πάλτροου) που ούτε επαρκώς «γκραντζ» είναι ούτε όσο «καθαρές» θα επιθυμούσε η μαμά τους.


Δύσκολο να μάθεις τι ελλοχεύει κάτω από αυτό το ιριδίζον περιτύλιγμά της. Στις περισσότερες συνεντεύξεις της αναλύει εξονυχιστικά τους μετρημένους στα δάχτυλα ρόλους που της έχουν πέσει στο πιάτο. Οι δημοσιογράφοι διστάζουν να επεκταθούν στο πάγιο για ξανθές ερωτηματολόγιο («τι ρόλο έπαιξε η εξωτερική σας εμφάνιση στις σχέσεις με την Εβδόμη Τέχνη;», «τελικά έχετε σχέση με τον σκηνοθέτη της τελευταίας σας ταινίας, ναι ή όχι;») και περιορίζονται σε σημειολογικές αναλύσεις της ερμηνείας της. Πιο ειλικρινές στην προσέγγισή του παραμένει το Δίκτυο, που έχει περισυλλέξει όλες τις πικάντικες πόζες της Κάμερον και τις ανακυκλώνει προς τέρψιν όλων των φαν της καλλονής της (μπόλικοι μάλιστα έχουν την ολοδική τους σελίδα, π.χ. Tim’s Cameron Diaz Page).


Επειδή όμως ένα υποτυπώδες βιογραφικό ποτέ δεν έβλαψε, διευκρινίζουμε ότι η φυσική αυτή ξανθιά πρωτοέκλαψε στις 30 Αυγούστου 1972, σε ένα μαιευτήριο στο Λονγκ Μπιτς της Καλιφόρνιας. Στα δεκάξι της προσείλκυσε το επαγγελματικό ενδιαφέρον ενός φωτογράφου που δεν ετύγχανε απλώς ένας ακόμη λιμοκοντόρος των σόου μπίζνες. Μέσα μία εβδομάδα πέτυχε να της κλείσει συμβόλαιο με το πρακτορείο μοντέλων Elite.


Λίγο αργότερα έπεισε χαδιάρικα τον κουβανικής καταγωγής μπαμπά της και την ελαφρώς γερμανίδα μαμά της να της επιτρέψουν μια περιήγηση ανά τας ηπείρους («Ελάτε, τώρα, θα είναι σούπερ ασφαλές!»). Συνεπιβάτιδά της στο ταξίδι μια ετέρα αλαφρόμυαλη δεκαπεντάχρονη που ήθελε να κατακτήσει τον Αρη. Για πέντε ολόκληρα χρόνια Ιαπωνία, Αυστραλία, Μεξικό, Παρίσι. «Πιστέψτε με» θα εξομολογηθεί μερικά χρόνια αργότερα η ίδια «μπορείς να έχεις άσχημα μπλεξίματα όταν είσαι μόλις 16 χρόνων σε μια ξένη χώρα χωρίς να έχεις πάνω από το κεφάλι σου έναν ενήλικο να σου λέει πότε πρέπει να γυρίσεις στο σπίτι».


Τέλος πάντων! Ο μπαμπάς και η μαμά δεν είχαν ιδιαίτερο πρόβλημα και το κορίτσι μας δεν πραγματοποίησε την παραμικρή κατάδυση στον βούρκο της αμαρτίας. Μόνο εξώφυλλα για περιοδικά με εφηβική ακμή όπως το «Seventeen» και το «Mademoiselle», διαφημίσεις για τον Κάλβιν Κλάιν, τη Levis και την Κόκα-Κόλα. Στα διαλείμματα των φωτογραφίσεων, όταν δηλαδή δεν καταβροχθίζει παξιμαδάκια διαίτης με τον σύντροφό της παραγωγό βίντεο Κάρλος Ντε Λα Τόρε, αδιαφορεί παντελώς για τις αμφιβολίες που έχουν οι περισσότεροι για τον δείκτη ευφυΐας της. Γνωρίζει ήδη καλά ότι ο σωματότυπός της θα προκαλέσει αρκετές παρεξηγήσεις. «Πραγματικά δεν μπορώ να κάθομαι να ασχολούμαι με το αν ο κόσμος πιστεύει ότι μπορώ να βαδίζω και να μιλάω ταυτόχρονα».


Κλείνοντας την πόρτα κατάμουτρα στο μόντελινγκ βρίσκεται ως διά μαγείας σε μια οντισιόν για τη «Μάσκα» του Τσαρλς Ράσελ. Εν μια νυκτί στέφεται η «σύντροφος» του Τζιμ Κάρεϊ σε μια παρανοϊκή ταινία με αρκετά γκαγκ δανεισμένα από τον Τζέρι Λούις. Είναι η πρώτη φορά που θα δηλώσει ερωτευμένη με την υποκριτική και θα αισθανθεί τα συμπτώματα του παρθενικού έλκους της. Ο ρόλος θα σταθεί αρκετός για να εγγραφεί το όνομά της στο υποσυνείδητο των αρπακτικών του Χόλιγουντ. Διότι ναι μεν λίαν εξαργυρώσιμες οι Πάμελες Αντερσον, υποφερτά τα καλά καγαθά κορίτσια της σχολής Μεγκ Ράιν, καλές και οι ανερχόμενες Μέριλ Στριπ, ποια θα είναι όμως η εναλλακτική Μπέισινγκερ; Η Ντιάζ εμφανίστηκε ανέλπιστα προνοητική. Κάθησε στο σαλονάκι, έκανε μερικά χατίρια στο Χόλιγουντ και περίμενε τους… μνηστήρες. «Κάποια στιγμή όμως έφτασα στο σημείο που είπα «δεν πάει άλλο». Δεν πρόκειται να χορέψω ξανά με τον χορογράφο μόνο και μόνο για να προβάρει τα βήματα που θα διδάξει τελικά στο κορίτσι που θα πάρει τον ρόλο!».


Η ανεξάρτητη κινηματογραφία θα είναι μια αρκετά καλοδεχούμενη σανίδα σωτηρίας. Πρώτα το χαμηλού προϋπολογισμού «The Last Supper» (1995) που θα ανεβάσει θεαματικά τις μετοχές της. Ο επόμενος χρόνος θα φέρει πολλά. Πρώτα το «She’s the one» όπου υποδύεται μια μετενσάρκωση της Κιμ Νόβακ. Μετά το «Ολα του γάμου δύσκολα» όπου ετοιμάζεται να έλθει εις γάμου κοινωνίαν με τον μεγάλο νευρωτικό αδελφό (Βίνσεντ ντ’ Ονόφριο) για να το σκάσει εν τω μεταξύ στην τουαλέτα με τον μικρό και νόστιμο (ποιος άλλος θα μπορούσε να διεκδικήσει έναν τέτοιο ζηλευτό ρόλο από τον Κιάνου Ριβς;). Τον ίδιο χρόνο αφικνείται στο ίδιο καστ με το διαχρονικό ίνδαλμά της, τον Χάρβεϊ Καϊτέλ, για τις ανάγκες του «Head Above Water» του Τζιμ Γουίλσον. Τώρα πια που έχει προλειάνει το έδαφος δεν υπάρχει κανένας φόβος για στερεότυπα. Αλλωστε τα ανέκδοτα για τις ξανθιές θεωρούνται πλέον λίαν ντεμοντέ.


Μετά τον γάμο του καλύτερου φίλου τής Τζούλια Ρόμπερτς, ο σκηνοθέτης του «Train-spotting» Ντάνι Μπόιλ την τοποθετεί απέναντι στον Γιούαν Μακ Γκρέγκορ για μια αιχμηρή, όχι και τόσο ρομαντική κομεντί (σαν αυτές που παρήγε το Χόλιγουντ τις δεκαετίες του ’30 και του ’40, στυλ Μπίλι Γουάιλντερ) που υπόσχεται «Μια αλλιώτικη ζωή». Ο σκηνοθέτης δεν θα διστάσει να παραδεχθεί ότι αναζητούσε μια «σχεδόν μυθική Αμερικανίδα». Καμιά από τις δεκάδες σταρ που αφίχθησαν στο κατώφλι του δεν φαινόταν να πληροί τον βασικό αυτόν όρο. Εκτός βεβαίως από την Ντιάζ. Θα συμφωνήσει σ’ αυτό και ο τωρινός σύντροφός της, παλαίμαχος flamingo Kid Ματ Ντίλον. Οπως και τα μέλη του βέρου βρετανικού κινηματογραφικού συνεργείου που ακόμη τρίβουν τα μάτια τους. Οσο για την ίδια, προτιμά να ασχολείται με τον νέο ρόλο της στην κινηματογραφική μεταφορά τού «Fear and Loathing in Las Vegas» (του θρυλικού Χάντερ Σ. Τόμσον) που της ανέθεσε ο θεότρελος Τέρι Γκίλιαμ.